Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Η κουλτούρα της βιτρίνας



Ξημερώματα, στην πανάκριβη Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, η Χόλι Γκολάιτλι, φορώντας ακόμη τα βραδινά της, στήθηκε μπροστά στη βιτρίνα του «Τίφανις», του διασημότερου κοσμηματοπωλείου του κόσμου και «αγόρασε», με τα μάτια, όλα εκείνα τα λαμπερά κοσμήματα που ονειρευόταν ότι θα μπορούσε κάποιος να της χαρίσει μια μέρα. Ηταν το 1961 και τα όνειρα ζούσαν. Κι όμως, ήταν ακόμη απλώς σινεμά!




Η Χόλι, η κοσμική πεταλούδα της ταινίας του Μπλέικ Εντουαρντς «Πρόγευμα στο Τίφανις», κατά κόσμον Οντρεϊ Χέπμπορν, έκανε μύθο το eye shopping, μαζί με όλες τις υπόλοιπες κομψές λεπτομέρειες του νεοϋορκέζικου ευ ζην, όπως τα ξέφρενα πάρτι μέχρι πρωίας και τον απαραίτητο πρωινό καφέ στο πλαστικό ποτήρι λίγο πριν τελειώσει το σεργιάνι στην πόλη που τη μέρα ανήκει στον άλλο, τον συνηθισμένο, κόσμο. Οι Δίδυμοι Πύργοι δεν είχαν πέσει και ο Τζορτζ Μπους δεν είχε πει το περίφημο «καταναλώστε», αλλά η Αμερική κατανάλωνε, ακόμη και με τα μάτια, διότι το είχε πει ο Ρούζβελτ με το «νιου ντιλ» που έβγαλε τη χώρα από το κραχ. Η Χόλι χάζευε στο «Τίφανις», λίγο πριν από το μεγαλύτερο καταναλωτικό πάρτι του κόσμου, τα Χριστούγεννα.

Το 1963, η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα. Ηταν Μάιος, δεν υπήρχε καφές σε πλαστικό ποτήρι, το «Τίφανις» ήταν πολύ μακριά και κορίτσια σαν τη Χόλι ήταν μόνο οι κόρες των μεγαλοαστών. Το eye shopping στις βιτρίνες του Κολωνακίου δεν πρόσφερε απατηλά όνειρα, σαν το αμερικανικό, διότι το ασκούσαν αυτοί που μπορούσαν να περάσουν και στην άλλη πλευρά της βιτρίνας. Οι υπόλοιποι κατανάλωναν για να επιβιώσουν.

Αυτό δεν κράτησε για πάντα. Με την απαραίτητη χρονοκαθυστέρηση το κάθε είδους shopping, φανταστικό ή πραγματικό, έγινε και στη χώρα μας συνώνυμο της ευτυχίας. Ετσι ήμασταν έτοιμοι από καιρό, το 1990, όταν βγήκε η ταινία που το αποθεώνει, το «Pretty woman» του Γκάρι Μάρσαλ, με την Τζούλια Ρόμπερτς και τον Ρίτσαρντ Γκιρ. Η πεταλούδα της νύχτας με τη χρυσή καρδιά, η Βίβιαν Γουόρντ, έβαλε στη ζωή μας μια άλλη ορολογία για τα ψώνια, το shopping spree (σε ελεύθερη απόδοση το αγοραστικό ξεφάντωμα) και μια άλλη πόλη, το Λος Αντζελες.

Η Βίβιαν «τσακίζει» την πιστωτική κάρτα του επιχειρηματία Εντουαρτ Λιούις στο Rodeo Drive, την πιο λουσάτη αγορά του Μπέβερλι Χιλς και αυτή η σκηνή ανθολογείται από τους αναγνώστες του πολύ σοβαρού βρετανικού «Γκάρντιαν» ως η τέταρτη πιο ερωτική σκηνή του σινεμά από καταβολής του. Το αντίο των Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και Ινγκριντ Μπέργκμαν στο τέλος της «Καζαμπλάνκα» έπεται.



Οχι πια σεξ, μόνο shopping; Η δεσποινίς Γουόρντ, αν δεν γνώριζε τον κύριο Λιούις, μόνο eye shopping θα μπορούσε να κάνει έξω από του Dior. Ακόμη κι όταν πρωτοπήγε στο Rodeo Drive με τις πιστωτικές κάρτες στο χέρι, οι πωλήτριες τη σνόμπαραν. Επρεπε ο κύριος Λιούις να τη συνοδεύσει για ν' αρχίσει το πάρτι. Και ιδού ένας πολύ σημαντικός λόγος για να αγαπήσει κάποια κάποιον. Κι αυτό δεν είναι μόνο στο σινεμά.

Η συγγραφέας του βιβλίου «Α cultural history of shopping», Πάμελα Κλάφκε, διαπιστώνει ότι η αγοραστική δύναμη στις δυτικές κοινωνίες αποτελεί πλέον κινητήριο μοχλό όχι μόνο της οικονομίας αλλά και των αισθημάτων.

Οταν αναφερόμαστε στον περιβόητο homo consumer, τον οικονομικό άνθρωπο, εννοούμε ότι προτάσσει, λόγω κουλτούρας πια, το οικονομικό στοιχείο σε όλο του τον βίο. Αν αγαπά, πρέπει να το αποδεικνύει στο κοντινότερο εμπορικό κέντρο ή στην πιο μακρινή εξωτική αγορά, ειδικά τα Χριστούγεννα, ειδικά στους δικούς του. Οπως ο Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ στο «Ενας μπαμπάς, μα τι μπαμπάς» («Jingle all the way») του Μπάρι Λέβαντ. Ο πατέρας Αρνολντ αναζητεί απεγνωσμένα, σε όλα τα μαγαζιά της Νέας Υόρκης, τον «Turbo man», την αγαπημένη κούκλα όλων των αγοριών, για να την κάνει δώρο στον γιο του τον οποίο παραμελεί. Ο μπαμπάς αποδεικνύει την αγάπη του με κάποια απόδειξη ταμειακής μηχανής, μέσα σε ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο. Εκεί όπου όλα είναι δυνατά, άνθρωποι ανταμώνονται τυχαία και μπερδεύουν τα πακέτα τους, για να ξανασμίξουν για πάντα, ή χωρίζουν και, δοκιμάζοντας την τύχη τους, ξαναβρίσκονται για να ερωτευθούν τρελά.

Το shopping είναι και therapy μας έλεγε μετ' επιτάσεως το Χόλιγουντ μέχρι προ τινος, έως δηλαδή την κατάρρευση της Lehman Brothers και όσων ακολούθησαν. Εξαίρεση μια καθολικής προέλευσης υπενθύμιση: στον «Νονό», ο Βίτο Κορλεόνε (Μάρλον Μπράντο), πυροβολείται και αρχίζει τη μεγάλη κάθοδο προς το τέλος, την ώρα που έκανε τα χριστουγεννιάτικα ψώνια του.




7 - 21/12/2008

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Ιερές μπίζνες στο σινεμά





Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι άνοιξε τους τελευταίους μήνες μια μεγάλη συζήτηση για την Ιταλία του Αντρεότι! Αφορμή μια ταινία που προβάλλεται και στη χώρα μας, το «Il Divo» του Πάολο Σορεντίνο, στο οποίο περιγράφονται οι διασυνδέσεις του χριστιανοδημοκράτη ηγέτη με τη μαφία και το Βατικανό. Στη χώρα μας, ευτυχώς, μαφία υπό τον ιταλικό ή αμερικανικό ορισμό δεν υπάρχει. Μέχρι προ τινος νομίζαμε ότι δεν υπάρχει και ανάλογη του Βατικανού πολιτικο-οικονομική δραστηριότητα, από την εδώ εκκλησία. Μέχρι προ τινος...



Πού θα πάει όμως, θα το συνηθίσουμε! Η υπόλοιπη Δύση έχει προ πολλού σταματήσει να σκανδαλίζεται από την «ιερή» διείσδυση στην πολιτική ζωή και στις μπίζνες. Οι πιστοί εκεί είδαν τους τραπεζίτες του Βατικανού να κατηγορούνται ευθέως για ξέπλυμα ναρκοδολαρίων και έναν συνεργάτη τους να κρεμιέται σε μια γέφυρα του Λονδίνου!

Το σινεμά ενέταξε στη μυθοπλασία του πολλές πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες για την ιερή διαπλοκή και τις κοσμικές μπίζνες της εκκλησίας (στη Δύση), ως καταδικαστέα μεν αλλά υπαρκτά φαινόμενα του δημόσιου βίου.

Στο «Il Divo» ο σκηνοθέτης περιγράφει έναν άνθρωπο που συνομίλησε πολιτικά με την εκκλησία και τη μαφία και απέσπασε ισχύ προσφέροντας πλούτο και ανοχή.

*Η ανοχή ωστόσο δεν κατάφερε να αποσοβήσει το μεγαλύτερο ιερό σκάνδαλο, αυτό της Banco Vaticano, που έγινε ταινία υπό τον αποκαλυπτικό τίτλο «Ο Τραπεζίτης του Θεού». Σκηνοθέτης της ο Τζουζέπε Φεράρα, ο οποίος πλήρωσε το θάρρος του βλέποντας να διανέμεται η ταινία του στα συνοικιακά βιντεοκλάμπ της Ρώμης. Η ιστορία έχει ως εξής: ο αμερικανός επίσκοπος Πολ Μαρσίνκους αναλαμβάνει τη διεύθυνση της τράπεζας του Βατικανού και συνεργάζεται με τον αρχιμαφιόζο Μικέλε Σεντόνα, μετατρέποντάς την σε τραπεζική υπερδύναμη.

Η μεγέθυνση αυτή πυροδοτεί δημοσιεύματα και φήμες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος από πορνεία και ναρκωτικά, γεγονός που εξοργίζει τον πάπα Ιωάννη Παύλο Α', ο οποίος και διατάζει επαναφορά στη νομιμότητα. Δεν εισακούστηκε ποτέ, διότι πέθανε (δολοφονήθηκε;) τριάντα τρεις μέρες μετά την ανέλιξή του στον παπικό θρόνο. Ο διάδοχός του πάπας Ιωάννης Παύλος Β' φημολογείται ότι αντάλλαξε τη σιωπή του με τα χρήματα που δόθηκαν στην πολωνική "Αλληλεγγύη" και στο μεγάλο του όνειρο, την πτώση του κομμουνισμού. Φέρεται μάλιστα να συναίνεσε στη συνεργασία της τράπεζας του Βατικανού με την Banco Ambrosiano, τη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της Ιταλίας, που διηύθυνε ο Ρομπέρτο Κάλβι. Το 1981 όμως η τράπεζά του κατέρρευσε, το Βατικανό έχασε τρισεκατομμύρια και άρχισαν οι αποκαλύψεις. Ο Κάλβι «έδωσε» τον πάπα και βρέθηκε κρεμασμένος σε μια γέφυρα του Λονδίνου. Μόλις το 1999 άλλαξε η επίσημη εκδοχή της αυτοκτονίας σε δολοφονία.

*Η αυτοκτονία - δολοφονία του Κάλβι είναι μία από τις ωραιότερες σκηνές και σε μια πολύ πιο γνωστή ταινία από τον «Τραπεζίτη του Θεού»: Τον «Νονό Νο 3», που γύρισε το 1990 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και περιέχει σχεδόν όλη την ιστορία της Banco Ambrosiano, υπό την οπτική της μαφίας. Ο Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο) επιχειρεί το πέρασμα στο δημόσιο βίο με τη βοήθεια της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας. Ο Ραφ Βαλόνε, ο περίφημος επίσκοπος Λαμπέρτο του «Νονού», είναι ηθικό στοιχείο, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Γκίλντεϊ όχι. Είναι αυτός που έχει παρασημοφορήσει τον αρχιμαφιόζο για την φιλανθρωπία του, κι ο Κορλεόνε φορά με καμάρι στην αρχή της ταινίας το παράσημό του. Νομίζει πως με τις ευλογίες της εκκλησίας θα φέρει στο φως όλο τον υπόγειο κόσμο του. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα γίνει κι ας έχουν, μαφιόζος και αρχιεπίσκοπος, την ίδια κυνική άποψη ότι τα λεφτά τα κάνουν όλα.

*Εξίσου παραδόπιστος είναι άλλος ένας διάσημος κινηματογραφικός παπάς, ο μονσινιόρ Σπιλέισι, κατά κόσμον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στην ταινία «True confessions».

Ο αδελφός του (Ρόμπερτ Ντιβάλ), ντετέκτιβ που αναζητά το δολοφόνο μιας πόρνης, τον επισκέπτεται έπειτα από χρόνια για να διαπιστώσει ότι ο μονσινιόρ διαχειρίζεται στα όρια και πέρα από τα όρια της νομιμότητας τα οικονομικά της Καθολικής Εκκλησίας στην Αμερική.

*Μία χρονιά αργότερα, με λιγότερο βάθος και περισσότερη δράση, μας είπε τα ίδια η ταινία «Monsignor», με τον Κρίστοφερ Ριβ στο ρόλο του πατρός Τζον Φλάχερτι, ο οποίος φθάνει στο Βατικανό μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και γίνεται μαυραγορίτης και συνεργάτης της μαφίας.

Ο σκηνοθέτης Φρανκ Πέρι δεν τόλμησε να πει ότι εκείνη την εποχή η εκκλησία ήταν δεμένη με ακόμα σοβαρότερες ιστορίες. Το είπε ο Κώστας Γαβράς το 2002 με το «Αμήν»: Οτι το επίσημο Βατικανό ανέχθηκε διά της σιωπής το «Ολοκαύτωμα». Και ότι η σιωπή έγινε συνενοχή!


7 - 07/12/2008

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Οι "βασίλισσες" του σινεμά


της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Οταν ο Χίτσκοκ στο «Ψυχώ» έβαλε τον Αντονι Πέρκινς να ντυθεί γυναικεία, είχε κατά νου τον Φρόιντ και όχι την τραβεστί Χόλι Γούντλοουν, πρωταγωνίστρια του περίφημου «Andy Warhol's Trush». Και όταν ο Σίντνεϊ Πόλακ έντυνε γυναικεία τον Ντάστιν Χόφμαν στο «Τούτσι», δεν ήθελε να φτιάξει μια drag queen!




Διασκεδάσαμε, γελάσαμε, σχεδόν δεν καταλάβαμε τη μικρή κινηματογραφική πραγματεία για την άλλη φύση του άντρα, αυτή που μπορεί και νιώθει μερικές φορές άνετα μέσα σε στενούς κορσέδες και φούστες. Το σινεμά, όπως και η ζωή όμως, προχώρησαν το θέμα. Κάπως έτσι, από τον πιο κακό σκηνοθέτη του κόσμου, τον Εντ Γουντ -που αρεσκόταν να ντύνεται γυναικεία- και την ταινία του Glen or Glenta φτάσαμε στο «Κόνι και Κάρλα» της Νία Βαρντάλος, που προβάλλεται αυτές τις μέρες στη χώρα μας.

Το ζήτημα που θέτουν πια, ζωή και σινεμά, είναι αυτό που θα 'λεγαν οι φιλόσοφοι οντολογικό. «Πώς μας τα χουν πει για τις drag queens». Εχει δίκιο η Νία Βαρντάλος που έκανε μια ταινία στην οποία αυτοί οι χαρακτήρες παρουσιάζονται τόσο πολύ ως γυναίκες, ώστε γυναίκες να τις υποδύονται; Ή απλώς αυτός ήταν ο «σωστός» τρόπος για να χαρούν και οι θεατές; Κι έφτανε ο Ντέιβιντ Ντουκόβνι των «Χ Files» να νιώσει περήφανος που φόρεσε φτερά και πούπουλα για τις ανάγκες της ταινίας της διάσημης Ελληνοαμερικανίδας (το 'χε ξανακάνει για το Twin Peaks του Ντέιβιντ Λιντς) για να γίνει το «Κόνι και Κάρλα» μια καλή ταινία;

Από τα χωράφια στα Οσκαρ

* Το σινεμά δεν επέλεξε πάντα αυτό τον τρόπο! Κι ο Ντέιβιντ Ντουκόβνι μάλλον δεν έχει δει τον Τέρενς Σταμπ στην «Πρισίλα, τη βασίλισσα της ερήμου»! Ο αυστραλός σκηνοθέτης Στέφαν Ελιοτ μεταμόρφωσε στη μέση της ερήμου τον Σταμπ στην τρανσέξουαλ Μπερναντέτ με τα φτερά και τις παγιέτες της Κάρμεν Μιράντα, αγαπημένης τραγουδίστριας των τραβεστί, και τον ανέβασε στην οροφή ενός λεωφορείου να κοιτάζει από ψηλά και να τον κοιτάζουν σαν εξωτικό πτηνό!

Μαζί με άλλες δύο drag queens πηγαίνουν να δώσουν σόου σε ένα χωριό, όταν το σκασμένο λάστιχο του λεωφορείου γίνεται η αφορμή για να «σκάσει» και η αποκάλυψη. Η Μπερναντέτ υπήρξε άντρας κανονικός, ο οποίος μάλιστα έχει και παιδί! Η μουσική των Abba αδυνατεί να καλύψει το μεγάλο μυστικό, η ταινία παύει να είναι απλώς κωμωδία και φτάνει μέχρι τα Οσκαρ όπου και βραβεύεται για τα κοστούμια της.

* Τα παιδιά λειτουργούν καταλυτικά για όλους τους ανθρώπους, και εδώ το σινεμά δεν κάνει διαχωρισμούς. Πρώτα ο Εντουάρντο Μολινάρο και στη συνέχεια ο Μάικ Νίκολς με τις ταινίες «Το κλουβί με τις τρελές» και «Φτερά και πούπουλα» μας είπαν την ιστορία: Μια gay οικογένεια έχει παιδί από τον πρότερο βίο ενός εκ των μελών της.

Το παιδί παντρεύεται και ο έξω κόσμος εισβάλλει στο δικό τους μικρόκοσμο προσπαθώντας να γνωρίσει τα πεθερικά. Οι Μισέλ Σερό και Ούγκο Τονιάτσι έγραψαν ιστορία σε αυτούς τους ρόλους, ενώ δεν τα πήγαν άσχημα ούτε ο Ρόμπιν Γουίλιαμς με τον Νάθαν Λέιν.

* Τι γίνεται, όμως, όταν το παιδί είναι αυτό που ντύνεται γυναικεία;

Ο Λουδοβίκος είναι επτά ετών και, κατά τον σκηνοθέτη της βελγικής ταινίας «Ma vie en rose» Αλέν Μπερλινέρ, είναι πεπεισμένος πως είναι γυναίκα. Ετσι, ντύνεται γυναικεία και επιθυμεί να παντρευτεί τον γιο του αφεντικού του πατέρα του. Τον κουρεύουν, μετακομίζουν σε άλλη πόλη, αλλά όπως έγραψε και ο Καβάφης, «η πόλις τους ακολουθεί»!

Η ταινία βεβαίως είναι μια αλληγορία για τους φόβους της αστικής τάξης και τους τρόπους που τους αντιμετωπίζουν, αλλά σόκαρε το κοινό. Το ίδιο και το Dress code της Σίρλεϊ Μακλέιν, το οποίο δεν περιείχε αλληγορίες, ήταν μια ξεκάθαρη ταινία για «τα παιδιά που δεν γίνονται άντρες». Στα γόνατα έπεσε η διάσημη ηθοποιός για να βρει διανομή και η ταινία ήταν φυσικά μια εμπορική αποτυχία.

* Το συνηθισμένο στον χολιγουντιανό τρόπο κοινό άντεξε μέχρι το «Billy Eliot» του Στίβεν Ντάλντρι, που κέρδισε έως και υποψηφιότητα στα Οσκαρ με την ιστορία ενός αγοριού που από το μποξ προτιμούσε τις πιρουέτες του μπαλέτου. Ο Μπίλι λοιπόν, ο οποίος δεν φοράει γυναικεία ρούχα, διαπιστώνει ότι ο κολλητός του φίλος φοράει! Το αποδέχεται φυσιολογικά έως τη στιγμή που τον προσεγγίζει ερωτικά. «Το ότι χορεύω δεν σημαίνει ότι είμαι γκέι» λέει, αλλά ο Ντάλντρι με εύσχημο τρόπο πουθενά δεν μας λέει και ότι δεν είναι!

* Ο Μπίλι Ελιοτ έσκισε εισπρακτικά, όπως και ο Chouchou του Μερζάλ Αλαουά που το 2003 στρογγυλοκάθισε στην κορυφή του γαλλικού box oficce. Μέτρια ταινία, αλλά ο Σουσού, ένας αλγερινός τραβεστί που δουλεύει σε drag show, κέρδισε τους Γάλλους όταν ο άντρας που ερωτεύτηκε επέμεινε να τον γνωρίσει στην οικογένειά του. Η ταινία ήταν άλλη μια εκδοχή του «Κλουβιού με τις τρελές», ενώ η Γαλλία είδε και την εκδοχή των περιπετειών της «Πρισίλα, της βασίλισσας της ερήμου». Τίτλος της ταινίας «Pedale Douce» και πρωταγωνιστές η Φανί Αρντάν και ο Ρισάρ Μπερί.

* Πολλά τα εισιτήρια και για μια ανάλογη μετριότητα, το «Κανείς δεν είναι τέλεια» του Τζόελ Σουμάχερ. Ενα τυχαίο γεγονός φέρνει κοντά έναν πρώην πεζοναύτη (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) και μια τραβεστί (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν). Πολύ γέλιο, πολλή τρυφερότητα και το ηθικοπλαστικό δίδαγμα «όλοι οι άνθρωποι είμαστε κατά βάθος ίδιοι και ψάχνουμε για αγάπη». Η διαφορετικότητα των ανθρώπων χάνεται μέσα στην ελαφρότητα της σκηνοθετικής ματιάς. Ο Σουμάχερ βεβαίως κάτι ήξερε, γιατί όπου το πράγμα σοβαρεύει ή οι ταινίες πάνε άπατες ή τις βλέπει ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό.

* Μπορεί να έχουμε δει το «Rocky bovvor picture show», γιατί κάποτε ήταν must, αλλά πόσοι εξ ημών έχουμε δει το «Pink Flaminko», την πρώτη ταινία που μίλησε για τις drag queens;

* Ή την πολύ καλή ταινία του Αρτούρο Ριπρστάιν, «El lugar sin limites», την ιστορία ενός τραβεστί που παγιδευμένος σε ένα αντρικό σώμα προσπαθεί να σώσει, ως μητέρα όμως, την κόρη της από τον εραστή της;

Οι drag queens στον κόσμο μας είναι σαν αυτές της Βαρντάλος, γιατί τόσο τα μάτια μας αντέχουν. Το άλλο σινεμά ίσως λέει πιο πολλές αλήθειες, αλλά υπήρχε πάντα στη ζωή όπως και στις ταινίες το οντολογικό ερώτημα: «Ποιος τις αντέχει;»




7 - 27/06/2004

Ο πιο μικρός μεγάλος απατεώνας







της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Επιστρέφοντας από το ζοφερό μελλοντικό σύμπαν του «Minority report» και του «Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη», ο Στίβεν Σπίλμπεργκ προσγειώθηκε στο λαμπερό, παρελθόντα κόσμο του «κουλ».



Οχημά του, η ιστορία του Φρανκ Αμπανιελ Τζούνιορ, του πιο μικρού (σε ηλικία) μεγάλου (σε απατεωνιά) απατεώνα της Αμερικής. Στόχος του, όπως λέει ο ίδιος, η νοσταλγική αναβίωση της εποχής της αμερικανικής αθωότητας.

Πολλοί θα πουν ότι τέτοια εποχή δεν υπήρξε ποτέ, όμως ο Σπίλμπεργκ δεν μιλάει για πολιτική, αλλά για τις μέρες που στην κοινωνία η καχυποψία ήταν ελάττωμα, οι μέσοι Αμερικανοί έβλεπαν στην τηλεόραση «Πέρι Μέισον» και στο σινεμά τις ταινίες του Ροζ Πάνθηρα, με κλέφτες και αστυνόμους εξίσου συμπαθείς, χωρίς να σκέφτονται ακόμη τις κλειδαριές ασφαλείας και τους συναγερμούς.

Ο τίτλος της νέας ταινίας του, την οποία θα δούμε από την Παρασκευή, «Πιάσε με αν μπορείς», μοιάζει με φράση παιδικού παιχνιδιού, διότι καταπώς μας λέει, αυτό έκανε ο ήρωάς του, Φρανκ -Λεονάρντο ντι Κάπριο- στη δεκαετία του '60: έπαιζε από τα δεκάξι του τον πλαστογράφο σε έναν κόσμο μεγάλων, σε έναν κόσμο που είχε FBI και ειδικά τον πράκτορα Καρλ Χένραϊτι - Τομ Χανκς.

Κάθε φορά που η αστυνομία ονειρευόταν τη βέβαιη σύλληψή του, ο νεαρός κύριος Αμπανιελ βρισκόταν ένα βήμα μπροστά. Και μόλις γλίτωνε... φορούσε το ειλικρινές αφοπλιστικό του χαμόγελο, εξίσου αθώο με την ηλικία του, και γινόταν παιδίατρος του «Τζόρτζια Χόσπιταλ», πιλότος της «ΡΑΝ-ΑΜ», βοηθός εισαγγελέα και καθηγητής ιστορίας, πλαστογραφούσε έγγραφα, ταυτότητες και έβγαζε εκατομμύρια δολάρια, διότι, όπως λέει ο πρωταγωνιστής Ντι Κάπριο, ζούσε σε μια εποχή που κέρδιζε εύκολα κάποιος τη ζωή του χάρη σε ένα χαμόγελο ή μια χειραψία. Πενηντατεσσάρων ετών σήμερα, ο Αμπανιελ θυμάται στο βιβλίο που συνέγραψε ότι έλεγε στον εαυτό του: «Πω, πω, θα 'ναι φοβερό να πετάς ένα αεροπλάνο». Και απλώς το 'κανε.

Τι λέει ο κύριος Σπίλμπεργκ; «Θυμάμαι που, έφηβος ακόμα, φορούσα κοστούμι και γραβάτα και έμπαινα στα μεγάλα στούντιο και τα γραφεία παραγωγής της Γιουνιβέρσαλ υποδυόμενος το στέλεχος, για να δω πώς γίνονται οι ταινίες. Επαιζα κι εγώ προσπαθώντας να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα».

Βεβαίως, ο μεγάλος σκηνοθέτης δεν καταχράσθηκε δύο εκατομμύρια δολάρια, ούτε μπήκε ποτέ στη λίστα των δέκα πιο επικίνδυνων Αμερικανών όπως ο πρωταγωνιστής του και η ταινία σε καμία περίπτωση δεν δίνει μαθήματα ανηθικότητας. Ο νεαρός, έχει κώδικα τιμής και ευαισθησίες, που επιτρέπουν και τη δημιουργία της ιδιότυπης σχέσης του με τον κυνηγό του, Τομ Χανκς.

Η ταινία δίχασε στην Αμερική κοινό και κριτική όχι ως προς το πόσο καλή είναι. Ολοι συμφώνησαν πως ο Τζο Ουίλιαμς έγραψε μια θαυμάσια μουσική, με το σαξόφωνο να αναλύει την ψυχή των πρωταγωνιστών σε νότες, και ότι ο Κρίστοφερ Ουόκεν κέρδισε τους πρωταγωνιστές ερμηνεύοντας υπέροχα τον Φρανκ Αμπανιελ τον μεγαλύτερο. Και οι δύο προτάθηκαν για Οσκαρ.

Οσο για τον κύριο Αμπανιελ, αφού έκλεισε τις εκκρεμότητές του με το νόμο, έγινε σύμβουλος επενδύσεων και επί ολόκληρα 25 χρόνια σύμβουλος στην υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του FBI!




7 - 23/02/2003

Η πέτρα του σκανδάλου





της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Ο ιταλός σκηνοθέτης Γκαμπριέλε Μουτσίνο κριτικάρει την ιταλική μεσαία τάξη! Θα μας ενδιέφερε; Πιθανότατα όχι πολύ, αν στην ταινία του «Ricordati di me», που θα προβληθεί και στη χώρα μας, δεν υπήρχε η ωρολογιακή βόμβα Μόνικα Μπελούτσι.





Τι κι αν αναπτύξουμε όλες τις σύγχρονες θεωρίες για την αλλοτρίωση του πολίτη των βιομηχανικών κοινωνιών, τι κι αν πούμε όλες τις απόψεις για τη συνοχή της σύγχρονης οικογένειας... Ολες οι ωραίες εικόνες και τα βαθυστόχαστα ή ανάλαφρα της ταινίας σταματούν μπροστά στη Μόνικα, τουλάχιστον όση ώρα κατακλύζει η μορφή της την οθόνη. Η Μπελούτσι ούτε πρωταγωνιστεί, ούτε λέει και πολλά. Απλώς υπάρχει! Στις φαντασιώσεις και στο παρελθόν του πρωταγωνιστή, Φαμπρίτσιο Μπεντιβόλιο, και στους εφιάλτες της γυναίκας του, Λάουρα Μοράντε.

Τι μας λέει ο σκηνοθέτης για τη Μόνικα; Αν ο εφηβικός σου έρωτας είναι αυτό το θείο πλάσμα, άντε να το ξεχάσεις.

Το θέμα της ταινίας «Ricordati di me» (στα ελληνικά ο τίτλος είναι «Απιστίες») είναι η διάλυση μιας σύγχρονης οικογένειας ιταλών αστών, με αφορμή την επιθυμία της κόρης, που ζει την εφηβεία της, να κάνει καριέρα στη σόουμπιζ. Ο πατέρας θυμάται ότι στη νεότητά του υπήρξε φέρελπις συγγραφέας και όχι στέλεχος επιχείρησης, η μητέρα ότι παράτησε τα όνειρά της να γίνει ηθοποιός και συμβιβάστηκε με το επάγγελμα της δασκάλας και ο γιος ότι αδυνατεί να βρει φιλενάδα. Η εικόνα της αγίας οικογένειας που συναντάμε στην αρχή καταρρέει γρήγορα, όλοι χάνουν τον έλεγχο και ερωτήματα ζωής πέφτουν στο τραπέζι.

Η Μόνικα Μπελούτσι είναι απλώς η πέτρα του σκανδάλου. Ο ρομαντικός σύζυγος και πατέρας ξαναβρίσκει στο πρόσωπό της τη νεότητα και το πάθος της συγγραφής. Ο ρόλος της πολύ μικρός αλλά, όπως λέει ο σκηνοθέτης, καταλυτικός. Ο Μουτσίνο ρωτήθηκε πολλές φορές πώς η διάσημη ηθοποιός δέχτηκε έναν ρόλο που την περνούσε σε δεύτερο πλάνο. «Ηταν πολύ εύκολο. Βρεθήκαμε πριν από χρόνια σε ένα φεστιβάλ και μου είπε πως ήθελε να παίξει σε ταινία μου. Στο "Ricordati di me" είχα τον κατάλληλο ρόλο γι' αυτήν».

Ατυχώς για τους άρρενες θεατές, στις περισσότερες σκηνές της ταινίας, η ωραία Μόνικα είναι πολύ ντυμένη! Αυτή που τα πετάει σχεδόν όλα είναι η 17χρονη Βαλεντίνα (Νικολέτα Ρομανόφ), η κινηματογραφική κόρη του ζεύγους, η οποία, προκειμένου να τα καταφέρει επαγγελματικά, τα κάνει όλα! Κι η μητέρα της; Α, είναι πολύ απασχολημένη! Αποφασίζει ότι έχει και αυτή δικαίωμα στο όνειρο, οπότε και συμμετέχει σε μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση και ερωτεύεται τον ωραίο σκηνοθέτη. Στον μικρόκοσμό τους όλοι είναι μια χαρά. Ερχεται όμως η στιγμή που οι πορείες διασταυρώνονται: απογοητεύσεις, μικρά και μεγάλα δράματα, όλοι μαζί και καθένας μόνος!

Ενα σχεδόν μοιραίο ατύχημα θέτει τον πρωταγωνιστή ενώπιον του μεγάλου ζητουμένου: Ποια ζωή του ταιριάζει; Η αγάπη φέρνει την αληθινή ευτυχία; Και πόσο θα διαρκέσει; Μπορεί να κάνει μια καινούρια αρχή στη ζωή του; Για κάποιους, λέει ο Μουτσίνο, είναι ήδη αργά, για κάποιους όχι.

Οι απαντήσεις που έδωσε ανταμείφθηκαν με πολλές χιλιάδες εισιτήρια στο ιταλικό μποξ όφις και με διανομή της ταινίας στην Αμερική. Ο ίδιος σκίζει τα ρούχα του για να υποστηρίξει ότι η Μόνικα Μπελούτσι συνέβαλε σε αυτό, όσο οποιαδήποτε καλή και ωραία ηθοποιός θα ερμήνευε έναν τέτοιο ρόλο! Μάλλον δεν ρώτησε το φιλοθέαμον, αντρικό, κοινό.




7 - 01/08/2004

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Φεντερίκο Φελίνι"Η ζωή δεν κάνει ποτέ λάθος"


της Ελεωνόρας Ορφανίδου


«Για τις ρετροσπεκτίβες και τις τιμές, έχω μια αίσθηση υπευθυνότητας και ευγνωμοσύνης, που ελπίζω ότι θα με βοηθήσουν να ανταποδώσω με την παρουσία μου στην τελετή. Αλλά είναι η ίδια η τελετή, το βραβείο, η γιορταστική ατμόσφαιρα που σε βάζει στο κέντρο της προσοχής, σαν κάποιον που αποτελεί παράδειγμα, που με κάνει να περνώ στο άλλο άκρο... Φοβάμαι να με θεωρούν μνημείο. Ενα μνημείο είναι βαρύ, δεν κινείται και στο κεφάλι του κάθονται περιστέρια». Φ. Φ.



Ο Φελίνι με τον Μαστρογιάνι.

Ο Φεντερίκο Φελίνι δεν θα ανταποδώσει φυσικά με την παρουσία του την τιμή που του κάνουν φέτος οι Κάνες -από τις 31 Οκτωβρίου του 1993 κατοικεί στη χώρα των αγγέλων. Ωστόσο, θα είναι εκεί για παλιούς και νέους κινηματογραφόφιλους, με τα αφιερώματα και τις ταινίες του, όχι ως μνημείο, όπως φοβόταν, αλλά ως ζωντανό, ολοζώντανο σινεμά, κοιτώντας με το βλέμμα της Τζουλιέτα Μασίνα στην τελευταία σκηνή τού «Νύχτες της Καμπίρια» απευθείας τον θεατή, παραβιάζοντας άλλη μια φορά τον κινηματογραφικό κανόνα που απαγορεύει το κοίταγμα της κάμερας. Πολλά θα ειπωθούν από ανώνυμους και επώνυμους για το σινεμά και την προσωπικότητά του, πολλά ειπώθηκαν χρόνια πριν από τον ίδιο και από άλλους για τη μαγική ματιά του, χάρη στην οποία το όνομά του -πρώτη φορά στον κινηματογράφο- προτάχθηκε των τίτλων των έργων του. Fellini Roma, Fellini Satyrikon. Ας δούμε πρώτα τι είχε πει ο ίδιος:

Για τις αυτοβιογραφικές του ταινίες «Δεν είναι η δική μου μνήμη που κυριαρχεί στις ταινίες μου. Εχω επινοήσει σχεδόν τα πάντα: παιδική ηλικία, προσωπικότητα, όνειρα, αναμνήσεις, για την απόλαυση του να μπορώ να τις αφηγηθώ. Με την έννοια της πραγματικής βιογραφίας, στις ταινίες μου δεν υπάρχει τίποτα».

Οι γυναίκες

«Μια γυναίκα είναι ένας καθρέφτης, ένας δέκτης των προβολών μας, μια μορφή που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας, η αίσθηση μιας σχέσης, ο Αλλος. Η Μούσα είναι γυναίκα. Στις ταινίες μου η γυναίκα εμφανίζεται σαν γίγαντας απέναντι στη δειλία και στην αλαζονεία του άνδρα με τη γελοία και μόνιμα παιδιάστικη συμπεριφορά».

Για τα βραβεία Οσκαρ

«Το Οσκαρ είναι η ανώτατη διάκριση στη μυθολογία του κινηματογράφου».

Για το σινεμά

«Μπορώ και μ' αρέσει να παίζω μ' αυτό το παιχνίδι που λέγεται κινηματογράφος. Θα μου άρεσε να κάνω σινεμά το 1920, να είμαι είκοσι ετών την εποχή των πιονέρων, όταν όλα έπρεπε να ανακαλυφθούν. Οταν άρχισα εγώ, το σινεμά ήταν ήδη ένα γεγονός αρχαιολογικό, είχε ήδη την ιστορία του, τις σχολές του. Αντίθετα, στις αρχές, ήταν ένα πανηγύρι, ένα θέαμα της πλατείας και το νιώθω πάντα κάπως έτσι: μια εκδρομή στην εξοχή με φίλους, διασκέδαση στο τσίρκο, ένα ταξίδι για την εξερεύνηση και την κατάκτηση ενός στόχου. Ο κινηματογράφος διηγείται τους κόσμους του, τις ιστορίες του, τους ήρωές του με εικόνες. Η έκφρασή του είναι εικαστική όπως εκείνη των ονείρων. Δεν σε γοητεύει, δεν σε τρομοκρατεί, δεν σε συνεπαίρνει, δεν σε αγχώνει, δεν σε τρέφει το όνειρο με εικόνες;».

Το σενάριο

«Είναι η στιγμή που η ταινία πλησιάζει και ταυτόχρονα απομακρύνεται. Το σενάριο παίζει το ρόλο του ντετέκτιβ γι' αυτό που η ταινία θα είναι ή θα μπορούσε να είναι. Είναι μια απόπειρα να ανακαλύψεις με ποιον τρόπο μπορεί να υλοποιηθεί».

Η ταινία

«Αρχικά μια ταινία είναι μια υποψία, μια υπόθεση αφήγησης, σκιές ιδεών, ακαθόριστα συναισθήματα. Και όμως σ' εκείνο το πρώτο ανεπαίσθητο άγγιγμα, η ταινία μοιάζει να είναι ήδη ο εαυτός της, ολοκληρωμένη, ζωτική, τελείως αγνή. Ο πειρασμός να την αφήσεις έτσι, σ' αυτή την άσπιλη διάσταση, είναι πολύ μεγάλος: όλα θα ήταν πιο απλά, ίσως και πιο σωστά. Φοβάμαι το σενάριο. Μισητά απαραίτητο. Εχω ανάγκη από ένα σενάριο ελαστικό, κάπως αόριστο και ταυτόχρονα ακριβές, εκεί όπου οι ιδέες είναι οριστικά ξεκάθαρες».

Το βουβό φιλμ

«Εχει μια δικιά του μυστηριώδη ομορφιά, μια ισχυρή γοητεία ανάκλησης, που το καθιστά πιο αληθινό από το ομιλών, γιατί είναι πιο κοντά στις εικόνες του ονείρου, οι οποίες είναι πάντα πιο ζωντανές και πραγματικές απ' ό,τι βλέπουμε και αγγίζουμε».

Για τη σχέση του με τις ταινίες

«Με τον κινηματογράφο έχω μια σχέση ψυχολογικής παρανομίας, μια σχέση αμοιβαίας δυσπιστίας και ανυποληψίας. Κάνω μια ταινία σαν να τρέπομαι σε φυγή, σαν να πρόκειται για μια αρρώστια που πρέπει να περάσω. Ξεγελιέμαι νομίζοντας ότι η υγεία μου θα αποκατασταθεί μόλις απομακρυνθώ από την ταινία. Σώος και ασφαλής μετά ξαναψάχνω την αρρώστια με μια διαφορετική, καινούρια ταινία που θα γεννήσει μέσα μου την ανάγκη μιας νέας ανάρρωσης».

Για την τηλεόραση

«Με την τηλεόραση δεν τα βάζεις , γιατί είναι σαν να προσπαθείς να αγνοήσεις το νόμο της βαρύτητας».

Φάτσες

«Ο καθένας έχει τη φάτσα που του αξίζει, δεν μπορεί να έχει άλλη και όλες οι φάτσες είναι σωστές γιατί η ζωή ποτέ δεν κάνει λάθος».

Για τον κόσμο

«Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τεράστιο τσίρκο. Νιώθω πραγματικά ανίκανος να τα βγάλω πέρα μ' αυτό που λένε μια φυσιολογική ζωή».

Κινηματογραφικά χαμόγελα

«Μπορεί να έχω γράψει στο σενάριο ότι ένα χαμόγελο πρέπει να είναι σκληρό: κόβοντας από δω και από κει, ανακαλύπτω ότι εκείνο το χαμόγελο από σκληρό πρέπει να γίνει μαλακό. Το γεγονός είναι ότι ψάχνοντας πρόσωπα, σώματα, χειρονομίες ανάμεσα σε άτομα άγνωστα, η ταινία αρχίζει να υπάρχει, όπως δεν υπήρχε ποτέ έως εκείνη τη στιγμή».

Οι ηθοποιοί

«Δεν επέλεξα ποτέ έναν ηθοποιό με βάση την επαγγελματική του ικανότητα και πείρα. Αναζητώ πάντα εκφραστικές φάτσες, χαρακτηριστικές, που να λένε τα πάντα για τον εαυτό τους μόλις εμφανίζονται στην οθόνη».

Οι κομπάρσοι

«Οι κομπάρσοι είναι πολύτιμοι συνεργάτες στις ταινίες μου και με ακολουθούν πάντα. Είναι το κατ' εξοχήν ανθρώπινο υλικό μου. Πειθήνιο, σεμνό, θαυμαστά διαθέσιμο για οποιαδήποτε παραλλαγή της φαντασίας. Εδώ χρώμα, εκεί σιλουέτα, πιο εκεί πρίγκιπας, παραπέρα ζητιάνος, μετά πρωθυπουργός και ύστερα κουρελής».

Ο Νίνο Ρότα και η μουσική

«Με τον Νίνο μπορώ να περάσω μέρες ολόκληρες ακούγοντάς τον στο πιάνο να προσπαθεί να συλλάβει ένα μοτίβο. Ομως έξω από τη δουλειά μου προτιμώ να μην ακούω μουσική, με δεσμεύει, με ταράζει, νιώθω πως κατέχομαι απ' αυτήν και τότε αμύνομαι με την άρνηση, το σκάω όπως ένας κλέφτης».

Για τον Μπέργκμαν και τον Ντράγερ

«Θαυμάζω τον Μπέργκμαν και τον Ντράγερ, καλλιτέχνες που κατάφεραν να με κάνουν να πιστέψω, να γεννήσουν μέσα μου συναισθήματα. Ομως δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να αισθάνεται κανείς προστατευμένος από τόσο αυστηρές ιδέες, χωρίς να υπόκειται σε μια πίεση που να απειλεί την ίδια τη ζωτικότητα και τη δημιουργικότητά του».




7 - 18/05/2003

Έρως ανίκατε...





της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Η ανάγκη να αγαπηθεί την ταξίδεψε πριν από χρόνια στην άλλη άκρη της Αμερικής («Αγρυπνος στο Σιάτλ»). Φέτος, μένει στο σπίτι, αλλά δέχεται επισκέψεις από την άλλη άκρη του χρόνου. Η Μεγκ Ράιαν ως χολιγουντιανή Κέιτ ερωτεύεται το δούκα Λίοπολντ, κι ας τους χωρίζει... ενάμισης αιώνας.




Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια. Μέχρι τώρα, ασχολούνταν με τους ψεύτικους παραδείσους της Αμερικής («Copland» και «Το Κορίτσι που άφησα πίσω») και όχι με ροζ παραμύθια για πριγκιπόπουλα με καλούς τρόπους που κερδίζουν την κοπέλα ακόμη κι αν είναι μια επιτυχημένη επαγγελματίας του μάρκετινγκ.

Ομως, ο Μάνγκολντ παραδέχεται ότι ήθελε να κάνει: «Μια ιστορία αγάπης στο στιλ των αμερικάνικων ταινιών της δεκαετίας του '40 και του '50 με σπιρτόζικους διαλόγους και φινετσάτη συμπεριφορά».

Μόνο που εδώ όλα είναι πολύ ροζ, πολύ συντηρητικά. Περισσότερο ταιριάζουν στο επίπλαστο της Ημέρας των Ερωτευμένων- η ιδανική μέρα για να δει κανείς την ταινία- παρά στη ζωή ή και στην τέχνη...

Εχει, βεβαίως, και η άλλη πλευρά το επιχείρημά της: δικαίωμα στο όνειρο ζητάει και έχει και τα δίκια της, αλλά παρακολουθώντας το «Kate and Liopold» καλό είναι να μείνουμε στην πρώτη του ανάγνωση: Εκεί όπου ένας ευγενής του 19ου αιώνα, ο Λίοπολντ (Χιου Τζάκμαν) ταξιδεύει στο σήμερα, γνωρίζει και ερωτεύεται την Κέιτ, με κωμικοτραγικές συνέπειες διότι αλλιώς μετρούσαν το χρόνο το 1876 και αλλιώς το 2002, αλλιώς έτρωγαν, αλλιώς έπιναν, αλλιώς ερωτεύονταν.

Στη δεύτερη ανάγνωση, η Κέιτ δικαιώνει το όνομά της. Αποδεικνύεται δηλαδή μια Κατινάρα της σειράς που η επαγγελματική της καταξίωση καμία σημασία δεν έχει μπροστά στο πριγκιπόπουλο.

Οι κριτικοί των μεγάλων αμερικανικών εντύπων τη μέμφονται γιατί τα παρατάει όλα για τον άντρα των ονείρων της, ο οποίος φυσικά δεν είναι και ο γαλατάς της γειτονιάς!

Το ότι το Χόλιγουντ είναι βαθιά συντηρητικό δεν είναι δα και κανένα μεγάλο νέο. Δικαιώνει, ασφαλώς, την ύπαρξή του με τις λαμπρές του εξαιρέσεις, αλλά το «Kate and Liopold» δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Εδώ έχουμε μια ιστορία της Μπι Μπι Μπο και του Τζον Τζον για μεγάλους, καλογυρισμένη και θεσπέσια ενδεδυμένη μουσικά, με το τραγούδι του Στινγκ που γράφτηκε για την ταινία να έχει κερδίσει ήδη Χρυσή Σφαίρα. Το ζεύγος έχει καλή χημεία, η Μεγκ Ράιαν όλες τις προοπτικές να κερδίσει το χαμένο θρόνο της και τα ερωτευμένα ζευγάρια να μπουν στο σινεμά και να βγουν ακόμα πιο ερωτευμένα.




7 - 10/02/2002

Είναι τρελλοί αυτοί οι κριτικοί





της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Μπορεί η επιστήμη να απεφάνθη πέρυσι ότι η Κλεοπάτρα δεν ήταν και η ωραιοτέρα των βασιλισσών -είχε χαλασμένα αραιά δόντια και πλακουτσωτή μύτη- οι φοβεροί Γαλάτες των Γκοσινί και Ουντερζό όμως παραμένουν από το 1965 θαυμαστές της!



Και πώς όχι, όταν ανταμώνουν στην Αλεξάνδρεια τη Μόνικα Μπελούτσι, τη βασίλισσα της νέας ταινίας «Αστερίξ και Οβελίξ: Επιχείρηση Κλεοπάτρα», της πιο ακριβής του ευρωπαϊκού σινεμά (προϋπολογισμός 53 εκατ. ευρώ), που θα δούμε την Παρασκευή μαζί με τους Γάλλους;

Οι γνωστοί από το «Αστερίξ και Οβελίξ εναντίον του Καίσαρα» του 1999, Ζεράρ Ντεπαρντιέ και Κριστιάν Κλαβιέ επιστρέφουν για να αντιμετωπίσουν τον Καίσαρα-σκηνοθέτη τους, Αλέν Σαμπά.

Η ταινία μένει πιστή στο πνεύμα του κόμικ, την περιπέτεια νούμερο 5 της γνωστής σειράς και αναφέρεται στο στοίχημα της Κλεοπάτρας με τον Καίσαρα ότι μπορεί εντός λίγων μηνών να του φτιάξει ένα παλάτι αντίστοιχο με αυτά της Ρώμης. Επιμελώς ο Σαμπά φροντίζει να θυμίζει η «θεία» Μόνικα την άλλη «θεία», την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ειδικά στη σκηνή του μπάνιου.

Μεταξύ των λαβυρίνθων των πυραμίδων και του εργατικού δυναμικού που... αυτομαστιγώνεται για να εργαστεί, οι κριτικοί στη Γαλλία εκφράσθηκαν με τον τρόπο των Γαλατών, κοινώς και ύμνησαν και έθαψαν την ταινία, η οποία πάντως είναι πολύ καλύτερη από την προηγούμενη.

Αν και εμάς τους Ελληνες θα μας βόλευε περισσότερο να γίνει ταινία μια άλλη γαλατική περιπέτεια, «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς αγώνες». Και όμορφο κορίτσι είχαμε να προσθέσουμε στο σενάριο -κοτζάμ Γιάννα Αγγελοπούλου- και πολλά αστεία γύρω από την προετοιμασία και τη διοργάνωση και πολλές ταβέρνες που άρεσαν πάντοτε στους Γαλάτες σύμφωνα με την περιπέτεια νούμερο 25.

Προς το παρόν, ικανοποιούμαστε με το βιντεοπαιχνίδι της Infogrames «Αστερίξ και Οβελίξ» που αποτελεί μια σύνθεση των καλύτερων περιπετειών των διάσημων Γαλατών και έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ηχητικά, το ταξίδι των δύο Γαλατών στην Ελλάδα συνοδεύεται από κάτι σε συρτάκι και χασαποσέρβικο. Ο δρόμος για την Αθήνα είναι γεμάτος από αττικά μελίσσια που τους τσιμπούν και στρατιώτες που τους χτυπούν με τις ασπίδες και τα ακόντια. Κάτω από την Ακρόπολη, Αθηναίες τους πετούν στο κεφάλι στάμνες και αγαλμάτινοι δρομείς τους προσπερνούν υπενθυμίζοντας στον Οβελίξ ότι είναι λιγάκι... εύσωμος.

Με κόπους και βάσανα φτάνουν στην Ολυμπία όπου και για μοναδική φορά αναφωνούν «Είμαστε Ρωμαίοι» - ας όψεται η σκληρή ζωή και οι κανονισμοί που επιτρέπουν μόνο σε Ελληνες και Ρωμαίους να λαμβάνουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Οι κόποι και τα βάσανα τελειώνουν εδώ στο βίντεο γκέιμ. Οι Γαλάτες μας συμμετέχουν σε τέσσερα αγωνίσματα με ανοιχτό το αποτέλεσμα, όχι όπως στο κόμικ όπου ο Αστερίξ παίρνει χρυσό μετάλλιο καταφέρνοντας να ακυρώσει όλους τους υπόλοιπους δρομείς.

Κατά τον Γκοσινί, εξάλλου, έρχεται στην Ελλάδα σύσσωμο το γαλατικό χωριό -συν τα αγριογούρουνα, πλην οι γυναίκες- για να κάνει κερκίδα. Ξεχνιέται, δε, μέσα στα αθηναϊκά ταβερνεία τρώγοντας σουβλάκι, χορεύει χασάπικο και σχολιάζει βλέποντας την Ακρόπολη: «Αν, βεβαίως, σου αρέσουν οι κολόνες, δεν είναι κι άσχημο».

Οι Ουντερζό και Γκοσινί δεν χαρίζονται στους Γαλάτες τους. Υπενθυμίζουν στο γαλλικό έθνος ότι κάποτε ήταν βάρβαροι. Και το κάνουν και στους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και στην Κλεοπάτρα, βάζοντας τον Οβελίξ να δίνει μετά το ταξίδι στην Αίγυπτο στα μενίρ του το σχήμα της πυραμίδας. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι...




7 - 27/01/2002



Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Οι πίθηκοι της νέας εποχής...




Της ΕΛΕΩΝ. ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Πόσο μακριά είναι η Γκόθαμ Σίτι από την Ape City; Ο σκηνοθέτης Τιμ Μπάρτον διέτρεξε την απόσταση ευελπιστώντας ότι ο αστροναύτης Λίο Ντάβιντσον του νέου «Πλανήτη των πιθήκων» θα αποδειχθεί αντάξιος ήρωας του «Μπάτμαν» και συνεχιστής του «καλτ» μύθου που έχτισαν οι πρωταγωνιστές των προηγούμενων ταινιών για τον πλανήτη των εξελιγμένων πιθήκων.
Τίποτα βεβαίως δεν μπορεί να υποκαταστήσει το υπέροχο σλόγκαν της πρώτης ταινίας, «Κάπου στο σύμπαν πρέπει να υπάρχει κάτι καλύτερο από τον άνθρωπο» - πολύ λιγότερο ο υπότιτλος της νέας ταινίας, «Κυριάρχησε στο σύμπαν», που θα δούμε σύντομα και στην Αθήνα. Αλλά αυτά ακόμη κι όταν μας συγκινούν είναι απλώς... μάρκετινγκ.

Το άγνωστο

Η ιστορία μετράει, κι εδώ έχουμε ένα διττό θέμα που συγκινούσε και συγκινεί τους ανθρώπους: την επαφή με το ανώτερο και άγνωστο, που είναι ταυτόχρονα κατώτερο και γνωστό, ανάλογα με τη ματιά που το κοιτάζεις, την καινούρια ή την παλιά.Ο αστροναύτης Λίο Ντάβιντσον (Μαρκ Γουόλμπεργκ) είναι ναυαγός σε έναν άγνωστο πλανήτη, στον οποίο κυριαρχούν οι πίθηκοι. Το ίδιο είχε πάθει και ο Τσάρλτον Ιστον το '68, αλλά τώρα ο πλανήτης είναι τελείως διαφορετικός, καθώς ο Τιμ Μπάρτον, εξπέρ στη δημιουργία φανταστικών κόσμων, έφτιαξε το δικό του πλανήτη. Ομως ο Τσάρλτον Ιστον είναι πάντα εκεί. Δεν έχει σημασία που είναι πια ένας γέρο πίθηκος και όχι αστροναύτης. Οι θαυμαστές της Ape City θα νιώσουν οικεία την παρουσία του μέσα στα γοτθικά μπλε και μαύρα του νέου κόσμου, που στήθηκε ολόκληρος μέσα στην έρημο της Αριζόνας. Κοστούμια, μακιγιάζ και φυσικά τα σκηνικά κάνουν την ταινία να ξεχωρίζει από το... παρελθόν της και δικαιολογούν απολύτως την εμμονή του Μπάρτον να αρνείται τον χαρακτηρισμό «ριμέικ», κι ας στηρίζεται το φιλμ στο χιλιοδιασκευασμένο βιβλίο του Πιέρ Μπουλέ.Του οποίου οι πίθηκοι, στη συγκεκριμένοι ταινία κάνουν απεγνωσμένες και επιτυχείς προσπάθειες να μοιάζουν με πιθήκους. Οι ηθοποιοί του Μπάρτον πέρασαν ατελείωτα απογεύματα μαθαίνοντας να πιθηκίζουν, υπό την καθοδήγηση επιστημόνων που έχουν εντρυφήσει στη συμπεριφορά γοριλών, ουραγκοτάγκων και χιμπατζήδων.Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο Ρικ Μπέικερ , ειδικός στα πιθηκοειδή από την εποχή του Κινγκ Κονγκ το 1976 και του «Γορίλες στην ομίχλη» το 1988. Σε συνέντευξή του έχει δηλώσει ότι με τον «Πλανήτη των Πιθήκων» τελείωσε με τους γορίλες για πάντα. Σίγουρα, θα έχει τους λόγους του. Πιθανόν ένας από αυτούς να είναι το ότι μεταμόρφωνε κάθε μέρα τουλάχιστον 125 ηθοποιούς σε ζώα, αν και παραδέχεται ότι σωστά του έχουν προσάψει το χαρακτηρισμό «ο άνθρωπος των πιθήκων». Ο Μπέικερ χρησιμοποίησε πολλούς συνεργάτες του Τζον Σάμπερς, του δημιουργού των πιθήκων του '68, προσπαθώντας να θυμάται συνεχώς ότι οι δικοί του πίθηκοι είναι αυτοί που θα ταξιδέψουν το μύθο στη νέα χιλιετία, η οποία κουβαλάει ήδη μέσα της την απόλυτη ψηφιακή εικόνα του «Final Fantasy». Ωστόσο, οι άνθρωποι του «Πλανήτη των Πιθήκων» είπαν «όχι» στις νέες τεχνολογίες, εκτιμώντας ότι κανένας ψηφιακός πίθηκος δεν πείθει για το αληθές - έστω και κινηματογραφικά- της ύπαρξής του. Αντιθέτως, οι ηθοποιοί πίθηκοι του «Planet of the Apes» μοιάζουν τόσο αληθινοί που, όπως περιγράφει ο δημιουργός τους, μπερδεύονταν στα τεστ που έκανε με τους αληθινούς χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά.Βεβαίως, οι πίθηκοι του Μπέικερ μιλούν περισσότερο και καλύτερα από τους παλιούς του Σάμπερς και κάνουν πολύ περισσότερα πράγματα , αλλά και οι άνθρωποι του '68 δεν είναι ίδιοι ως προς τη γνώση και τις ικανότητες με τους σημερινούς. Κάθε πίθηκος στην εποχή του !!Στην Ape City κατοικούν τρία είδη πιθήκων, γορίλες, ουραγκοτάγκοι και χιμπατζήδες. Καθένας έχει διαφορετικό σωματότυπο, διαφορετικό μακιγιάζ, διαφορετικές μάσκες. Για τους γορίλες δεν χρησιμοποιήθηκαν ηθοποιοί αλλά μπόντι μπίλντερ, πολλοί εκ των οποίων παραιτούνταν στη μέση των γυρισμάτων, καθώς δεν άντεχαν το εξάωρο μακιγιάζ, την περούκα και τη γούνινη στολή εν μέσω της ερήμου. Γι' αυτό και οι τρεις μεγάλες σκηνές μάχης του σεναρίου περιορίστηκαν σε μία. Αριθμός συμμετοχής πιθήκων; Πεντακόσιοι. Ολοι με τη σιλικόνη τους ή με έναν latex αφρό που δημιουργούσε τα απαραίτητα προσθετικά του προσώπου και φυσικά με τα τεχνητά τους δόντια.Ο βραβευμένος με έξι Οσκαρ δημιουργός δοκίμασε εκ των έσω τα αποτελέσματα της δουλειάς του υποδυόμενος έναν γερο-πίθηκο. «Κάθε ένας εκ των πιθήκων του έχει το δικό του χαρακτήρα. Είναι τελείως αληθινό», υποστηρίζει η Κριστίν Καντέλα, η οποία βρίσκεται πίσω από τα «πιθηκορούχα».Πίθηκοι με ψυχήΟσον αφορά τους κριτικούς, και αυτοί που λάτρεψαν την ταινία και αυτοί που την απέρριψαν, εκστασιάστηκαν από την Ape City και τους κατοίκους της, τους πιθήκους «με ψυχή», ακόμη και με τον «αρχιπίθηκο» Τιμ Ροθ που περιόρισε την γκάμα των συναισθημάτων του σε μια θυμωμένη μουτσούνα.Ο σκηνοθέτης της ταινίας ήθελε να πλάσει χαρακτήρες και πιστεύει ότι χάρη στους ηθοποιούς του και στην ομάδα που φρόντισε τα κοστούμια και το μακιγιάζ τα κατάφερε. Η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ έχει τα καλά χαρακτηριστικά των χιμπατζήδων, αλλά η πλειονότητα των πιθήκων έπρεπε να προκαλεί φόβο στους homo sapiens ανθρώπους της ταινίας. Γι' αυτό και οι πίθηκοί του ήθελε να είναι για τους ανθρώπους του αυτό που βλέπουν οι πραγματικοί πίθηκοι στους πραγματικούς ανθρώπους: Terra incognita, άγνωστη χώρα γεμάτη φόβο και δυσπιστία.Αν στα διαλείμματα των γυρισμάτων οι γορίλες έπιναν φραπέ, οι χιμπατζήδες έτρωγαν σαλάτα του σεφ και οι ουραγκοτάγκοι μιλούσαν στα κινητά τους φορώντας γυαλιά ηλίου, ο θεατής δεν θα το δει, διότι την ώρα που ο Μπάρτον έλεγε «γύρισμα πάμε» ο αρχιγορίλας Τιμ Ροθ έδινε το δικό του σύνθημα για τη μεγάλη μάχη κραδαίνοντας ψηλά το ξίφος και ξεκινώντας για την αρχή του τέλους της ιστορίας του καινούριου «Πλανήτη των Πιθήκων». Πώς το λέει ο υπότιτλος; «Κυριάρχησε στο σύμπαν»!
ART & ΘΕΑΜΑΤΑ - 07/10/2001

Πάντα ένα βήμα μπροστά




Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Πριν περάσουν στην ιστορία πάτησαν πάνω στα κόκκινα χαλιά που στρώνει κάθε Μάιο η γαλλική λουτρόπολη των Κανών.

«Τρίτος άνθρωπος», «Ντόλτσε Βίτα», «Βιριδιάνα», «Γατόπαρδος», «Ενας άντρας, μια γυναίκα», «Μπλόου απ», «Θάνατος στη Βενετία», «Ο ταξιτζής», «Αποκάλυψη τώρα», «Καγκεμούσα», «Παρίσι-Τέξας», «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες», «Ατίθαση καρδιά», «Μαθήματα πιάνου», «Pulp Fiction», «Underground», «Μια αιωνιότητα και μια μέρα».Ατελείωτος είναι, από το 1946, ο κατάλογος των ταινιών που έφυγαν από τις Κάνες με το Χρυσό Φοίνικα, μένοντας για πάντα στην καρδιά των σινεφίλ. Οποιες ενστάσεις κι αν έχει κανείς κι υπάρχουν αρκετές, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι το Φεστιβάλ των Κανών είναι το ετήσιο βαρόμετρο της ποιοτικής κινηματογραφικής παραγωγής. Μια «κακή» χρονιά στις Κάνες αντανακλά την παγκόσμια κινηματογραφική ύφεση. Οχι, δεν είναι τα Οσκαρ που δίνουν τον τόνο, όσο κι αν προσπαθεί η αμερικάνικη βιομηχανία να αποκτήσει και αυτό το προνόμιο.Οι κατεξοχήν συντηρητιές επιλογές των εκλεκτόρων της αμερικανικής βιομηχανίας, το γεγονός ότι στα Οσκαρ διαγωνίζονται μόνο αγγλόφωνες ταινίες, και η επιρροή των στούντιο δεν επιτρέπουν «στενές σχέσεις» με το άλλο σινεμά, τις κινηματογραφίες του κόσμου αλλά και την άλλη Αμερική, των ανεξάρτητων ή των... αιρετικών.

* Ο Σκορσέζε ακόμη αναμένει το Οσκαρ του, αλλά ήδη από το 1976 πήρε τον Χρυσό Φοίνικα με τον «Ταξιτζή».Η κριτική επιτροπή των Κανών δεν απαρτίζεται από αγγέλους. Λάθη και παραλείψεις, ακόμη και θολές βραβεύσεις ψιθυρίζεται πως έχουν γίνει.* Υπήρξαν χρονιές «σαλάτες», βραβεύτηκαν ταινίες που δεν απευθύνονταν σε κανέναν. Είναι δύσκολο να φανταστούμε όμως ότι θα βραβεύονταν ποτέ με το Χρυσό Φοίνικα ταινίες σαν το «Συνηθισμένοι άνθρωποι», τον «Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες» και τον «Ανθρωπο της Βροχής».* Οι δύο όχθες του ωκεανού συνέπεσαν μόνο μια φορά, βραβεύοντας το «Μάρτι» του Ντέλμπερτ Μαν το 1955.Το θαύμα δεν ξανάγινε, μολονότι οι Κάνες άφησαν τον Χρυσό τους Φοίνικα να ταξιδέψει στη χώρα του Χόλιγουντ ουκ ολίγες φορές: Βραβεύοντας το τρομερό αλλά ατίθασο για τα αμερικανικά μέτρα παιδί του, τον Ορσον Ουέλς (για τον «Οθέλλο» που εκπροσωπούσε το Μαρόκο), τον Γουίλιαμ Γουάιλερ (για το «Ανθρωπος δίχως όπλα»), τον Ρόμπερτ Αλτμαν (για το «MASH»), τον Τζέρι Σάτζμπεργκ (για το «Σκιάχτρο»), τον Φράνσις Κόπολα δύο φορές (για τη «Συνομιλία» και το «Αποκάλυψη Τώρα»), τον Μπομπ Φόσι (για το «Η παράσταση αρχίζει»), τον Κώστα Γαβρά (για τον «Αγνοούμενο»), τον Στίβεν Σόντεμπεργκ (για το «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες»), τον Ντέιβιντ Λιντς (για την «Ατίθαση Καρδιά»), τον Τζόελ Κοέν (για το «Μπάρτον Φινκ»), τον Κουεντίν Ταραντίνο (για το «Pulp Fiction»).

* Κι ενώ η συντηρητική Αμερική δεν μπορούσε εν έτει 1993 να δώσει Οσκαρ στην Τζέιν Κάμπιον για την καταπληκτική σκηνοθεσία στα «Μαθήματα πιάνου» (γυνή γαρ, είπαν αυτοί που ξέρουν) η κριτική επιτροπή των Κανών υπό τον Λουί Μαλ δεν είχε κανένα πρόβλημα να αγγίξουν γυναικεία χέρια τον Χρυσό Φοίνικα.* Το «άλλο βλέμμα» των Κανών διεφάνη στις περιόδους μεγάλων αλλαγών, τότε που το σινεμά άλλαζε ρου μαζί με την κοινωνία. Το 1949 βραβεύει τον «Τρίτο Ανθρωπο» του Κάρολντ Ριντ, μια ταινία για τις συνέπειες του πολέμου στην ηθική, ή πώς γίνεται η προδοσία αποδεκτή, οι εχθροί φίλοι και οι καλοί άνθρωποι ανήθικοι.Την ίδια εποχή βράβευε το Χόλιγουντ, το πολύ καλό «Ολοι οι άνθρωποι του βασιλιά» του Ρόσεν, μια ταινία για την άνοδο και την πτώση ενός γερουσιαστή. Η διαφορά όμως στο μήνυμα είναι εμφανής!* Τη δεκαετία του '50, ευρωπαίοι κριτικοί -οι μετέπειτα διάσημοι σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, ανακαλύπτουν τους αμερικανούς σκηνοθέτες που βάζουν την προσωπική τους σφραγίδα σε κατά παραγγελία ταινίες, κάνοντας μικρά αριστουργήματα.Οι λεγόμενοι «μικροί δημιουργοί» αναγνωρίζονται ως ισάξιοι των ευρωπαϊκών τεράτων, αλλά τα Οσκαρ επιμένουν στις καλές μεν αλλά αναγνωρισμένες ήδη αξίες των Ντε Μιλ, Καζάν, Λιν και Γουάιλερ. Οι Κάνες έχουν τους δικούς τους ήρωες: Ντε Σίκα, Ουέλς, Κινουγκάσα, Κλουζό και Μαρσέλ Καμί.

* Η αναγνώριση για τους αμερικανούς δημιουργούς, στις ΗΠΑ, έρχεται μια δεκαετία αργότερα, τότε που το κοινό δεν πηγαίνει απλά σινεμά, αλλά επιλέγει να δει μια συγκεκριμένη ταινία. Ολα αυτά ήταν ήδη κεκτημένα στην Ευρώπη που βραβεύει τον Φελίνι, τον πρώτο σκηνοθέτη που το όνομά του προηγήθηκε του τίτλου των ταινιών του, και την «Ντόλτσε Βίτα», τον Βισκόντι, τον Αντονιόνι του «Μπλόου Απ», το βρετανικό free cinema.

* Τη δεκαετία του '80 οι Κάνες έδειξαν την πραγματική τους διαφορά: Την περίοδο που ο συντηρητισμός της ριγκανικής εποχής στην Αμερική αναδείκνυε ταινίες σαν το «Συνηθισμένοι άνθρωποι», «Ο σοφέρ της κυρίας Ντέιζι», «Πέρα από την Αφρική», η άλλη πλευρά αναζήτησε το καλό σινεμά απ' όπου κι αν προέρχεται: «Η παράσταση αρχίζει», «Ο αγνοούμενος», «Παρίσι Τέξας», «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες».

* Τα κακά έμειναν για το τέλος: Πάρα πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο επί πολλά έτη διευθυντής του Φεστιβάλ, Ζιλ Ζακόμπ, μοίραζε με ένα δικό του τρόπο την τράπουλα, ώστε τα βραβεία να έχουν μια συγκεκριμένη κάθε φορά κατεύθυνση.

* Το '93 και το '94 όταν ήταν στα φόρτε της η αμερικανοευρωπαϊκή διένεξη για την GATT, για να περάσει αμερικανική ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα των Κανών έπρεπε να είναι το «Θάνατος στη Βενετία», το «Λα Στράντα» και ο «Νονός» μαζί.Μόλις έληξαν οι διενέξεις, άρχισε ο αποκλεισμός των ασιατικών ταινιών, κάποιες άλλες χρονιές οι ταινίες ήταν άνευρες, καθόλου πρωτότυπες αλλά -πράγμα ύποπτο- έπαιζαν αρμονικά με τις κινηματογραφικές δυνάμεις παραγωγής και διανομής.

Οι επιλογές στο διαγωνιστικό τμήμα δεν ήταν πάντοτε οι καλύτερες, οι πριμοδοτήσεις κάποιων κινηματογραφικών σχολών εμφανείς όπως και η προσπάθεια εξισορρόπησης της τέχνης και της -αλά Χόλιγουντ- λάμψης της διοργάνωσης.Ολα αυτά όμως αφορούν την κριτική, την παραγωγή, τη διανομή, τους συντελεστές. Για τους υπόλοιπους οι Κάνες είναι μια κινηματογραφική γιορτή που προτείνει τις δικές της ταινίες στους σινεφίλ του κόσμου.Ακόμη να πούμε ότι τα βραβεία δεν μας αφορούν -πολλές ταινίες που αγαπήσαμε δεν πήραν ποτέ τους κανένα βραβείο. Αλλά στη μνήμη έρχεται η στιγμή που φωνάξαμε «Το πήρε», όταν είδαμε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να ανεβαίνει στη σκηνή και να κρατάει στα χέρια του το ελληνικό σινεμά, προσφέροντάς του μια μέρα, ... μια αιωνιότητα.

ART & ΘΕΑΜΑΤΑ - 06/05/2001

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Οι κακοί των Χριστουγέννων

Ο κινηματογράφος έχει πλήθος από χαρακτήρες που κύριο μέλημα έχουν να κάνουν τους καλούς να φαίνονται καλύτεροι



Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Στη χριστουγεννιάτικη μυθολογία του Χόλιγουντ υπάρχουν μόνο δύο κατηγορίες χαρακτήρων: οι καλοί και οι κακοί. Οι απλοποιήσεις αυτές είναι ιδανικές για ταύτιση και για απόρριψη. Σπανίως οι κακοί είναι αυτόφωτοι, προσδιορίζονται συνήθως ως το ανάποδο του καλού ήρωα.

Ετσι, για παράδειγμα, ο Μπαμπλ, το αρκουδωτό τέρας του Βορείου Πόλου, δεν μπορεί να έχει καμία κινηματογραφική τύχη να γίνει ήρωας και συνακόλουθα τίτλος ταινίας, αφού θέλει να... φάει χριστουγεννιάτικα τον «Ρούντολφ, το ελαφάκι» στην ομώνυμη ταινία της Ντίσνεϊ. Και οι διαρρήκτες Μαρβ και Χάρι υπάρχουν στο «Μόνος στο σπίτι» επειδή ο Μακόλι Κάλκιν πρέπει κάποιους να νικήσει.

Στο Χόλιγουντ, ιδίως όταν διηγείται ιστορίες Χριστουγέννων, το τέλος είναι δεδομένο: κερδίζουν πάντα οι καλοί με ανοιχτό το ενδεχόμενο να κολλήσουν καλοσύνη και στους αντιπάλους τους!

Ο Μπαμπλ δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον Ρούντολφ, ο οποίος, επειδή είναι καλός, καταφέρνει να κάνει ακόμη και το κουσούρι του πλεονέκτημα. Η κατακόκκινη φωτεινή του μύτη, για την οποία όλοι τον κοροϊδεύουν, οδηγεί τελικώς τον Αϊ-Βασίλη στη Γη μια ομιχλώδη νύχτα παραμονής Χριστουγέννων. Κι όσον αφορά τους Μαρβ (Ντάνιελ Στερν) και Χάρι (Τζο Πέσι) μετατρέπονται πολύ γρήγορα, στην ταινία του Κρις Κολόμπους, σε θύματα του κινηματογραφικού Κέβιν Μακάλιστερ, αλλά είναι οι κακοί της ταινίας και τα Χριστούγεννα τους τιμωρούν, ενώ στην πραγματικότητα και ο Κέβιν χρειάζεται ένα καλό χέρι ξύλο.

Οι «κακοί» των κινηματογραφικών Χριστουγέννων είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες τύποι- άλλωστε παίρνουν τους καλούς στην πλάτη και τους κάνουν ταινία! Αν οι Μαρβ και Χάρι δεν ήταν τόσο αδίστακτοι και τόσο γκαφατζήδες, ο Μακόλι Κάλκιν θα ήταν ένα γραφικό αμερικανόπουλο που θα περίμενε ακόμη τη μαμά του στο σπίτι βλέποντας τηλεόραση και τρώγοντας πίτσα.

Γι' αυτό και το σινεμά ποντάρει στους κακούς! Αυτά τα Χριστούγεννα κακός είναι ο προ δεκαετίας και βάλε συστηθείς Τζακ Σκέλινγκτον του «Χριστουγεννιάτικου εφιάλτη» και ο Φρεντ Κλάους της ομώνυμης ταινίας, κοινώς το ρεμάλι της οικογένειας Κλάους, ο αδερφός του Σάντα.

* Γνωρίσαμε το «The nightmare before Christmas» του Χένρι Σέλικ το 1993 και τώρα μας συστήνεται σε τεχνολογία 3D. Δημιουργία ουσιαστικά του Τιμ Μπάρτον, έχει ως πρωταγωνιστή έναν ιδιαίτερα κακό, τον Τζακ, ο οποίος ζει στην πόλη του Χάλογουιν, την αντίστοιχη δική μας χώρα των καλικαντζάρων. Τυχαία ανακαλύπτει την πόλη των Χριστουγέννων και έναν περίεργο τύπο από κεί, τον Σάντα Κλάους, και προσπαθεί απάγοντάς τον να μεταφέρει τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στην πόλη του, φυσικά ανεπιτυχώς.

* Ανεπιτυχής είναι και κάθε προσπάθεια της οικογένειας Κλάους να στρώσει τον Φρεντ (Βινς Βον), τον μεγαλύτερο αδερφό του Σάντα (τον υποδύεται ο Πολ Τζιαμάτι) στη νέας εσοδείας ταινία «Fred Claus». Δεν υπάρχει κακή συνήθεια που να μην την έχει ο Φρεντ. Και, αν προσθέσει κανείς και την τεμπελιά του, είναι το ακριβές αντίθετο του τέλειου Αγιου Βασίλη. Με τα πολλά, πείθεται να τον βοηθήσει στη φετινή κατασκευή και διανομή των δώρων, με τραγελαφικά φυσικά αποτελέσματα. Πάλι κάποιος πρέπει να σώσει τα Χριστούγεννα. Ο Φρεντ στο τέλος τα καταφέρνει. Το Χόλιγουντ θα κάνει το θαύμα του κι αυτός θα γίνει άνθρωπος, αν και θα είχε γούστο να ξέραμε ότι ακόμη και η οικογένεια Κλάους έχει έναν άχρηστο!

* Η κινηματογραφική ηθική δε θα κολλούσε στον Φρεντ Κλάους, πόσω μάλλον όταν ήδη έχει πάρει με το μέρος της τον Τζιμ Κάρεϊ στον ρόλο του «Κατεργάρη των Χριστουγέννων» του Ρον Χάουαρντ. Στην ταινία τού 2000, ο Γκριντς (Κάρεϊ) είναι ένα πράσινο πλάσμα που ζει σε μια σπηλιά. Κάποια Χριστούγεννα οι κάτοικοι της πόλης του τον ανάγκασαν να την εγκαταλείψει και αποφασίζει αυτή τη χρονιά να εκδικηθεί: του έκλεψαν την παιδικότητά του, θα τους κλέψει τα Χριστούγεννα. Ετσι, προσποιούμενος τον Αγιο Βασίλη, θα μπει σε όλα τα σπίτια για ν' αρπάξει ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει. Ενα παιδάκι θα τον φέρει κι αυτόν στον ίσιο δρόμο, τον οποίο τελικώς βρίσκουν, θέλουν-δεν θέλουν, και οι χειρότεροι, όπως ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον στο «Bad Santa» (2004).

* Ο πρώην σύζυγος της Ατζελίνα Τζολί υποδύεται τον Γουίλι, ένα χαμένο κορμί το οποίο, όταν δεν μπεκροπίνει, κλέβει καταστήματα ντυμένος ’γιος Βασίλης με τον νεαρό συνεργάτη του, Μάρκους (Τόνι Κοξ). Ενας σκύλος και μια γυναίκα -ή μάλλον ένα παιδί και μια γυναίκα- θα τον φέρουν στον ίσιο δρόμο απ τον οποίο κανείς δεν γλίτωσε χριστουγεννιάτικα, αν και το «Bad Santa» έκανε ό,τι μπορούσε για να γίνει εικονοκλαστικό. Αλλά... στον βρόντο πήγε η προσπάθεια!

* Το ίδιο έχει να πει κανείς και για την ταινία «Πάρτι φαντασμάτων» του Ρίτσαρντ Ντόνερ, με τον Μπιλ Μάρεϊ να παραδίδει μαθήματα κυνισμού και ανηθικότητας ως Σκρουτζ, σε μια από τις πολλές μοντέρνες μεταφορές της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» του Καρόλου Ντίκενς. Τζάμπα η ερμηνεία -στο τέλος, όπως όλοι οι κινηματογραφικοί Σκρουτζ, πείθεται από την επίσκεψη των φαντασμάτων και γίνεται καλός άνθρωπος. Το ίδιο έπαθε το 1970 στον ίδιο ρόλο και ο ’λμπερτ Φίνεϊ.

* Οπως απεδείχθη, τίποτα δεν είχε αλλάξει από το 1946 και την «Υπέροχη ζωή» του Φρανκ Κάπρα, που αποτέλεσε την αρχετυπική ταινία του είδους.

Ο δικός του κακός, ο μίστερ Πότερ, ήταν κάθαρμα από τα ολίγα. Τον υποδύθηκε ο ηθοποιός Λάιονελ Μπάριμορ, (ο παππούς της τσαχπίνας Ντρου Μπάριμορ) και έφθασε τον κινηματογραφικό Τζορτζ Μπέιλι (Τζέιμς Στιούαρτ) μέχρι τα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Αλλά τα Χριστούγεννα νίκησαν, διότι έπρεπε να στρωθεί και το αμερικανικό γιορταστικό τραπέζι, κι ο Μπέιλι τη γλίτωσε και ευτύχησε. Από τότε η δυστυχία εξορίστηκε από τα Χριστούγεννα.

Χριστούγεννα στην πρίζα

* Μόνο για λίγο το κακό νικά! Οπως στο περσινό «Black Christmas» του Γκλεν Μόργκαν. Πρόκειται για το ριμέικ της cult ταινίας του '74 «Τρόμος στο παρθεναγωγείο», του Μπομπ Κλαρκ, με τον κακό, τον Μπίλι, να σκοτώνει ντυμένος Αγιος Βασίλης οκτώ κοπέλες που μένουν στο πατρικό του σπίτι.

Ο ίδιος ο Μπίλι όταν ήταν παιδί κακοποιήθηκε από τη μητέρα του, η οποία, αφού δολοφόνησε τον πατέρα του, τον έκλεισε επί χρόνια στη σοφίτα. Τη συνήθη ανακούφιση της νίκης του καλού επί του κακού εδώ ξεχάστε την.

* Αντίθετα, στο άλλο φιλμ της ίδιας χρονιάς, το «Χριστούγεννα στην πρίζα» του Τζον Γουάιτσελ, με τους Ντάνι ντε Βίτο και Μάθιου Μπρόντερικ, είναι από την αρχή εμφανές ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων θα κυριαρχήσει.

Ο Μπρόντερικ ως Στιβ δεν αντέχει, αν και καλός άνθρωπος, τον περίεργο, μονήρη γείτονά του Ντάνι (Ντε Βίτο), ο οποίος αποφασίζει να στολίσει το σπίτι του με τα πιο πολλά χριστουγεννιάτικα φωτάκια του κόσμου, μετατρέποντας τα Χριστούγεννα μιας ολόκληρης γειτονιάς σε δράμα με πολλά επεισόδια. Τέλος καλό, όλα καλά, ακόμη κι ο κακός δεν ήταν και τόσο κακός, ήταν απλώς μόνος!

* Τα Χριστούγεννα, ακόμη κι όταν τα «Gremlins» του Τζο Ντάντε πετούν τη γριά απ' το παράθυρο, ξέρεις ότι όλα στο τέλος θα φτιάξουν. Ακόμη κι όταν ο Μπρους Γουίλις έχει να προστατέψει, χριστουγεννιάτικα, από τους κακούς ένα γεμάτο αεροδρόμιο, όπως στο «Die hart 2» του Ρένι Χάρλιν, ξέρεις ότι δεν θα πεθάνει! Από την εποχή που η μαμά σου σε πήγαινε Χριστούγεννα στο Σινεάκ να δεις τον «Ρούντολφ», πίστεψες στο κινηματογραφικό θαύμα, ότι ο Μπαμπλ δεν γίνεται να τον φάει. Στο Χόλιγουντ, τα Χριστούγεννα και διάφορες άλλες εποχές, οι καλοί δεν πεθαίνουν, κι αυτός είναι ένας καλός λόγος να μένεις κολλημένος στην «Υπέροχη ζωή» του Κάπρα. Κι ας σου 'χει δείξει η ζωή, χρόνια τώρα, ότι τρομερά πράγματα συμβαίνουν εδώ γύρω ή εκεί μακριά, πέρα από τα στούντιο του Λος Αντζελες και τις λεωφόρους του Μπέβερλι Χιλς, ακόμη και την πιο γιορτινή μέρα του χρόνου.


7 - 23/12/2007

Κυνηγώντας μικρούς μάγους



της Ελεωνόρας Ορφανίδου

Οταν οι αδερφοί Λιμιέρ παρουσίασαν στο Παρίσι το ιστορικό εκείνο φιλμάκι με την άφιξη μιας αμαξοστοιχίας στην αποβάθρα, οι θεατές φοβήθηκαν ότι θα τους πατήσει. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος φόβος που προκάλεσε το σινεμά.

Από τότε, κι όσο μεγάλωνε η επιρροή του στο κοινό, το έργο του φόβου και της δαιμονοποίησης των ταινιών ξαναπαίχθηκε πολλές φορές, όχι μόνο σε αίθουσες κινηματογράφου αλλά και σε αίθουσες δικαστηρίων, δημοτικών συμβουλίων, σχολικών συνεδριάσεων, συλλόγων και οργανώσεων.

Ηδη από το 1920, γράφει ο αμερικανός ιστορικός Ντάγκλας Γκόμερι, ο καθένας έβλεπε τις ταινίες σαν το αίτιο για όλα τα κοινωνικά προβλήματα: από τη νεανική εγκληματικότητα, τη διάσπαση του έθνους, την παραβίαση των ηθικών ορίων... έως και τις μεταδοτικές ασθένειες. Οι κινηματογράφοι παραλληλίζονταν με μια ασθένεια, η οποία μπορούσε να καταλάβει όλη τη δύναμη της νέας γενιάς.

Στη δεκαετία του 50, επίσημες και ανεπίσημες φωνές έστρεψαν τα βέλη τους αλλού: όλα τα «κακά» του σινεμά τα πήρε πάνω της η τηλεόραση, γιατί αυτή είχε πια το μεγάλο κοινό. Μια νέα απειλή, αυτή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, γεννήθηκε!

Οι επικρίσεις εναντίον του κινηματογράφου στο σύνολό του περιορίστηκαν, ωστόσο πολλές ταινίες πέρασαν των παθών τους τον τάραχο, όχι στα χέρια των λογοκριτών αλλά στα στόματα «ανησυχούντων πολιτών». Οντας ευάλωτο μέσα στα δυσδιάκριτα όρια της τέχνης και του εμπορικού προϊόντος, το σινεμά, ειδικά αυτό που απευθύνεται στα παιδιά, προκάλεσε την κριτική ετερόκλητων ομάδων:

* Συντηρητικοί Αμερικανοί κατηγόρησαν τη «Χιονάτη και τους επτά νάνους» ότι διδάσκει μαγεία με τη μεταμόρφωση της μητριάς της Χιονάτης σε κακιά μάγισσα και προοδευτικοί Σουηδοί πέτυχαν την περικοπή της ίδιας σκηνής ως εξαιρετικά βίαιης.

*Ο «Βασιλιάς των λιονταριών» του Ντίσνεϊ επικρίθηκε δριμύτατα για τη σκηνή της δολοφονίας του βασιλιά από το σφετεριστή του θρόνου αδερφό του.

*Το «Πόκεμον, η ταινία» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις για την εξοικείωση των παιδιών με τέρατα που δεν υπάρχουν στη φύση και που ίσως στο μέλλον η σύγχρονη γενετική κατασκευάσει!

*Τελευταίο κρούσμα όλης αυτής της κίνησης «να προστατέψουμε τα παιδιά μας», «Ο Χάρι Πότερ και η κάμαρα με τα μυστικά», που θα προβάλλεται από την Παρασκευή. Η ταινία κατηγορήθηκε από θρησκευτικές οργανώσεις και συλλόγους γονέων στη Μινεσότα, το Μίτσιγκαν, τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια και τη Βόρεια Καρολίνα, ότι εθίζει τα παιδιά στα μαγεία και τη βία. Συζητήσεις επί συζητήσεων στα αμερικανικά δίκτυα έφεραν το θέμα και στα δελτία ειδήσεων της λιγότερο συντηρητικής Γηραιάς Ηπείρου, στα οποία μάλιστα ακούστηκε η ίδια η συγγραφέας, Τζόαν Ρόουλινγκς, να λέει ότι θα προτιμούσε να μην δουν την ταινία παιδιά κάτω των έξι ετών, γιατί μερικές σκηνές είναι πολύ σκληρές.

Είναι λοιπόν διαβολικός ο Χάρι Πότερ; Κι αν ναι, περισσότερο ή λιγότερο από τη Χιονάτη που προκαλούσε ανάλογες αντιδράσεις εν έτει 1938; Αυτές οι αντιδράσεις θα προκαλούσαν απλώς μειδιάματα, αν δεν απαιτούνταν από σχολεία και συλλόγους στις ΗΠΑ να αφαιρέσουν τα βιβλία του μικρού ήρωα από τις βιβλιοθήκες τους.

Γονείς που παρακολούθησαν στα δικά τους παιδικά χρόνια τον «Μάγο του Οζ», και δεν ενέδωσαν παρ' ολ' αυτά στους μάγους και τις μάγισσες, άρχισαν να αναρωτιούνται αν ο «Αρχοντας των δαχτυλιδιών» υποκρύπτει πίσω του... αθεϊστικές θεωρίες και μισανθρωπισμό! Αρκεί μια απλή περιήγηση στο Ιντερνετ για να διαπιστώσει κανείς το μπέρδεμα γύρω από το τι πρέπει και το τι δεν πρέπει να βλέπουν τα παιδιά προκειμένου να γίνουν «σωστοί άνθρωποι». Θαρρείς και όσοι είδαν τη «Μαίρη Πόπινς» να πετάει με την ομπρέλα της, αποτόλμησαν το πέταγμα. 'Η, όσοι είδαν την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» μπέρδεψαν το φανταστικό κόσμο της ταινίας με την πραγματικότητα. Και όμως, ακόμα και αυτές οι ταινίες στην εποχή τους κρίθηκαν, από ανάλογους κριτές, ακατάλληλες για την ψυχική υγεία των παιδιών.

Από την άλλη πλευρά, ουδείς σκέφθηκε ποτέ να διαμαρτυρηθεί για όλη αυτή τη «γελοιογραφική» (κατά τον διάσημο ιστορικό Ζορζ Σαντούλ) ενσάρκωση του ηρωισμού, τον Ποπάι. Κανείς δεν απαγόρευσε τα «Τρία μικρά γουρουνάκια» του Ντίσνεϊ, μολονότι το τεμπέλικο γουρουνάκι το έτρωγε ο κακός λύκος. Και βεβαίως όλοι αγαπούσαν τον φιλάργυρο Σκρουτζ Μακ Ντακ, που δίδασκε στα παιδιά ότι το δολάριο είναι το υπέρτατο αγαθό.

Ούτε μια φωνή δεν επέκρινε τον Πινόκιο, που μεγάλωνε η μύτη του όταν έλεγε ψέματα. Διότι όλα αυτά είχαν ένα διδακτισμό που άρεσε στους γονείς και στις αυστηρές θρησκευτικές οργανώσεις της εποχής. Η σύγχρονη παιδαγωγική είδε πολλά χρόνια μετά, ότι τα «Τρία μικρά γουρουνάκια» ταίριαζαν πολύ με το «Νιου Ντιλ» του Ρούσβελτ.

Οπως τότε, έτσι και τώρα, η λογοκρισία είναι ένα κυνήγι μαγισσών. Και μικρών μάγων...


7 - 24/11/2002

Μασκαράδες με ...ιστορία



Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Ο Στάνλεϊ Ιπκις ήταν ένας ασήμαντος υπάλληλος τραπέζης. Δεν είχε φίλους και η τελευταία γυναίκα της ζωής του ήταν ο έρωτάς του της πρώτης δημοτικού. Μοναδικός σύντροφός του το σκυλάκι του. Μια μέρα, τυχαία, ανακαλύπτει μια αρχαία σκανδιναβική μάσκα, τη φοράει και ...όλα αλλάζουν: Γίνεται μια πρασινοκίτρινη φιγούρα που διεκδικεί όσα του στέρησε η κοινωνία και παίρνει τη ρεβάνς.Πολλά χρόνια πριν ο Τσακ Ράσελ βάλει τον Τζιμ Κάρεϊ να υποδυθεί τον πρωταγωνιστή της «Μάσκας», εθνολόγοι, αρχαιολόγοι και ιστορικοί είχαν επισημάνει ότι οι μάσκες αποκάλυπταν -ή έκρυβαν- ένα δεύτερο πρόσωπο και ένα τρίτο πίσω από το δεύτερο: του θείου ή της άλλης φύσης μας.Οι μάσκες πηγαίνουν μαζί με τους μύθους τους. Χωρίς τον Στάνλεϊ Ιπκις το alter ego του δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αν ξεφύγουμε από τους σύγχρονους μύθους η σημασία της μάσκας στη ζωή του ανθρώπου αποκτά το πραγματικό της νόημα, αφήνοντας πίσω τη σύγχρονη πλάνη του καρναβαλιού. Οι άνθρωποι δεν μασκαρεύονταν πάντα για να πηγαίνουν σε μασκέ πάρτι και να περνάνε ωραία. Ο άνθρωπος των σπηλαίων της Γαλλίας, ο αρχαιότερος μασκαράς που υπήρξε ποτέ, μάλλον δεν είχε στο νου το μπαλ μασκέ του κολλητού του. Είκοσι χιλιάδες χρόνια πριν ζωγράφισε τον εαυτό του μεταμφιεσμένο σε χορευτή με κέρατα ελαφιού και πόδια αρκούδας. Οι αρχαιολόγοι διίστανται: ντυνόταν έτσι για να ξεγελάσει τη λεία του ή ένιωθε ότι γινόταν εξίσου δυνατός με το θήραμά του; Το σίγουρο πάντως είναι ότι η μάσκα συνδεόταν με την ενστικτώδη ανάγκη του για επιβίωση.


Ανάγκη για επιβίωση


Η αναζήτηση της ανώτερης δύναμης επίσης εκφράστηκε μέσα από τη μεταμφίεση: Φορώντας προσωπείο που αναπαριστούσε ένα θεό ή ένα δαίμονα, ο μακρινός πρωτόγονος πρόγονος έπαυε να είναι απλός παρατηρητής των φυσικών φαινομένων ή θύμα τους. Μετουσιωνόταν σε υπερφυσικό ον, που μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα του. Με τη μάσκα ο άνθρωπος δεν ήταν πια άνθρωπος, ήταν δαίμονας, θεός, ζώο, κεραυνός, βροχή, ακόμη και ο θάνατος. Ενα ολόκληρο τελετουργικό στηνόταν γύρω από τον μασκοφόρο για να γίνει η μάσκα το πραγματικό του πρόσωπο, κυρίως στις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής και της Β. Αμερικής.

*Ο Λεβί Στρος έγραψε για τις μάσκες των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής: «Ολες αυτές οι μάσκες είναι μηχανικά ευρήματα, αφελή και βάναυσα συνάμα. Ενα σύστημα από στρόφιγγες και τροχαλίες και σχοινιά, επιτρέπουν στα στόματα να σαρκάζουν τον τρόμο του μυημένου, στα μάτια να θρηνούν το θάνατό του, στα ράμφη να τον καταβροχθίζουν».Κι αν εμείς φοράμε τη μάσκα μας για να τηρήσουμε το έθιμο της Αποκριάς και να διασκεδάσουμε στην Πλάκα, τρομάζοντας τους περαστικούς με τα πλαστικά μας ρόπαλα, σε κάποιες φυλές της Αφρικής ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι κατασκευάζουν μια μάσκα επειδή πρέπει κάποιο πνεύμα να βρει κατοικία.

*Στην Ελλάδα οι πρώτοι μασκαράδες ήταν οι πιστοί του Διονύσου. Οι μάσκες χρησιμοποιούνταν στις τελετές μύησης και λατρείας του θεού. Οι μύστες των διονυσιακών τελετών έβαφαν το πρόσωπό τους με το κατακάθι του μούστου, ενώ οι ιερείς φορούσαν το προσωπείο του θεού του κρασιού και της ελευθεριότητας. Στη μάσκα αυτή έβλεπαν οι πιστοί τον ίδιο τον Διόνυσο, που συμμετείχε στις οργιώδεις γιορτές και στα μυστήρια.Ενας μεγάλος θεατράνθρωπος του καιρού του, ο Θέσπις, πέρασε τη μεταμόρφωση, που είναι βασικός σκοπός της μάσκας, στο θέατρο. Ούτως ή άλλως το αρχαίο ελληνικό θέατρο ενείχε μέσα του όλο τον προβληματισμό των προγόνων μας για τις σχέσεις θεών και ανθρώπων, για τις υπέρτατες δυνάμεις που καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων, για την τιμωρία της ιεροσυλίας. Οι λόγοι όμως που επικράτησε η χρήση των προσωπείων στις θεατρικές παραστάσεις δεν ήταν πια μόνο μυστικιστικοί.

*Οι θεατές που ήταν μακριά από τη σκηνή έπρεπε να ξεχωρίζουν τους ήρωες, οι άντρες που υποδύονταν γυναικείους χαρακτήρες έπρεπε να δείχνουν ότι είναι γυναίκες. Υπήρχαν μάσκες που απεικόνιζαν σύγχρονα, υπαρκτά πρόσωπα της εποχής όπως το Σωκράτη.

*Μάσκες φορούσαν οι ηθοποιοί και στο ρωμαϊκό θέατρο. Ωστόσο, μάλλον τα Μπακανάλια -οργιώδη γλέντια προς τιμήν του Διονύσου- και το διάδοχό του Καρναβάλι πρέπει να θεωρήσουμε ως πατέρα της μάσκας, όπως την ξέρουμε σήμερα, στη γειτονική Ιταλία.


Ξορκίζουν το κακό


*Τις μάσκες που θαυμάζουμε στο καρναβάλι της Βενετίας και στη λεγόμενη «Κομέντια ντελ άρτε» τις φορούσαν ερασιτέχνες ηθοποιοί στα σκετς που παίζονταν πάνω στα άρματα κατά τις καρναβαλικές γιορτές. Περιφερόμενοι θίασοι έπαιζαν στις ιταλικές πόλεις μικρές κωμικές ιστορίες, από τις οποίες ξεπήδησαν οι γνωστοί λαϊκοί ήρωες του ιταλικού θεάτρου σαν τον Πουλτσινέλα και τον Αρλεκίνο.

*Παιδί όλων αυτών η τέχνη της παντομίμας, όπου ο ηθοποιός έχει βγάλει τη μάσκα, αλλά μετατρέπει σε μάσκα το πρόσωπό του. Δεν υπάρχει δε καλύτερος εκπρόσωπος αυτού του είδους της υποκριτικής από τον Τσάρλι Τσάπλιν.

*Σε όλο τον κόσμο, όλες τις εποχές, η μάσκα μετέτρεπε αυτόν που την φορούσε σε κάποιον άλλο: στις ΗΠΑ, στη γιορτή του Χάλογουιν (με ρίζες της στην Ιρλανδία) τα παιδιά ξορκίζουν το κακό με τρομακτικές μάσκες-κολοκύθες που συμβολίζουν τους κακούς δαίμονες.

*Το κίνημα πανκ υιοθέτησε γρήγορα μια φιλοσοφία όχι τόσο μακρινή από αυτή του προσώπου και του προσωπείου που η μάσκα έχει τη δυνατότητα να κρύβει και να φανερώνει.

*Η λεγόμενη μαζική κουλτούρα, τα κόμιξ και το σινεμά φτιάχνουν ήρωες μασκοφόρους σαν τον «Σπάιντερμαν» και τον «Σούπερμαν», τον «Μπάτμαν» και τον «Ζορό». Οι μάσκες τούς δίνουν τη μαγική δύναμη να πράξουν το καλό. Από την άλλη ο Τζόκερ, ο αντιήρωας του Μπάτμαν, είναι ένας μασκαράς-δαίμονας, η μεταμφίεσή του τον κάνει υπερφυσικά κακό. Η ωραιότερη σούπερ ηρωίδα των κόμιξ, η κοκκινομάλλα Black Cat, την ημέρα είναι χολιγουντιανή σταρ και το βράδυ μεταμφιέζεται σε μασκοφόρο τιμωρό του εγκλήματος.Το σινεμά και τα κόμιξ λένε φυσικά μισές αλήθειες! Οσοι δεν τα μπερδεύουν με τη ζωή, βάζουν τη μάσκα τους κάθε χρόνο μόνο τέτοιες μέρες και βουτούν στην απόλαυση της ανωνυμίας και της ανεμελιάς. Αφορμής δοθείσης από μια γιορτή, λίγο πιο εύθυμης από τις άλλες...

Η Ιστορία made in Hollywood




Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Ο Λένιν δεν είπε τυχαία «Απ' όλες τις τέχνες η πιο σημαντική είναι ο κινηματογράφος». Ο Στάλιν δε βαυκαλίστηκε συμπτωματικά όταν διαπίστωσε ότι ήταν πολύ εύκολος ο συνειρμός «Αλέξανδρος Νιέφσκι» - Πατερούλης του λαού.

Ο Χίτλερ δεν έκανε απλώς το...κέφι του βάζοντας τη Ρίφενσταλ να σκηνοθετεί τα μεγαλειώδη ρεπορτάζ της για την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου. Ο Μακάρθι δεν εστίασε την αντικομμουνιστική εκστρατεία στο Χόλιγουντ γιατί ήθελε να γίνει διάσημος. Ούτε, τέλος, ο δικός μας Τζέιμς Πάρις έφτιαχνε εθνικοχριστιανικές ταινίες που αναδείκνυαν το στράτευμα γιατί μικρός... ήθελε να γίνει στρατηγός. Πολλές φορές είναι να γελάς, άλλες εκνευρίζεσαι, συχνά δεν καταλαβαίνεις το λάθος. Οταν όμως εκατομμύρια αμερικανοί μαθητές βλέπουν υπό την επίβλεψη των δασκάλων τους τη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» για να μάθουν τι έγινε τη διάσημη D day, όταν ο πρώτος υπότιτλος της ταινίας λέει ότι : «Η ιστορία αυτή είναι πραγματική», κι όταν ο πρωταγωνιστής ισχυρίζεται ότι «οι Ινδιάνοι δεν είναι άνθρωποι», τότε τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται.Μικρές και μεγάλες ιστορίες, άλλοτε απλώς για να γίνουν πιο γοητευτικές, άλλοτε για να χρησιμοποιηθούν για προπαγανδιστικούς σκοπούς, άλλοτε και για τα δύο, κι άλλοτε γιατί ο σεναριογράφος ούτε ήξερε ούτε ρώταγε, παραποιούνται λίγο ή πολύ, εμπεριέχουν τραγικούς αναχρονισμούς και ανακρίβειες, ανατρέπουν καδράροντας μπροστά το χαρακτηρισμό fiction έως και την επιστήμη. (Στον «Ρομπέν των Δασών», για παράδειγμα, ανακαλύπτουν τα τηλεσκόπια 300 χρόνια νωρίτερα. Και στο «JfK», η συμμετοχή κάποιων στη δολοφονία του Κένεντι αποδίδεται εν πολλοίς στην ομοφυλοφιλία τους). Οπως είπε κι ένας αμερικανός κριτικός, η «Σταχτοπούτα» έλεγε περισσότερες ιστορικές αλήθειες...

*«Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι»Η ταινία πραγματεύεται την ερωτική σχέση του ιταλού λοχαγού Κορέλι με την κόρη ενός γιατρού, την Πελαγία, στην Κεφαλονιά, κατά τη διάρκεια της ιταλικής Κατοχής. Το νησί περνάει στα χέρια των Γερμανών μετά την ιταλική συνθηκολόγηση και ο λοχαγός διασώζεται από την αγαπημένη του...Ολα θα 'ταν ωραία και καλά αν η ταινία του Μάντεν δεν στηριζόταν στο βιβλίο του Λουί Ντε Μπερνιέ, κι αν δεν υπήρχαν στην Κεφαλονιά αντάρτες που γνώρισαν τον Κορέλι. Πρώτα απ' όλα η Πελαγία δεν υπήρξε ποτέ, ο ωραίος λοχαγός διεσώθη από μια άλλη γυναίκα με την οποία ποτέ δεν συνήψε σχέσεις, δεν ήξερε να παίζει μαντολίνο και δεν ήταν ο πιο καλός φασίστας του κόσμου. Ούτε και οι αντάρτες του Μάντεν ήταν αυτοί οι άγριοι τύποι του συγγραφέα, ο οποίος συγχύστηκε πολύ με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι αντιστασιακοί. Οι αντιστασιακοί να δεις...

*«Περλ Χάρμπορ»Ενα σοκ πρέπει να έπαθαν και οι βετεράνοι του Περλ Χάρμπορ βλέποντας την ταινία του Μάικλ Μπέι, εκτός κι αν ταυτίστηκαν με τον Μπεν Αφλεκ. Ο Μπέι έφτιαξε κάτι μεταξύ «Τιτανικού» και «Στρατιώτη Ράιαν», αλλά Περλ Χάρμπορ δεν έφτιαξε. Ενα ερωτικό άνευρο τρίγωνο προσπαθεί να σταθεί με background ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της νεότερης Ιστορίας. Ακόμη και οι κακοί της Ιστορίας, οι Ιάπωνες, είναι politically correct κακοί. Τόσο, όσο πρέπει... Τα 360 ιαπωνικά αεροπλάνα πάντως σκότωσαν 2.300 αμερικανούς στρατιώτες, τραυμάτισαν άλλους 1.109 και σκότωσαν και 68 πολίτες, αλλά στην ταινία όλ' αυτά φαίνονται ελάχιστα, όσο μπορεί ν' αντέξει μια μέση οικογένεια. Την επομένη του βομβαρδισμού, το Κογκρέσο ενέκρινε την εισήγηση Ρούσβελτ και η Αμερική μπήκε στον πόλεμο. Επισήμως ο Ρούσβελτ κατηγόρησε τη στρατιωτική ηγεσία της βάσης για ανικανότητα, αλλ' αυτό φυσικά δεν το ήξερε ο σκηνοθέτης.

*«Η αιχμάλωτη της ερήμου»Το 1956 ο Τζον Φορντ κάνει ένα από τα καλύτερα γουέστερν του: Ο Τζον Γουέιν, θείος μιας απαχθείσης κοπέλας στο Τέξας του 1860 (μέλους πια της Ομοσπονδίας των Ηνωμένων Πολιτειών) από τον αρχηγό της φυλής των Κομάντσι, την αναζητεί και την απελευθερώνει έπειτα από έξι χρόνια. Στο μεσοδιάστημα πυροβολεί και τους νεκρούς Κομάντσι, δεν ανέχεται την παρουσία του υιοθετημένου ανιψιού του επειδή είναι κατά το ένα όγδοο Τσεγέν, λέει ότι οι Ινδιάνοι δεν είναι άνθρωποι, κάνει τέλος πάντων ό,τι μπορεί για να αποενοχοποιήσει την Αμερική για την εξόντωσή τους. Είναι τόσο το μένος του εναντίον των Ινδιάνων που αφού βρίσκει την ανιψιά του θέλει να τη σκοτώσει, γιατί συζούσε με τον... «κοκκινομούρη».Η ιστορία που περιγράφεται είναι αληθινή .Στις 19 Μαρτίου του 1840, στη Δημοκρατία του Τέξας, τρεις ρέιντσερ μαζί με μια ομάδα αγροτών βρίσκουν έπειτα από 5 χρόνια την 16χρονη Ματίλντα Λόκχαρντ που είχε απαχθεί από Ινδιάνους Κομάντσι. Μονολότι προτάθηκε από τον πιο φρόνιμο της ομάδα να απαγάγουν την κοπέλα χωρίς να πειράξουν τον καταυλισμό, οι «γενναίοι» έσφαξαν 65 Ινδιάνους, ξεκινώντας έτσι τον ολοκληρωτικό πόλεμο που έληξε μόνο με την εξαφάνιση κάθε ινδιάνου Κομάντσι από το Τέξας.Στην ταινία, βεβαίως, δεν αναφέρεται πουθενά η τελευταία λεπτομέρεια, ενώ παραλείπεται το ότι οι Ινδιάνοι απήγαγαν την κοπέλα εκδικούμενοι το θάνατο των γιων του αρχηγού τους από τους λευκούς.

*«Σπασμένο βέλος»Ο Ντέλμερ Ντέιβς μετατρέπει τον χαμηλότονο Τζέιμς Στιούαρτ σε έναν άνθρωπο των συνόρων, του οποίου η φιλία με τον αρχηγό των Απάτσι επανέφερε την ειρήνη. Υπαρκτά πρόσωπα και οι δύο, γίνονται φίλοι και ο Στιούαρτ παντρεύεται μιαν Ινδιάνα. Η φιλία αυτή έγινε η αιτία για την υπογραφή συμφωνίας το 1872. Τα πραγματικά γεγονότα είναι κάπως διαφορετικά: Ο αρχηγός των Απάτσι Κοσίσε συμφωνεί το 1860 με τον διοικητή της περιοχής να μαζέψει για τη φυλή του ξύλα από το δάσος της περιοχής, στο οποίο θα ξεχειμωνιάσει. Η συμφωνία παραβιάζεται μετά την άδικη κατηγορία του διοικητή του φρουρίου «Φορτ Μπιουκάναν» ότι ο Κοσίσε απήγαγε ένα αγοράκι. Ο στρατός διατάζεται να επιτεθεί, ο Κοσίσε διαφεύγει τη σύλληψη και μαζί με τους συντρόφους του που επιβίωσαν περνάει στην Αριζόνα και ξεκινάει έναν αιματηρό πόλεμο. Μόνο το Μάιο και τον Απρίλιο του 1862 έσφαξε 150 λευκούς, και αυτή ήταν η αρχή. Ο στρατός αναγκάστηκε σε ανακωχή που επετεύχθη το 1872, με την μεσολάβηση του Τομ Τζέφορντς, του ανθρώπου που υποδύεται ο Τζέιμς Στιούαρτ. Ο οποίος Τζέφορντς ποτέ δεν παντρεύτηκε Ινδιάνα (ούτε και καμία άλλη). Η ταινία δεν λέει ότι ο στρατός με τον θάνατο του Κοσίσε έσπασε την ανακωχή και οι Ινδιάνοι που διεσώθησαν ενώθηκαν με τους άνδρες του θρυλικού Τζερόνιμο στο Μεξικό. Οι προετοιμασίες για τον πιο διάσημο πόλεμο λευκών και Ινδιάνων μόλις είχαν ξεκινήσει...

*«Η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»Ο Αντονι Μαν μιλά για την αρχή του τέλους της Ρώμης, εστιάζοντας στην ίδια εποχή και στα ίδια πρόσωπα του περσινού «Μονομάχου». Αυτοκράτορας είναι ο Κόμμοδος, ο σαδιστής διάδοχος του Μάρκου Αυρήλιου, ο οποίος υπέδειξε για διάδοχο τον Λίβιο αλλά ο Κόμμοδος κατάφερε να του πάρει την εξουσία. Κατόπιν αυτού καταλύει κάθε δημοκρατικό θεσμό στη Ρώμη. Η αδελφή του Ντρουσίλα (Σοφία Λόρεν) προσπαθεί επί ματαίω να τον συνετίσει.Στην πραγματικότητα ο Μάρκος Αυρήλιος ποτέ δεν υπέδειξε κάποιον άλλο ως διάδοχο, ο Λίβιος είναι... ανύπαρκτο πρόσωπο και η Ντρουσίλα ήταν η πιο διάσημη και μηχανορράφα πόρνη της Ρώμης! Συμμετείχε σε απόπειρα δολοφονίας του αδελφού της, αλλά απέτυχε. Ο Κόμμοδος δολοφονήθηκε από την μετρέσα του. Αλλη σημαντική λεπτομέρεια: ποτέ δεν επιχείρησε να μεγαλώσει τα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας.

*«Ρομπέν των Δασών»Ο Κέβιν Ρέινολντς περιγράφει τις περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών και της παρέας του, στο δάσος του Σέργουντ, την περίοδο που ο Ερρίκος ο πρώτος συμμετέχει στην Τρίτη Σταυροφορία. Ο Ρομπέν βοηθάει τους φτωχούς κλέβοντας τους πλούσιους και είναι άθρησκος.Σύμφωνα με τα λίγα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν, αλλά και με την επικρατέστερη εκδοχή του μύθου, ο Ρομπέν ήταν εξαιρετικά ευσεβής καθολικός, η Μαριάν δεν έμοιαζε καθόλου με την Μαστραντόνιο, και κανένας σύντροφός του δεν κουβαλούσε διαθλαστικό τηλεσκόπιο, αφού αυτό ανακαλύφθηκε τρεις αιώνες μετά.

*«Οι δέκα εντολές»Ο Σεσίλ Ντε Μιλ, το 1956, κάνει γκραν σουξέ περιγράφοντας τη ζωή του Μωυσή. Πώς τα γράφει η Παλαιά Διαθήκη; Καμία σχέση. Στην ταινία, Φαραώ την εποχή αυτή είναι ο Ραμσής, κι ο Μωυσής ανταμώνει τον Ιωσήφ πριν από τη φυγή από την Αίγυπτο. Είναι επίσης μονοθεϊστής από τα γεννοφάσκια του και έχει και ένα φλερτ με τη «βασιλική πριγκίπισσα» Νεφερτίρη.Φυσικά η Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα απ' όλα αυτά. Φαραώ -σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες- ήταν ο Νεφρετά, κι ο Μωυσής στα νιάτα του είχε άλλες αγωνίες, σίγουρο είναι πως δεν γλυκοκοίταζε τη Νεφερτίρη, η οποία άλλωστε... δεν υπήρξε ποτέ.

*«Ο τελευταίος των Μοϊκανών»Ο Μάικλ Μαν έφτιαξε ένα αριστούργημα κάνοντας την ιστορία άνω κάτω. Οι κόρες του συνταγματάρχη Μονρό με τη συνοδεία τους πέφτουν σε ενέδρα Ινδιάνων, διασώζονται από τον «Μοϊκανό» Ντάνιελ Ντέι Λιούις, καταφέρνουν να φτάσουν στο οχυρό του πατέρα τους, το οποίο δέχεται επίθεση από τους Ινδιάνους Χάρονς , συμμάχους των Γάλλων στη μάχη της διεκδίκησης της περιοχής δυτικά από τα Απαλάχια όρη από τους Βρετανούς. Ωραίο το ειδύλλιο και ο Ντάνιελ, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ... Ομως η παραποίηση είναι αλλού. Η ταινία μιλά για τον πόλεμο μεταξύ Αγγλων και Γάλλων και των ινδιάνων συμμάχων τους για τη Βόρεια Αμερική που έληξε το 1763 χάρη στην υπεροχή του Βασιλικού Ναυτικού. Ο Μάικλ Μαν σκοτώνει τον Μονρό πριν την ώρα του. Δεν δολοφονήθηκε κατά τη σφαγή που έγινε στο νοσοκομείο του φρουρίου και ο σκηνοθέτης ρίχνει μια επιπόλαιη ματιά στη σφαγή των 200 ατόμων στο νοσοκομείο του οχυρού, ενώ θεωρείται για τους Αμερικανούς το σημαντικότερο γεγονός του πολέμου, και βεβαίως λέει την ιστορία σαν να ήταν από τη μια πλευρά οι αθώες περιστερές και από την άλλη τα κοράκια. Αυτή η ιστορία της παραποίησης της ιστορίας είναι χωρίς τέλος. Αφήσαμε απ' έξω το «Γκάντι», τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα»... *Ακόμη κι ο «Λόρενς της Αραβίας» δεν είπε ποτέ εκείνη τη φράση «μ' άρεσε που τον έσφαξα», όταν δολοφόνησε έναν Αραβα, ούτε φυσικά στο «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι ήταν δυνατό να είναι αληθές ότι τον κινηματογραφικό γιο του απελευθέρωσαν από το εβραϊκό στρατόπεδο εξόντωσης αμερικανοί στρατιώτες. Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι υπήρξε ένα τέτοιο στρατόπεδο. Και πάλι όμως δεν αδίκησε την αλήθεια; 'Η It's only a movie?

ΥΓ. Ευτυχώς που δεν έχουν τέλος και οι ταινίες που λένε αλήθειες. Ακόμη κι όταν μιλούν για μύθους!!

ART & ΘΕΑΜΑΤΑ - 23/09/2001

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Βετεράνοι πίσω από τις κάμερες


της Ελεωνόρας Ορφανίδου

Τα απαραίτητα ένσημα της σύνταξής του σαφώς και τα έχει συμπληρώσει! Από δόξα έχει χορτάσει... Φήμη και χρήματα του περισσεύουν!
Παρ' όλα αυτά, ένας εκ των παππούδων της περίφημης «νουβέλ βαγκ» συνεχίζει να ζωγραφίζει ιστορίες ανθρώπινων σχέσεων στο σελιλόιντ, αρνούμενος να μετατραπεί ακόμη και στα 82 του σε άλλο ένα ιερό τέρας του σινεμά που ζει για να αφηγείται τα χρόνια της πρωτοπορίας και για να παίρνει τιμητικά βραβεία. Ο Ερίκ Ρομέρ είναι εδώ, στη σκηνή, και σε λίγο στις αίθουσες θα απολαύσουμε την τελευταία του ταινία «Η Αγγλίδα και ο δούκας», μια από τις λιγοστές ιστορίες εποχής με τις οποίες καταπιάστηκε ποτέ: Στο Παρίσι, στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, μια νεαρή αριστοκράτισσα από τη Σκοτία ερωτεύεται τον εξάδελφο του βασιλιά της Γαλλίας. Δύο άνθρωποι συνδέονται με έρωτα αλλά τους χωρίζουν οι πολιτικές τους επιλογές, καθώς ο δούκας έχει ψηφίσει για το θάνατο του βασιλιά, ενώ η Γκρέις Ελιοτ είναι φιλομοναρχική.Αλλη μια φορά, ο Ρομέρ παραμένει πιστός στην αλά Μπαλζάκ θεματική του, άλλη μια φορά καταπιάνεται με ιστορίες νέων ανθρώπων, βάζει τον έρωτα στην κρίση μιας εποχής, από τη μια το εξιδανικευμένο συναίσθημα, από την άλλη η πεζή πραγματικότητα. Το αν θα υπερισχύσει και εδώ η συνήθως αισιόδοξη ματιά του δημιουργού της «Νύχτας με τη Μοντ», θα το δούμε όλοι στην οθόνη...Το ότι ο Ρομέρ κάνει ταινίες στα 82 του που μπορούν να «μιλήσουν» στο κοινό είναι χωρίς αμφιβολία ένα αισιόδοξο μήνυμα σε μια κοινωνία που έχει περιχαρακώσει τη νεότητα μεταξύ του 0 και του 50.Ο Γάλλος δημιουργός δεν είναι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας πολλών εποχών. Το σινεμά έχει να επιδείξει και άλλους «χαλκέντερους» ακροατές των σφυγμών του κόσμου. Κοντά στον Ρομέρ δηλώνουν παρόντες άλλοι δύο γάλλοι δεινόσαυροι, ο Γκοντάρ που έσβησε τα 72 του κεράκια πάνω στην κόπια του «Eloge de l' amour» και ο Ζακ Ριβέτ με το «Va Savoir», μια ιστορία για τη διαπλοκή ζωής και θεάτρου την οποία γύρισε πέρυσι.

*Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, ζει και βασιλεύει άλλος ένας ταλαντούχος παππούς, ο σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο δημιουργός του «Γκάντι». Γεννημένος το 1923, μας έδωσε ακόμη και το 1998, σε ηλικία 75 ετών, μια αριστουργηματική ερμηνεία στην«Ελίζαμπεθ» στο πλευρό της Κέιτ Μπλάνσετ. Ο σερ του βρετανικού σινεμά είχε τα κότσια να συμμετάσχει πριν από δύο χρόνια ως ηθοποιός και σε μιούζικαλ του Αντριου Λόιντ Βέμπερ.

*Ενας άλλος γηραιός, από τη μακρινή Απω Ανατολή, είχε το θάρρος-θράσος να αγγίξει το θέμα-ταμπού της κοινωνίας του. Πρόκειται για τον Ιάπωνα Ναγκίσα Οσιμα που τόλμησε πέρυσι στα 70 του να μιλήσει για την ομοφυλοφιλία των σαμουράι. Τα πανέμορφα, σχεδόν γυναικεία χαρακτηριστικά του νεαρού πρωταγωνιστή του ασκούν μια επικίνδυνη γοητεία σε αξιωματικούς και εκπαιδευόμενους, προκαλώντας φρίκη στην ιαπωνική κοινωνία που αρνήθηκε να πάει στις αίθουσες να δει την απομυθοποίηση του μύθου των γενναίων. Η ταινία ήταν το «Ταμπού» και συνοδεύτηκε από τη φράση του Οσιμα «Εχω περάσει όλη μου τη ζωή καταρρίπτοντας ταμπού», φέρνοντας στη μνήμη μας ταινίες όπως «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων» και «Η αυτοκρατορία του πάθους», τις οποίες γύρισε το 1976 και το 1978, σε ηλικίες που το ρηξικέλευθο δεν εκπλήσσει.

*Στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, βασιλεύει ακόμη ο θρύλος Νόρμαν Τζούισον. Γεννημένος το 1926 παρακαλώ, έστειλε τα αντιρατσιστικά του μηνύματα προς τη συντηρητική Αμερική το 1999 με το «The Hurricane». Ενα χρόνο μεγαλύτερος του Τζούισον, είναι ο Ρόμπερτ Αλτμαν, ο δημιουργός των «Στιγμιότυπων», ο οποίος μας χάρισε πρόσφατα το αριστουργηματικό «Gosford Park», αποδεικνύοντας ότι μπορεί στα 77 η πορεία ενός ανθρώπου να είναι ακόμη ανοδική.

*Μπροστά στους προαναφερθέντες μοιάζει παιδάκι ο Μίλος Φόρμαν, ο τσεχοσλοβάκος σκηνοθέτης της «Φωλιάς του κούκου» που γεννήθηκε το 1932 και μας χάρισε σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τον «Ανθρωπο στο Φεγγάρι». Η έμπνευση στο σινεμά ταιριάζει στους εβδομηντάρηδες, και η πορεία δεν είναι πάντα φθίνουσα! Ο Φόρμαν «παίζει» ακόμα στο χρηματιστήριο του σινεμά, όπως και ο γείτονας του, ο Πολωνός Αντρέι Βάιντα, βραβευμένος με Οσκαρ για την προσφορά του στο σινεμά, η οποία ωστόσο συνεχίζεται, με τελευταία του ταινία το «Pan Tadeusz», μόλις πριν από δύο χρόνια.Και τι να πει κανείς για τον μόλις φέτος βραβευθέντα στις Κάνες συμπατριώτη του, Ρομάν Πολάνσκι, ο οποίος ούτως ή άλλως γεννημένος το 1933 μοιάζει νεοσσός μπροστά στα άλλα ιερά τέρατα. Από την εποχή του «Μωρού της Ρόζμαρι» κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά το ποτάμι δεν παρέσυρε τον «Πειρατή» στο περιθώριο. Αντιθέτως, μας έδειξε, μαζί με όλους τους άλλους «συνταξιούχους» των σκοτεινών αιθουσών, ότι το νεανικό - κατά τις στατιστικές-κοινό του σινεμά, μπορούν να το εμπνεύσουν καλογυμνασμένα μυαλά και όχι απαραιτήτως καλογυμνασμένα, λαδωμένα κορμιά που περιφέρονται στα γυμναστήρια και στις διαφημίσεις οδοντόκρεμας και προϊόντων διαίτης. Αφήστε δε που, διαπιστωμένο πια, πολλά συντηρητικά μυαλά κατοικούν σε νεανικά, γεμάτα σφρίγος και νιότη σώματα.
7 - 21/07/2002

Από τη μεγάλη οθόνη στη γκαρνταρόμπα μας




Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στον παραληρηματικό κόσμο του θεάματος, ούτε ο έρωτας, ούτε το χρήμα: ο μικρόκοσμος των ανθρώπων με τα φανταχτερά κοστούμια ζει για τη στιγμή που θα ανάψουν τα φώτα της σκηνής.

Κι αυτο φαίνεται στο «Μουλέν Ρουζ», που θα προβάλλεται από την ερχόμενη Παρασκευή.Σταρ της ταινίας του Μπαζ Λούρμαν, η Νικόλ Κίντμαν βεβαίως. Μαζί της, όμως, περιμένει να ανέβουν οι κουίντες και να ακουστεί η πρώτη μουσική νότα από την ορχήστρα άλλος ένας μικρόκοσμος, των ανθρώπων που περιφέρονται γύρω από την πρώτη χορεύτρια και τον κλόουν, θαμπωμένοι από το φως που εκπέμπουν τα χιλιάδες λαμπιόνια και τη ζωή που ξετυλίγεται στο ημίφως των παρασκηνίων τα ξημερώματα. Αυτός ο «άλλος κόσμος» της συνωμοσίας του 20ού αιώνα, που έρχεται μαζί με το ηλεκτρικό ρεύμα, τραγουδάει και χορεύει μέχρι τελικής πτώσεως, ντύνεται προκλητικά, ρίχνει το γάντι στον άγγλο ποιητή Κριστιάν, που διαπιστώνει έκπληκτος ότι οι βικτοριανές αρχές του δεν έχουν καμία θέση στο λαμπερό νέο κόσμο που εκπροσωπεί το διάσημο παρισινό καμπαρέ και η χορεύτριά του, η Σατίν.

Η οποία σαν την Λουίζ Βέμπερ, την περίφημη Γκουλί (goulue: φαγού) του Λοτρέκ, αγκαλιάζει με τα χέρια της τον έναν της μηρό και επιδεικνύει τις μακριές, λεπτές της γάμπες και τα φανταχτερά της εσώρουχα, κάτω από τις πολυποίκιλτες φούστες της, κάνοντας ολόκληρο το καμπαρέ να ζαλίζεται από επιθυμία και πόθο. Αυτό το «Μουλέν Ρουζ», της πρωτοπορίας, του Λοτρέκ, και του κανκάν, το «Μουλέν Ρουζ» του 1890 το κουβαλάει ο Λούρμαν στο σήμερα, γεμίζοντάς το αναχρονισμούς, χρώματα και μουσικές του τώρα. Θα μπορούσε να αποτύχει οικτρά αλλά δεν απέτυχε. Κι αφού ζάλισε το κοινό του με τους καταιγιστικούς ρυθμούς της μουσικής και των φώτων έβαλε τα σημερινά κορίτσια να φορούν τα κορσάζ της Σατίν πάνω από τα τζιν τους και να ξανατραγουδούν το «Diamonds are a girl's best friend», παράλληλα με το «Lady Marmalade» της Κριστίν Αγκιλέιρα.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς σήμερα ποια θα ήταν η επιρροή της μόδας χωρίς το σινεμά. Από την εποχή που τα κοστούμια της Μέρι Πίκφορντ ράβονταν από τη μητέρα της έως τους κορσέδες της Νικόλ Κίντμαν που έγιναν από το σχεδιαστικό δίδυμο Catherine Martin-Angus Strathie, οι γυναίκες μιμούνταν το στιλ της Μάρλεν Ντίτριχ, της Βερόνικα Λέικ, της Τζιν Χάρλοου, της Πόλα Νέγκρι, της Γκρέτα Γκάρμπο, της Οντρεϊ Χέπμπορν, της Τζέιν Φόντα, της Μπριζίτ Μπαρντό και της Μαντόνα. Λίγα έχουν αλλάξει, η ουσία για το κοινό παραμένει η ίδια: θέλει να μιμηθεί τα είδωλά του. Οσον αφορά τους άντρες, ράβονταν σαν τον Κλαρκ Γκέιμπλ και... ακόμη φορούν την γκαμπαρντίνα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Κι όσο κι αν ακούγεται περίεργο, τις μεγαλύτερες αλλαγές στον τρόπο που οι άνθρωποι ντύνονταν και χτενίζονταν τις έφεραν οι ταινίες εποχής.Το «Οσα παίρνει ο άνεμος», που αναφέρεται στην περίοδο του αμερικανικού εμφυλίου, είναι η ταινία που επηρέασε περισσότερο απ' όλες το χώρο της μόδας, μαζί με τον «Υπέροχο Γκάτσμπι», τα κοστούμια του οποίου φιλοτέχνησε η «δική μας», Θεώνη Ολντριτζ. Μόδα του 2002Για το «Μουλέν Ρουζ» οι επιρροές είναι εύκολα αναγνωρίσιμες στα περιοδικά μόδας και στις μπουτίκ. Τα χρωματιστά μποτίνια με τα κορδόνια, τα μπλουζάκια με τα παλαιομοδίτικα πλην άκρως αποκαλυπτικά κορσάζ, τα βικτοριανά βολάν, οι κορσέδες που από εσώρουχα γίνονται μπλουζάκια, οι σκουρόχρωμες σέξι δαντέλες και τα μακριά κολιέ, το κόκκινο χρώμα της φωτιάς σε ρούχα και παπούτσια. Διάσημοι οίκοι μόδας και εταιρείες καλλυντικών «αντιγράφουν» το ντύσιμο, το μακιγιάζ και τα μαλλιά της Σατίν, προτείνοντας στις γυναίκες του 21ου αιώνα να αφήσουν τα ταμπού στα καμαρίνια και να 'ρθουν στο μαγικό κόσμο τους, όπου οι κοινωνικές τάξεις δεν υφίστανται, όλα είναι υπόθεση χρημάτων, ακριβώς όπως στη μεγάλη σάλα του κανκάν.Μια από τις πολυβραβευμένες σχεδιάστριες κινηματογραφικών κοστουμιών, η Εντίθ Χεντ, όταν κέρδισε το 1954 το Οσκαρ για τα κοστούμια της ταινίας «Σαμπρίνα», δήλωσε ότι έπρεπε να το μοιραστεί με τον Ζιβανσί, που έντυσε την πρωταγωνίστριά της, Οντρεϊ Χέπμπορν. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη αναγνώριση του Χόλιγουντ προς τα μεγάλα γαλλικά ατελιέ. Οπως ήταν και η ευκαιρία του Ζιβανσί να γνωριστεί με το αμερικανικό κοινό, που λάτρεψε τα άψογα καπέλα και τα μαύρα φορέματα της ηθοποιού. Μετά τη «Σαμπρίνα», η Χέπμπορν δεν ξαναφόρεσε ρούχα που δεν υπέγραφε ο διάσημος σχεδιαστής.Ο Ζιβανσί δεν ήταν φυσικά ο πρώτος. Πριν από αυτόν αλλά και μετά, όλοι οι μεγάλοι της υψηλής ραπτικής, οι οποίοι κατάλαβαν τη δύναμη του σελιλόιντ, σχεδίασαν για τον κινηματογράφο.* Η πρώτη σχεδιάστρια κοστουμιών για το σινεμά ήταν η μαμά της Λίλιαν Γκις, που έφτιαξε το 1915 τα ρούχα της κόρης της για τη «Γέννηση ενός έθνους» του Γκρίφιθ.Οι δημιουργίες της δεν επηρέασαν τα πλήθη αλλά δεν έγινε το ίδιο το 1946 με το φόρεμα που σχεδίασε ο Γάλλος Ζαν Λουί για τη Ρίτα Χέιγουορθ, στη «Γκίλντα».* Το 1951 ο Κριστιάν Ντιόρ σχεδίασε το νέο λουκ της Μάρλεν Ντίτριχ και τα κοστούμια της για το σινεμά. Τη μιμήθηκε όλη η Αμερική.* Μεγάλη ήταν και η απήχηση στα λαϊκά στρώματα, των ρούχων που σχεδίασε ο Οσκαρ ντε λα Ρέντα, ενώ ο Μπαλμέν άφησε τα δικά του αποτυπώματα με κοστούμια για 73 ταινίες!!* Ο Πάκο Ραμπάν, η Μέρι Κουάντ ακόμη και οι Ιβ Σεν Λοράν και Τζιάνι Βερσάτσε σχεδίασαν για το σινεμά με επιτυχία.* Ο Γκοτιέ σχεδίασε για τις κινηματογραφικές εμφανίσεις της Μαντόνα κι έγινε ο αγαπημένος σχεδιαστής της νεολαίας.* Αντιθέτως, απέτυχε η μεγάλη κυρία της μόδας, η Κοκό Σανέλ. Τα κοστούμια της για την Γκλόρια Σβάνσον το 1931 δεν έγιναν trendy.* Εν αντιθέσει με τα ρούχα της Χέπμπορν στο «Πρόγευμα στου Τίφανι», της Φάροου στον «Υπέροχο Γκάτσμπι», της Στριπ στο «Πέρα από την Αφρική» και φυσικά τη φούστα μίντι της Φέι Ντάναγουεϊ στο «Μπόνι και Κλάιντ». Σήμερα, η Νικόλ Κίντμαν με τους κορσέδες της είναι σε πολύ καλό δρόμο. Αν μη τι άλλο, τα μποτίνια της είναι ήδη trendy.

ΕΛΕΩΝΟΡΑ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

ART & ΘΕΑΜΑΤΑ - 04/11/2001

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Μεταξύ εκδίκησης και λύτρωσης

της Ελεωνόρας Ορφανίδου

Οταν το «Heaven» προβλήθηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ του Βερολίνου, η κριτική μετρούσε πόσος Κισλόφσκι μπορεί να χωρέσει σε έναν Τομ Τίκβερ. Οι απαντήσεις που δόθηκαν, πολλές και αντιφατικές.


Στο «Heaven», που θα προβάλλεται από την Παρασκευή και στην Αθήνα, ο γερμανός σκηνοθέτης αποτολμά μαζί με τον συνσεναρίστα του Κισλόφσκι, Κριστόφ Πιέσιεβιτς, να επαναλάβει μια τριλογία σαν αυτή των «Τριών χρωμάτων». Η ηρωίδα είναι χήρα σαν την πρωταγωνίστρια του «Μπλε», αλλά αυτό αρκεί για να απελευθερωθεί;

Η Φιλίπα Πάκαρντ (Κέιτ Μπλάνσετ), μια βρετανίδα δασκάλα που ζει στην Ιταλία, παίρνει το νόμο στο χέρια της για να εκδικηθεί το θάνατο του συζύγου της από ναρκωτικά. Βάζει μια βόμβα στο γραφείο του εμπόρου που πουλά ηρωίνη και σε αρκετούς μαθητές της, θεωρώντας περίπου νόμιμη την αυτοδικία, αφού η αστυνομία δεν άκουσε ποτέ τις καταγγελίες της. Ομως όλα αλλάζουν μέσα της όταν η βόμβα σκοτώνει αθώους πολίτες. Η αποφασισμένη γυναίκα συντρίβεται από τις ενοχές, συλλαμβάνεται από την αστυνομία και περνάει από την κάθαρση που ήλπιζε ότι θα της φέρει ο θάνατος του εμπόρου στην Κόλαση των τύψεων και του άτεγκτου κρατικού μηχανισμού. Ομως, αυτή η κόλαση της φέρνει αναπάντεχα τον Παράδεισο· ένας αστυνομικός μπαίνει στη ζωή της (τον υποδύεται ο Τζιοβάνι Ριμπίζι) την παίρνει από το χέρι και της δείχνει το δρόμο προς την ελευθερία!

Το αν ο γερμανός σκηνοθέτης μπορεί να αποδώσει την πτώση και την άνοδο του ανθρώπου, το ταξίδι προς τη γνώση και την ελευθερία, ο θεατής θα το κρίνει κυρίως στο δεύτερο μέρος της ταινίας, εκεί όπου αφήνεται σε σχεδόν ονειρικά πλάνα της ιταλικής εξοχής, στην οποία καταφεύγει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι.

Ο κριτικός των «Λος Αντζελες Τάιμς» γράφει ότι όλη αυτή η φιλολογία δεν είναι το ζητούμενο! Επειδή όμως οι σινεφίλ θα αναζητήσουν τον Κισλόφσκι, έστω και λόγω νοσταλγίας, δεν πρέπει να μπερδευτούν. Πηγαίνουν σινεμά για να δουν μια ταινία του Τομ Τίκβερ.


7 - 13/10/2002