Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Βετεράνοι πίσω από τις κάμερες


της Ελεωνόρας Ορφανίδου

Τα απαραίτητα ένσημα της σύνταξής του σαφώς και τα έχει συμπληρώσει! Από δόξα έχει χορτάσει... Φήμη και χρήματα του περισσεύουν!
Παρ' όλα αυτά, ένας εκ των παππούδων της περίφημης «νουβέλ βαγκ» συνεχίζει να ζωγραφίζει ιστορίες ανθρώπινων σχέσεων στο σελιλόιντ, αρνούμενος να μετατραπεί ακόμη και στα 82 του σε άλλο ένα ιερό τέρας του σινεμά που ζει για να αφηγείται τα χρόνια της πρωτοπορίας και για να παίρνει τιμητικά βραβεία. Ο Ερίκ Ρομέρ είναι εδώ, στη σκηνή, και σε λίγο στις αίθουσες θα απολαύσουμε την τελευταία του ταινία «Η Αγγλίδα και ο δούκας», μια από τις λιγοστές ιστορίες εποχής με τις οποίες καταπιάστηκε ποτέ: Στο Παρίσι, στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, μια νεαρή αριστοκράτισσα από τη Σκοτία ερωτεύεται τον εξάδελφο του βασιλιά της Γαλλίας. Δύο άνθρωποι συνδέονται με έρωτα αλλά τους χωρίζουν οι πολιτικές τους επιλογές, καθώς ο δούκας έχει ψηφίσει για το θάνατο του βασιλιά, ενώ η Γκρέις Ελιοτ είναι φιλομοναρχική.Αλλη μια φορά, ο Ρομέρ παραμένει πιστός στην αλά Μπαλζάκ θεματική του, άλλη μια φορά καταπιάνεται με ιστορίες νέων ανθρώπων, βάζει τον έρωτα στην κρίση μιας εποχής, από τη μια το εξιδανικευμένο συναίσθημα, από την άλλη η πεζή πραγματικότητα. Το αν θα υπερισχύσει και εδώ η συνήθως αισιόδοξη ματιά του δημιουργού της «Νύχτας με τη Μοντ», θα το δούμε όλοι στην οθόνη...Το ότι ο Ρομέρ κάνει ταινίες στα 82 του που μπορούν να «μιλήσουν» στο κοινό είναι χωρίς αμφιβολία ένα αισιόδοξο μήνυμα σε μια κοινωνία που έχει περιχαρακώσει τη νεότητα μεταξύ του 0 και του 50.Ο Γάλλος δημιουργός δεν είναι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας πολλών εποχών. Το σινεμά έχει να επιδείξει και άλλους «χαλκέντερους» ακροατές των σφυγμών του κόσμου. Κοντά στον Ρομέρ δηλώνουν παρόντες άλλοι δύο γάλλοι δεινόσαυροι, ο Γκοντάρ που έσβησε τα 72 του κεράκια πάνω στην κόπια του «Eloge de l' amour» και ο Ζακ Ριβέτ με το «Va Savoir», μια ιστορία για τη διαπλοκή ζωής και θεάτρου την οποία γύρισε πέρυσι.

*Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, ζει και βασιλεύει άλλος ένας ταλαντούχος παππούς, ο σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο δημιουργός του «Γκάντι». Γεννημένος το 1923, μας έδωσε ακόμη και το 1998, σε ηλικία 75 ετών, μια αριστουργηματική ερμηνεία στην«Ελίζαμπεθ» στο πλευρό της Κέιτ Μπλάνσετ. Ο σερ του βρετανικού σινεμά είχε τα κότσια να συμμετάσχει πριν από δύο χρόνια ως ηθοποιός και σε μιούζικαλ του Αντριου Λόιντ Βέμπερ.

*Ενας άλλος γηραιός, από τη μακρινή Απω Ανατολή, είχε το θάρρος-θράσος να αγγίξει το θέμα-ταμπού της κοινωνίας του. Πρόκειται για τον Ιάπωνα Ναγκίσα Οσιμα που τόλμησε πέρυσι στα 70 του να μιλήσει για την ομοφυλοφιλία των σαμουράι. Τα πανέμορφα, σχεδόν γυναικεία χαρακτηριστικά του νεαρού πρωταγωνιστή του ασκούν μια επικίνδυνη γοητεία σε αξιωματικούς και εκπαιδευόμενους, προκαλώντας φρίκη στην ιαπωνική κοινωνία που αρνήθηκε να πάει στις αίθουσες να δει την απομυθοποίηση του μύθου των γενναίων. Η ταινία ήταν το «Ταμπού» και συνοδεύτηκε από τη φράση του Οσιμα «Εχω περάσει όλη μου τη ζωή καταρρίπτοντας ταμπού», φέρνοντας στη μνήμη μας ταινίες όπως «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων» και «Η αυτοκρατορία του πάθους», τις οποίες γύρισε το 1976 και το 1978, σε ηλικίες που το ρηξικέλευθο δεν εκπλήσσει.

*Στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, βασιλεύει ακόμη ο θρύλος Νόρμαν Τζούισον. Γεννημένος το 1926 παρακαλώ, έστειλε τα αντιρατσιστικά του μηνύματα προς τη συντηρητική Αμερική το 1999 με το «The Hurricane». Ενα χρόνο μεγαλύτερος του Τζούισον, είναι ο Ρόμπερτ Αλτμαν, ο δημιουργός των «Στιγμιότυπων», ο οποίος μας χάρισε πρόσφατα το αριστουργηματικό «Gosford Park», αποδεικνύοντας ότι μπορεί στα 77 η πορεία ενός ανθρώπου να είναι ακόμη ανοδική.

*Μπροστά στους προαναφερθέντες μοιάζει παιδάκι ο Μίλος Φόρμαν, ο τσεχοσλοβάκος σκηνοθέτης της «Φωλιάς του κούκου» που γεννήθηκε το 1932 και μας χάρισε σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τον «Ανθρωπο στο Φεγγάρι». Η έμπνευση στο σινεμά ταιριάζει στους εβδομηντάρηδες, και η πορεία δεν είναι πάντα φθίνουσα! Ο Φόρμαν «παίζει» ακόμα στο χρηματιστήριο του σινεμά, όπως και ο γείτονας του, ο Πολωνός Αντρέι Βάιντα, βραβευμένος με Οσκαρ για την προσφορά του στο σινεμά, η οποία ωστόσο συνεχίζεται, με τελευταία του ταινία το «Pan Tadeusz», μόλις πριν από δύο χρόνια.Και τι να πει κανείς για τον μόλις φέτος βραβευθέντα στις Κάνες συμπατριώτη του, Ρομάν Πολάνσκι, ο οποίος ούτως ή άλλως γεννημένος το 1933 μοιάζει νεοσσός μπροστά στα άλλα ιερά τέρατα. Από την εποχή του «Μωρού της Ρόζμαρι» κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά το ποτάμι δεν παρέσυρε τον «Πειρατή» στο περιθώριο. Αντιθέτως, μας έδειξε, μαζί με όλους τους άλλους «συνταξιούχους» των σκοτεινών αιθουσών, ότι το νεανικό - κατά τις στατιστικές-κοινό του σινεμά, μπορούν να το εμπνεύσουν καλογυμνασμένα μυαλά και όχι απαραιτήτως καλογυμνασμένα, λαδωμένα κορμιά που περιφέρονται στα γυμναστήρια και στις διαφημίσεις οδοντόκρεμας και προϊόντων διαίτης. Αφήστε δε που, διαπιστωμένο πια, πολλά συντηρητικά μυαλά κατοικούν σε νεανικά, γεμάτα σφρίγος και νιότη σώματα.
7 - 21/07/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: