Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Αλίμονο στους νέους




Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ (oimouses.blogspot.com)

Χάρη στους μύθους των μεταναστών από την Αϊτή, το κάθε λογής κυνήγι της αιώνιας νεότητας, ο μύθος του Φάουστ, το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, οι βρικόλακες, μπορούσαν να ζουν και στη Νέα Ορλεάνη -τέρμα η αποκλειστικότητα των Καρπαθίων. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που σ' αυτήν ακριβώς την πόλη διάλεξε να γεννηθεί ο Μπέντζαμιν Μπάτον, ήρωας μιας μικρής νουβέλας που έγραψε το 1922 ο Σκοτ Φιτζέραλντ.


«Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον».
Αν κάτι τον φέρνει στην επικαιρότητα, δεν είναι μια επανέκδοση του βιβλίου αλλά μια καινούρια ταινία που αρπάζεται από το εύρημά του: ο ήρωάς της γεννιέται ως 80χρονο μωρό και μεγαλώνοντας μικραίνει!

Ο Ντέιβιντ Φίντσερ («Seven», «Fight club» και «Zodiac») επιχειρεί ένα κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στον χρόνο, τον θάνατο, τη γραμμή της ζωής, την ανατροπή της. Τι τελικώς καταφέρνει;

Σίγουρα να παίξει στα Οσκαρ και να ξαναφέρει στο προσκήνιο τον πρωταγωνιστή του, Μπραντ Πιτ, με τις απίστευτες μεταμφιέσεις. Οσον αφορά τα υπόλοιπα, ήδη άνοιξε μια συζήτηση για το τι τελικώς είπε ο ποιητής, με φανατικούς υποστηρικτές αλλά και αμφισβητίες -όπως την «Ουάσιγκτον Ποστ»: «Ο Φίντσερ έκανε ένα νέο "Forrest Gump", δηλαδή μια ναΐφ εκδοχή του ταξιδιού της ζωής».

Το τίμημα της αιώνιας ζωής

Φόρεστ Γκαμπ και Μπέντζαμιν Μπάτον εξάλλου έχουν τον ίδιο κινηματογραφικό πατέρα. Το σενάριο και των δύο ταινιών έγραψε ο Ερικ Ροθ. «Ποτέ δεν ξέρεις τι θα βρεις μέσα» μας έλεγε το τρέιλερ τότε, «you never know what's comin' for ya», μας λέει τώρα για τον 80χρονο που μαθαίνει και αυτός τη ζωή μέσα από τα πρόσωπα που συναντά ή χάνει. Όσον αφορά την πόλη, η Νέα Ορλεάνη δεν στέκει πάντα πίσω του ως μαγικό σκηνικό, εξαφανίζεται μέσα στα νερά του τυφώνα «Κατρίνα», οδυνηρή υπόμνηση θανάτου, της πόλης και του δικού του, που είναι αναπόφευκτος, ακόμη κι όταν το τέλος μοιάζει με αρχή.

*Η πόλη είχε φιλοξενήσει και παλιότερα τον Μπραντ Πιτ στον ρόλο του Λουί, ενός άλλου καταραμένου που κατέλυσε τον χρόνο, στην ταινία του Νιλ Τζόρνταν «Συνέντευξη μ' ένα βρικόλακα».

Ο Λουί, ένας 24χρονος αριστοκράτης από τη Λουιζιάνα, βρίσκει στον δρόμο του τον Λεστάτ, έναν σκοτεινό βρικόλακα, τον οποίο υποδύεται ο Τομ Κρουζ. Ο Λεστάτ θα του προσφέρει με το κλασικό δάγκωμα την αθανασία εντός του σκότους και ο Λουί θα προσπαθεί μέσα στην αιωνιότητα να την απαρνηθεί!

Το άχρονο βαμπίρ που ποθεί τον χρόνο, άρα και τον θάνατο, ταξιδεύει και στον χώρο: πηγαίνει στην Ευρώπη σε μια μάταιη αναζήτηση της λύτρωσης, η οποία τελικώς μπορεί να έρθει μόνο αν αντικρίσουν τα μάτια την αυγή -και τον θάνατο- στην Golden Gate του Σαν Φρανσίσκο.

*Οπως και στη «Συνέντευξη μ' έναν βρικόλακα», το αίμα και η νύχτα είναι το τίμημα της αιώνιας ζωής σε όλες τις ταινίες με παρεμφερείς ιστορίες. Στο «Αίμα και πάθος» του Τόνι Σκοτ η Κατρίν Ντενέβ υποδύεται τη Μίριαμ Μπλέιλοκ, βρικόλακα του Μανχάταν, που με τρόμο διαπιστώνει ότι ο άντρας της, Τζον (Ντέιβιντ Μπόουι), παρά το γεγονός ότι είναι και αυτός βαμπίρ, γερνάει! Μια γεροντολόγος, την οποία υποδύεται η Σούζαν Σάραντον, καλείται να δώσει λύση στο πρόβλημα, αλλά η κατάσταση περιπλέκεται διότι την ερωτεύεται η Μίριαμ! Ο Τζον αποτελεί πλέον ένα βαρίδι που θα 'θελε να ξεφορτωθεί!

*Μαύρη η ιστορία του ζεύγους των βρικολάκων, κατάμαυρη και η εκπληκτική μαύρη κωμωδία «Ο θάνατος σου πάει πολύ» του Ρόμπερτ Ζεμέκις, για το τίμημα που καλείται να πληρώσει μια κοινωνία η οποία θεοποιεί την αιώνια νεότητα. Ο Ερνεστ, πλαστικός χειρουργός τον οποίο υποδύεται ο Μπρους Γουίλις, παρατάει την αρραβωνιαστικιά του Έλεν (Γκόλντι Χόουν) για τη φίλη της Μάντλιν (Μέριλ Στριπ).

Η Ελεν ζει μόνο για να τους εκδικηθεί και η Μάντλιν για να σταματήσει τον χρόνο και να μείνει πάντα νέα. Και το καταφέρνει. Οι ζωές των τριών ξανασμίγουν, το μαγικό φίλτρο της νεότητας, το οποίο είναι και ποτό αθανασίας, το παίρνει τελικώς και η Ελεν, κι αυτό, όσο κι αν φαντάζει υπέροχο, στην πραγματικότητα θα γίνει ο χειρότερος εφιάλτης τους!

*Αντίθετα, μόνο κωμωδία δεν είναι ο «Δαιμονισμένος άγγελος» του Αλαν Πάρκερ. Ο Μίκι Ρουρκ γίνεται υπ' αριθμόν ένα ύποπτος για φόνο και στο τέλος ήρωας του Φάουστ. Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο διάβολος αυτοπροσώπως, ζητάει την ψυχή που δικαιούται.

*Αν ο Μπέντζαμιν Μπάτον είχε έναν κινηματογραφικό αδερφό (εκτός από τον Φόρεστ Γκαμπ), αυτός δεν θα ζούσε στον Νότο, αλλά στην κλασική για τέτοιες περιπτώσεις Ρουμανία. Ο ρουμάνος συγγραφέας Μιρτσέα Ελιάντε έπλασε τον Ντομινίκ Ματέι, έναν καθηγητή ανατολικών γλωσσών ο οποίος, το 1938 κι ενώ ήταν 70 ετών, δέχτηκε χτύπημα από κεραυνό και ξαναέγινε νέος. Η ιστορία συγκίνησε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο οποίος επέστρεψε μετά από χρόνια στη σκηνοθεσία (και στην Τρανσυλβανία όπου και είχε γυρίσει τον «Δράκουλα»). Δεν συγκίνησε όμως τούς θεατές: Ο τίτλος της ταινίας ήταν «Νεότητα χωρίς νιάτα», τον ήρωα (Τιμ Ροθ) κυνηγούσαν οι ναζί, γιατί ήθελαν να πειραματιστούν πάνω στην ανανέωσή του, ο ίδιος κυνηγούσε μια κοπέλα που είχε τη μορφή της αγαπημένης του την περίοδο που ήταν κανονικά νέος, προ κεραυνού δηλαδή, και κάπως έτσι όλοι μπερδεύτηκαν...

Με τη μασελίτσα...

*Ενας άλλος παραμυθάς του σινεμά, ο Τιμ Μπάρτον, φαντάστηκε στο «Big Fish» έναν χαρακτήρα που μένει επί τρία χρόνια στο κρεβάτι διότι μεγαλώνει τόσο γρήγορα, ώστε δεν μπορεί να ελέγξει το σώμα του. Ηταν μόνο η αρχή ενός παραμυθιού, το οποίο δεν πίστεψε ποτέ κανείς, ούτε ο ίδιος ο γιος του. (Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας, αναφορά στις απίθανες ιστορίες που λένε οι ψαράδες για τα δήθεν μεγάλα ψάρια που έπιασαν).

*Το αντίθετο συμβαίνει στο ευρωπαϊκό αριστούργημα του Σλέντορφ το «Ταμπούρλο»: Ο μικρός Οσκαρ γεννήθηκε στο Ντάσινγκ το 1924 και τριών ετών σταμάτησε να μεγαλώνει, διαμαρτυρόμενος γι' αυτά που έρχονταν, τον εθνικοσοσιαλισμό δηλαδή και τον πόλεμο. Μεγάλωσε τελικά με ταχύτατο ρυθμό, τυλιγμένος σε γάζες, πάνω σ' ένα φορείο, μόνο όταν τελείωσαν όλα.

*Ο ευτυχής ήρωας που σταμάτησε κατά κάποιον τρόπο τον χρόνο είναι ο ήρωας που κατάφερε τελικώς να ξαναβάλει μπρος το ρολόι, λέει το ηθικό δίδαγμα σχεδόν σε όλες τις ταινίες, ακόμη και τις απλοϊκές σαν το «Για πάντα νέος» του Στιβ Μάινερ, με τον Μελ Γκίμπσον και την Τζέιμι Λι Κέρτις. Ο Ντάνιελ συμμετέχει σε ένα πείραμα κρυογενετικής, όταν από λάθος ξεχνιέται σε μια αποθήκη του στρατού επί 53 χρόνια. Οταν τον ανακαλύπτουν, μαθαίνει ότι η καλή του ζει, μόνο που είναι 70, ενώ αυτός ένας κατεψυγμένος τριαντάρης!

*Εδώ, σ' εμάς, στο «Αλίμονο στους νέους» του Αλέκου Σακελλάριου, ο Δημήτρης Χορν ήταν το γερόντιο (της Κηφισιάς) που ευχήθηκε να γίνει νιάτο, για να τον ερωτευθεί η Μάρω Κοντού, το φτωχό κορίτσι που λιμπιζόταν. Η επιθυμία του εισακούσθηκε, αλλά η πλαστή νεότητα νικήθηκε από την αληθινή. Ετσι δεν γίνεται και στην αληθινή ζωή;


7 - 18/01/2009

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

«Μάτριξ» σε κόμιξ





της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Αν η κούκλα των παιχνιδομηχανών, Λάρα Κροφτ, κατάφερε να πάρει σάρκα και οστά ως Αντζελίνα Τζολί, στην κινηματογραφική σειρά του Tomb Raider... Αν ο Σούπερμαν, υπό τη μορφή του Κρίστοφερ Ριβ, ξέφυγε από τις σελίδες των κόμιξ για να πετάξει στους κινηματογραφικούς ουρανούς... γιατί να μην γίνει ο Νίο (Κιάνου Ριβς) του κινηματογραφικού Μάτριξ ένας πετυχημένος ήρωας στο χαρτί;



Για τους λάτρεις των ταινιών των αδελφών Γουατσόφσκι, μεγάλο γεγονός αυτές τις μέρες δεν αποτελεί μόνο η επικείμενη παγκόσμια πρεμιέρα του «The Matrix Revolutions», αλλά και η έκδοση πριν από λίγες μέρες στις Ηνωμένες Πολιτείες του βιβλίου του «The Matrix comics», το οποίο περιέχει στις 160 σελίδες του 12 ιστορίες που εμπνεύστηκαν γνωστοί κομίστες με αφορμή την τριλογία των Γουατσόφσκι.

Ανθρωποι σαν τους Τζον Γκέτα και Τζεφ Ντάροου, που δημιούργησαν τα πρωτοποριακά εφέ των τριών ταινιών, συνεργάστηκαν στην έκδοση, που ούτως ή άλλως αρχικώς είχε ψηφιακή μορφή, καθώς ως ιδέα ξεκίνησε από το Ιντερνετ και τις χιλιάδες ιστοσελίδες με πληροφοριακό υλικό για το «Matrix». Οι ίδιοι εξάλλου έχουν δημιουργήσει και το ηλεκτρονικό παιχνίδι αλλά και το Animatrix, τη σειρά κινουμένων σχεδίων γύρω από τον εφιαλτικό κόσμο που φαντάστηκαν οι δημιουργοί της τριλογίας.

Οι ιστορίες των κόμιξ έχουν απ' όλα. Οπως και η τελευταία ταινία της τριλογίας, παρουσιάζουν τον πόλεμο έξω από το «Matrix» σε μια εξωπραγματική, τρομακτική Αμερική, περιγράφουν τις περιπέτειες του Νίο και των φίλων του, αλλά ξεφεύγοντας από το συγκεκριμένο πλαίσιο των ηρώων των αδελφών Γουατσόφκσι μιλούν ακόμη για νέους ήρωες, νέους εφιάλτες, νέους πλανήτες.

Λίγο πριν βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες το πρώτο «Matrix», κανείς από τους καλλιτέχνες που υπογράφουν τις ιστορίες του βιβλίου δεν ήξερε πέρα από γενικές πληροφορίες τι επρόκειτο να δει στο σινεμά. Ωστόσο τέσσερις εξ αυτών κλήθηκαν και έφτιαξαν αντίστοιχες ιστορίες γύρω από το περιεχόμενο της ταινίας. Το αποτέλεσμα, λένε οι αμερικανοί κριτικοί που έλαβαν στα χέρια τους το βιβλίο πριν από δυο εβδομάδες, είναι εξίσου πρωτοποριακό με αυτό των ταινιών. Οσον αφορά το αγοραστικό ενδιαφέρον, όπως δείχνουν οι επισκέψεις στις ηλεκτρονικές σελίδες των μεγάλων βιβλιοπωλείων, είναι πολύ μεγάλο.

Στο κινηματογραφικό «The Matrix revolutions», οι δημιουργοί μάς υπόσχονται μια εξήγηση-απάντηση στο διαφημιστικό μότο της τριλογίας «What is the Matrix» καθώς και ένα τέλος. Στο Matrix των κόμιξ η περιπέτεια μόλις αρχίζει, καθώς οι αδερφοί Γουατσόφσκι, που έχουν την ευθύνη της παραγωγής, δεν έχουν ξεκαθαρίσει όλους τους λογαριασμούς τους με το «τέρας» που κατασκεύασαν, όταν μια μέρα του '99 έκαναν εμάς οπαδούς ενός νέου φανταστικού κόσμου και τους εαυτούς τους πλούσιους και διάσημους...




7 - 02/11/2003

Τα μαγικά κουτιά της οθόνης



της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Σαμ, τι είναι αυτό;

- Το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα.

(Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ περιγράφει το «Γεράκι της Μάλτας» στις τελευταίες σεκάνς της ομώνυμης ταινίας του Χιούστον).



Το Γεράκι, ως αγαλματίδιο, όντως επιτέλεσε το ρόλο του κάνοντας τα όνειρα του σκηνοθέτη, ταινία. Αλλά κι εκείνο το κομμάτι σκοινί κίνησε την ιστορία στη «Θηλιά» του Χίτσκοκ. Και το Αγιο Δισκοπότηρο έγινε το αντικείμενο του πόθου και ξαναέφερε στην ενεργό δράση τον Ιντιάνα Τζόουνς. Χίτσκοκ και Τριφό, στις περιβόητες συνεντεύξεις του άγγλου μετρ προς τον γάλλο ομότεχνο του, είχαν καταλήξει για τη σημασία που παίρνει πολλές φορές στο σινεμά ένα αντικείμενο, ως μέσο για να πει ο σκηνοθέτης την ιστορία του. Κακές, μέτριες αλλά και σπουδαίες ταινίες, χρησιμοποίησαν αυτό το μέσο και ανάλογες τεχνικές, με τελευταία την καινούρια περιπέτεια της Λάρα Κροφτ, που θα δούμε και στην Αθήνα. Ο Γιαν Ντε Μποντ δεν είναι Χιούστον, αλλά το αλφάβητο του σινεμά δεν το ξέρουν μόνο οι δέκα καλύτεροι!

*Η Αντζελίνα Τζολί, λοιπόν, καλείται να ανακαλύψει το κουτί της Πανδώρας πριν από τους κακούς που θέλουν να το χρησιμοποιήσουν σαν... όπλο μαζικής καταστροφής. Την ελληνική μυθολογία που ήξερε ο θεατής πρέπει να την ξεχάσει και να συμβιβασθεί με την άποψη της ταινίας ότι το κουτί της Πανδώρας χάρισε στη Γη τη ζωή και έκλεισε μέσα του, πριν ξεχυθεί και σβήσει τα πάντα, το θάνατο. Το έθαψε δε ο Μέγας Αλέξανδρος σε έναν, υποθαλάσσιο πια, ναό. Σ' αυτή την κούρσα διεκδίκησης του θαυματουργού κουτιού, η Λάρα Κροφτ ξεδιπλώνει όλα της τα ταλέντα, κάνει απίστευτα ακροβατικά, τόσο δύσκολα που αντικαταστάτης της στις επίμαχες σκηνές ήταν άντρας ντυμένος σαν εκείνη.

*Το κουτί της Πανδώρας δεν είναι φυσικά το μοναδικό κουτί του σινεμά που βοήθησε να ειπωθεί μια ιστορία. Στο δικό του «Μουσικό κουτί», ο Κώστας Γαβράς άφησε να φανερωθεί όλη η αλήθεια στην Τζέσικα Λανγκ σχετικά με την εμπλοκή του πατέρα της στις ναζιστικές θηριωδίες. Το κουτί ανοίγει, παίζει τη μουσική της αθωότητας και οι φωτογραφίες του πατέρα καταθέτουν την ενοχή.

*Αλλο ένα μουσικό κουτί εγκλείει μέσα του όλες τις παραμορφώσεις που υπέστη λόγω, της αστικής του ζωής -κατά τον Μπουνιουέλ-, ο ήρωάς του, Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ. Τίτλος της ταινίας «Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ» και υπόθεση το δολοφονικό παιχνίδι του ήρωα που εύχεται στο κουτί του το θάνατο αυτών που μισεί και οι οποίοι όντως... πεθαίνουν. Ο Αρτσιμπάλντο παραδίδεται στην αστυνομία που δεν τον πιστεύει και λυτρώνεται αφού πετάει του κουτί μέσα σε μια λίμνη.

*Το κουτί, φυσικά, τις πιο πολλές φορές απλώς έχει μέσα του λεφτά. Πρόσφατα ο Λαρς Φον Τρίερ στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι», μας είπε την ιστορία της τυφλής του τραγουδίστριας μέσα από το κουτί που έκρυβε τις οικονομίες για την εγχείρηση των ματιών της. Το κουτί κλέβεται από τον ιδιοκτήτη του τροχόσπιτου που νοικιάζει και, μέσα από την προσπάθεια επαναπόκτησής του, η ηρωίδα (Μπγιορκ) θυσιάζεται για το γιο της.

*Στα «Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων» του Μπόιλ το κουτί γίνεται βαλίτσα με χρήματα. Τρεις συγκάτοικοι νοικιάζουν ένα δωμάτιο τους σε έναν άγνωστο, ο οποίος πεθαίνει αφήνοντάς τους, μέσα σε μια βαλίτσα, μια αμύθητη περιουσία. Οι φίλοι θα γίνουν εχθροί, συγκάτοικοι πλέον στην τρέλα.

*Το Αγιο Δισκοποτήριο φαντασιώνεται αδυνατώντας να ξεπεράσει το χαμό της γυναίκας του και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, ο άστεγος σύντροφος του Τζεφ Μπρίτζες στον «Βασιλιά της μοναξιάς» του Τέρι Γκίλιαμ, ενώ τον δικό του θησαυρό θανάτου βρίσκει στους «Ανοιχτούς λογαριασμούς» ο Μελ Γκίμπσον, όταν διαπιστώνει ότι στο μουσικό κουτί του σπιτιού η γυναίκα του κρύβει τα ναρκωτικά της.

*Στις πειρατικές ταινίες συχνά το «κουτί» είναι ένας θησαυρός ή ένας χάρτης, στα γουέστερν ένα κιβώτιο με χρήματα ή τιμαλφή που έθαψαν οι Νότιοι σε έναν τάφο ή μια χρηματαποστολή σε ένα τρένο ή μια άμαξα («Ο καλός , ο κακός και ο άσχημος», «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» κ.ά.).

*Στα νουάρ είναι ένα γεράκι, στον «Πολίτη Κέιν» του Ουέλς όμως είναι απλώς μια λέξη: rosebud (ροδανθός). Η ανακάλυψη του νοήματος αυτής της λέξης είναι το μέσο που χρησιμοποιεί ο ιδιοφυής σκηνοθέτης για να πει την ιστορία του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ. Ο ρεπόρτερ που αναζητεί το νόημα της τελευταίας λέξης που ξεστόμισε ο Χιρστ πριν πεθάνει, καταλαβαίνει μαζί με το κοινό τι είναι ο ροδανθός και όχι τι σημαίνει. Οπως λέει, ίσως είναι κάτι που δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ ή ίσως κάτι που έχασε.

*Η απώλεια του «θησαυρού» είναι η κινητήρια δύναμη μιας άλλης μεγάλης ταινίας, του «Φαρενάιτ 451» του Τριφό. Θησαυρός εδώ είναι τα βιβλία τα οποία καίγονται στη θερμοκρασία του τίτλου. Σε μια μελλοντική κοινωνία, ένας πυροσβέστης καίει βιβλία γιατί απαγορεύεται η ανάγνωση και κατοχή τους. Εως την ημέρα που υποκύπτει στον πειρασμό να διαβάσει και γίνεται σύντροφος των λίγων που έχουν απομείνει για να διασώσουν -μαθαίνοντάς τα απ' έξω- τα αγαπημένα τους βιβλία.

*Αν εδώ τα βιβλία εκπροσωπούν έναν ολόκληρο πολιτισμό σε κίνδυνο, στον «Τιτανικό» του Κάμερον ένα μενταγιόν γίνεται απλώς η αφορμή για να διαψευσθούν τα ανθρώπινα με τον πιο τραγικό τρόπο. Ο σκηνοθέτης βάζει επίτηδες λίγες ώρες πριν από την καταστροφή τον πρωταγωνιστή του Λεονάρντο Ντι Κάπριο να φωνάζει στη φύση «Είμαι ο Βασιλιάς του Κόσμου» (Ι' m the king of the world) και ξεκινά την ιστορία με το πανάκριβο μενταγιόν που (δήθεν) θάφτηκε στο βυθό εκείνη την τραγική νύχτα. Μέσα στις δυόμισι ώρες της ταινίας διαψεύδει και τους δύο μύθους.

*Κάτι που δεν γίνεται φυσικά στις καθαρόαιμες περιπέτειες, σαν αυτές που ζει ο Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) χάρη στον Στίβεν Σπίλμπεργκ, είτε αναζητώντας στο «Ναό του χαμένου θησαυρού» την ιερή πέτρα που είχε κλαπεί από ένα χωριό της Ινδίας, είτε στην «Τελευταία σταυροφορία» το Αγιο Δισκοπότηρο και τον πατέρα του (Σον Κόνερι) είτε τη «Χαμένη Κιβωτό».

*Από το γοητευτικό παιχνίδι του θησαυρού πέρασε και ο προστατευόμενος του Σπίλμπεργκ, Ρόμπερτ Ζεμέκις, με το «Κυνηγώντας το πράσινο διαμάντι» και το «Διαμάντι του Νείλου», ταινίες που απογείωσαν τις καριέρες των Μάικλ Ντάγκλας και Κάθλιν Τέρνερ.

*Τέλος, χάρη σε ένα κουτί με τους θησαυρούς του Κουβέιτ, «Τρεις ήρωες» ανακάλυψαν τον εαυτό τους: Μάρτης του 1991 στο Ιράκ και ο Τζορτζ Κλούνεϊ με τους φίλους του, λίγο μετά τη λήξη του πολέμου, βρίσκουν ένα χάρτη με το σημείο στο οποίο ο Σαντάμ Χουσέιν έθαψε τον χρυσό του εμιράτου. Δεν θα τον πάρουν ποτέ, γιατί ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ράσελ ήθελε να πει, όπως και άλλοι, χάρη σε ένα κουτί, μιαν άλλη ιστορία!




7 - 05/10/2003

Το σινεμά στην έδρα





της Ελεονώρας Ορφανίδου


Ο Γιωτόπουλος θα ήταν ωραίος και ευθυτενής την ώρα που θα του ζητούσε ο πρόεδρος να σηκωθεί. Ο Σάββας σαφώς θα ήταν ο ζεν πρεμιέ. Ο Κουφοντίνας δεν θα είχε φαλάκρα.





Κι όλοι τους θα ήταν κακοί μεν, πιο «γκλαμ» δε, διότι θα ήταν πλάσματα του μαγικού κόσμου του σινεμά, αυτού στον οποίο ακόμη και οι κακοί οφείλουν να έχουν ομορφιά και γοητεία.

Ταινία φυσικά δεν υπάρχει (ακόμη), αλλά αν υφίσταται μια πιθανότητα να «δούμε» κάτι από τη δίκη που αρχίζει αύριο στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, θα το δούμε κλεισμένοι σε μια σκοτεινή αίθουσα και όχι στις τηλεοπτικές ειδήσεις των οκτώ. Η δίκη της 17Ν είναι κλειστή και σιωπηλή, χωρίς ήχο και εικόνα, μια δίκη σαφώς διαφορετική, και όχι φυσικά μόνο γι αυτούς τους λόγους.

Αυτό ήταν; Τελείωσε; Είδαμε ότι είδαμε από τον Κουφοντίνα, την εποχή που τον κουβαλούσε το βαν της αντιτρομοκρατικής από τον ανακριτή στον εισαγγελέα; Μάλλον όχι! Κάποια στιγμή η 17Ν θα ξαναμπεί στο οπτικό μας πεδίο κινηματογραφικά. Το σινεμά αρέσκεται σε ιστορίες σαν αυτή. Και πολλές φορές κάθισε στο εδώλιο κατηγορούμενους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κοινό ήθελε να ξαναδεί.

Γαβράς και Φορντ

Ανάμεσά τους και ήρωες πολύ διαφορετικοί, όπως στον «Καταδότη» του Τζον Φορντ και στο «Ζ» του Γαβρά. Μες στις αδυναμίες και στα «φιξιόν» του, ο κινηματογράφος κράτησε στη μνήμη αληθινές πολιτικές δίκες, όπως του «Ανθρώπου με το γαρίφαλο» ή του ζεύγους των Ρόζενμπεργκ που «Δεν πρέπει να πεθάνουν».

* Το «Ζ» του Κώστα Γαβρά, με την υπόθεση Λαμπράκη, δεν συγκλόνισε μόνο το ελληνικό κοινό, δεν προτάθηκε μόνο για πέντε Οσκαρ, δεν πήρε απλώς δύο. Κυρίως ευαισθητοποίησε τη διεθνή κοινή γνώμη κατά της χούντας, σε μια εποχή (1969) που εδώ όλα «τα πλάκωνε η φοβέρα. Η τέχνη και η πολιτική συμπορεύθηκαν υπέρ της ελευθερίας κι αυτό ενέταξε το «Ζ» στη μικρή πλην ξεχωριστή κατηγορία του κινηματογράφου που ακούει στο όνομα πολιτικό σινεμά.

Είδαμε τα πλάνα του με τα προεόρτια της δίκης, τον ανακριτή Σαρζετάκη, τις δικαστικές αποφάσεις της πλάκας... Η δίκη ήταν η μεγάλη παρούσα-απούσα της ταινίας, έωλη όπως και στην πραγματικότητα.

* Ο Γαβράς παρέμεινε εκεί, σε πείσμα των καιρών, και χρόνια μετά, το 1989, μας έδωσε μια δίκη στο προσκήνιο. Η ταινία ήταν το «Μουσικό κουτί», ο Αρμιν Μούλερ Σταλ ήταν ο κατηγορούμενος μετά από πενήντα χρόνια για εγκλήματα πολέμου Ουγγροαμερικανός, και η Τζέσικα Λανγκ η κόρη του, που καλείται να αποδείξει την αθωότητά του, όχι και τόσο αυτονόητη όσο φαινόταν στην αρχή. Το δικαστήριο στήθηκε και από έδρας ο Γαβράς μας έβαλε να αναρωτηθούμε αν ο χρόνος αθωώνει...

* Πολλά χρόνια νωρίτερα, ο Τζον Φορντ, ενώ διέπρεπε στα γουέστερν, αποφάσισε να στήσει κι αυτός ένα πολιτικό δικαστήριο, μυστικό, προκειμένου να τιμωρήσει έναν προδότη του ιρλανδικού απελευθερωτικού αγώνα.

Τίτλος της ταινίας, ο «Καταδότης», μεταφορά ενός μυθιστορήματος του Λάιαμ Ο' Φλάερτι. Είμαστε στα 1916 και ένας επίδοξος μετανάστης καταγγέλλει στη βρετανική αστυνομία έναν ιρλανδό επαναστάτη. Δικάζεται μυστικά, καταδικάζεται και τιμωρείται.

* Η Ιρλανδία έχει αρκετές κινηματογραφικές πολιτικές δίκες στο ενεργητικό της, με δημοφιλέστερη αυτή της ταινίας του Τζιμ Σέρινταν «Εις το όνομα του πατρός».

Ο Τζέρι Κόνλον, που είναι υπαρκτό πρόσωπο, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται αδίκως μαζί με την οικογένειά του σε μια δίκη παρωδία, για την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση το 1974, σε ένα παμπ του Λονδίνου. Μια δεύτερη δίκη τον αθωώνει, κι ο Σέρινταν, πολύ Ιρλανδός για να «παρατηρεί» απλώς το θέμα του, το οποίο ούτως ή άλλως δεν έχει πολλές αναγνώσεις, μας κάνει κοινωνούς της δικαίωσης.

* Περιθώρια τέτοια, για χαρές, δεν είχε ο δικός μας Νίκος Τζήμας, διότι ο «Ανθρωπος με το γαρίφαλο», ο Νίκος Μπελογιάννης, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε παρά τις διεθνείς αντιδράσεις. Ωστόσο έστησε στην ταινία το δικαστήριό «τους», προσφέροντας στο κοινό τη μόνη χαρά που μπορούσε, την αφήγηση της ιστορίας ενός ήρωα.

* Δίκες με πολιτικό υπόβαθρο υπάρχουν αρκετές στο ελληνικό σινεμά. Το «Κιέριον» του Δήμου Θέου (1974) αλλά και ο «Φάκελος Πολκ» του Διονύση Γρηγοράτου, στα πέριξ της δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, πραγματεύονται την καταδίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου, του έλληνα Ντρέιφους. Ο πραγματικός Ντρέιφους δικάστηκε και καταδικάστηκε στο σινεμά, αδίκως βεβαίως, όπως και στη ζωή, χρόνια νωρίτερα, το 1937. Η ταινία λεγόταν «Κατηγορώ» και πρωταγωνιστούσε ο Πολ Μιούνι.

* Το σινεμά ξαναδίκασε και τους εγκληματίες πολέμου στη Νυρεμβέργη. Ηταν το 1961, όταν ο δικαστής Νταν Χέιγουντ (Σπένσερ Τρέισι) πήγε στη Νυρεμβέργη, αμέσως μετά τη μεγάλη δίκη, για να δικάσει τους τριταγωνιστές, μεταξύ αυτών και ένα δικαστή, τον Ερνστ Γιάνινγκ (Μπαρτ Λάνκαστερ). Δικαστής έκρινε δικαστή, αλλά το Οσκαρ πήγε στον Μαξιμίλιαν Σελ.

Στην Αφρική και τον ψυχρό πόλεμο

* Κανένα Οσκαρ (προς μεγάλη του απογοήτευση) δεν έδωσε στον Στίβεν Σπίλμπεργκ η δική του δίκη. Αυτή του Amistad.

Ενα ισπανικό πλοίο γεμάτο δούλους από την Αφρική γίνεται η αιτία για να δικαστεί ο ρατσισμός από τους καλούς δικηγόρους (Αντονι Χόπκινς, Μάθιου Μακόναχι).

Το «ανθρώπινο φορτίο» υπάρχει μόνο για να καταδικαστεί πολιτικά η μαύρη ενοχή της Αμερικής και να τελειώσει θεωρητικά μια ιστορία που ταλανίζει τις ΗΠΑ μέχρι σήμερα.

* Εκτός, όμως, από τη δουλεία , το αμερικανικό σινεμά δίκασε και τον Ψυχρό Πόλεμο. Πέρα από την υπόθεση Ρόζενμπεργκ, έστησε δικαστικές έδρες και για άλλη μια, αληθινή υπόθεση κατασκοπίας. Ο σκηνοθέτης Τζον Σλέσινγκερ δεν αντιπάθησε τους κατασκόπους στην ταινία του «Το γεράκι και ο Χιονάνθρωπος» κι ας τους καταδίκασε και αυτός (πώς να κάνει κι αλλιώς) σε πολυετείς καθείρξεις. Ο Τίμοθι Χάτον και ο Σον Πεν (με πατέρα στο FBI, παρακαλώ), πηγαινοέρχονταν το 1977 στο Μεξικό κάνοντας εμπορία ναρκωτικών.

Αυτό ήταν απλώς πταίσμα αν σκεφτεί κανείς ότι πουλούσαν και απόρρητα έγγραφα στους Ρώσους με καταστρεπτικά αποτελέσματα!

* Επικριτικά στην αληθινή δίκη δύο αναρχικών στις ΗΠΑ, έστησε τα δικά του έδρανα το 1971 και ο σκηνοθέτης Τζουλιάνο Μοντάλντο.

Η ταινία, πασίγνωστη, φέρει τα ονόματα των δύο ιταλών μεταναστών «Σάκο και Βαντσέτι» (Sacco and Vanzetti), που το 1920 κατηγορήθηκαν για φόνο, με μόνο στοιχείο την πολιτική τους ιδεολογία.

Ολες αυτές τις ιστορίες ευτυχώς το σινεμά δεν μπορεί να τις κάνει ιστορία. Ενα κάποιο βλέμμα, άλλοτε καθαρά άλλοτε όχι, κοιτά δικαστικές έδρες και πολιτικά γεγονότα και λέει απλώς ιστορίες που έχουν ένα υπόβαθρο αλήθειας, συχνά εξαιρετικά κακοποιημένης κι από τους επαγγελματίες της ιστορίας, τους ιστορικούς. Αν αποτολμούσαμε να δούμε σινεμά διαφορετικά, τι θα μας έμενε στ' αλήθεια γύρω από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες; Ισως όχι η δολοφονία Μόρο, πιθανότατα όμως η σκηνή των τρομοκρατών που κάνουν έρωτα μέσα στο κλουβί που είχε κατασκευαστεί στο δικαστήριο, καλυπτόμενοι από τις πλάτες των συντρόφων τους.

Μας το έδειξε ο Μάρκο Μπελόκιο στο «Ο διάβολος στο κορμί της» και αυτό δεν είναι η ιστορία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, μολονότι είναι πέρα για πέρα αλήθεια.




7 - 02/03/2003

Σουβλίστε τους!




Της ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ


Ο Ντάνιελ Κρεγκ σήμερα θεωρείται ο πιο πετυχημένος Τζέιμς Μποντ. Ομως στην αρχή είχε δεχθεί τέτοιο διαδικτυακό ανάθεμα για την δήθεν ανικανότητά του να οδηγεί, να πυροβολεί, να πίνει... που κοντέψαμε να πιστέψουμε ότι αυτοί που τον επέλεξαν ήταν άσχετοι!



Η ζωή έδειξε τα ανάποδα και ο Κρεγκ απέδειξε ότι δικαιούτο να κριθεί αφού τον δούμε επί το έργον. Ομως ο θαυμαστός κόσμος του Διαδικτύου έχει τη δική του ζωή και συχνά άλλη άποψη. Εδώ, όλοι αγαπούν να μισούν! Χρήστες που απεχθάνονται κάποια διασημότητα ή ένα προϊόν, η μια χώρα, ή τη μάνα τους, φτιάχνουν μια σελίδα και αναζητούν ομοϊδεάτες για να μισήσουν παρέα! Το ευχαριστιούνται δε τόσοι πολλοί, που τα σάιτ στο Ιντερνετ είναι αμέτρητα! Και σήμερα, που είναι η γιορτή της αγάπης, έχουν την τιμητική τους.

Μια επίσκεψη στο www.ihate.com ή στο www.ihate.org.uk αρκεί για να δεις ότι πολλοί σπαταλούν χρόνο και ιδέες μόνο για να πουν «μισώ τη Μπρίτνεϊ Σπίαρς». Ή ότι υπάρχουν κάποιοι που διατρανώνουν ότι μισούν ακόμη και τον Σέξπιρ ή τον Παζολίνι. Αντιγράφουμε από βρετανική ιστοσελίδα: «Ξέρω ότι ήταν σπουδαίος σκηνοθέτης (ο Παζολίνι), αλλά μισώ το Σαλό, κυρίως το δεύτερο μέρος, αυτό με τα σκ... Δεν έχω χειρότερο, και πρέπει και να το ξαναδώ για επαγγελματικούς λόγους».

Οι διαδικτυακοί εχθροί του Παζολίνι, βεβαίως, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Λιγότεροι αλλά υπαρκτοί και εκείνοι που μισούν τον Σέξπιρ: «Είναι», γράφει ένας καταφανώς αμερικανός χρήστης του Ιντερνετ, «μέγας βασιλόφρων και ας βλέπει ότι οι βασιλιάδες είναι επικίνδυνοι για το λαό». Αλλος υποστηρίζει ότι «ο Αμλετ, ο Ερρίκος και ο Λιρ αποδεικνύουν πόσο καλή ιδέα ήταν... οι Ηνωμένες Πολιτείες».

Οι Αμερικανοί δεν φείδονται σχολίων και για τους διάσημους ομοεθνείς τους. Ακόμη και το σύγχρονο σύμβολο του αμερικανικού ονείρου, ο Μπιλ Γκέιτς, «με τόσα δισ. δεν μπορεί να πετύχει ένα σωστό κούρεμα», σύμφωνα με έναν χρήστη με το ψευδώνυμο Sam. Οσον αφορά το απόλυτο πρότυπο της σύγχρονης Αμερικανίδας, την Τζούλια Ρόμπερτς, «έχει το πιο άσχημο στόμα. Είχα να δω στο σινεμά τόσα πολλά δόντια σε ένα στόμα από την εποχή που γυρίστηκαν τα "Σαγόνια του καρχαρία"» γράφει ένας μπλόκερ.

*Στα Τάρταρα και το πιο καυτό ζευγάρι της παγκόσμιας σόου μπιζ, ο Μπραντ Πιτ και η Αντζελίνα Τζολί. «Πώς γίνεται να υιοθέτησαν την κόρη τους τον Απρίλιο αλλά να άρχισαν να βγαίνουν τον Ιούλιο;» αναρωτιέται κάποιος καχύποπτος που θεωρεί ότι το ζευγάρι είχε κάνει την Τζένιφερ Ανιστον τάρανδο! Αλλος πιστεύει ότι όλα, αγαθοεργίες, παιδιά, εξωτικά ταξίδια, τα κάνουν -για τι άλλο;- για να βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας.

*Ι hate-paris-hilton-sex-tape: Με αφορμή την κασέτα που δείχνει την Πάρις Χίλτον να κάνει σεξ, διάφοροι επισκέπτες της ιστοσελίδας τη λούζουν με τα καλύτερα: «Είναι μια μικρή πουτ..., κοκαλιάρα και χωρίς στήθος» γράφει κάποιος. Και άλλος: «Κανείς δεν θα πήγαινε μαζί της αν δεν ήταν τόσο πλούσια» Τα χειρότερα είναι ακατάλληλα δι' ανηλίκους.

*Το αυτό ισχύει για τις Μπρίτνεϊ Σπίαρς και Κριστίνα Αγκιλέρα. Στο σάιτ κατά της Μπρίτνεϊ, κάποιος γράφει: «Δεν τραγουδάει, δεν ξέρει καν να μιλάει, μόνο να καπνίζει σαν τσιμινιέρα. Προσπαθεί να μας πείσει ότι ήταν παρθένα στα 18! Αυτό κι αν είναι ανέκδοτο». Ετερος: «Είναι ένα λευκό σκουπίδι που παντρεύτηκε ένα άλλο λευκό σκουπίδι από την πιο κοντινή γειτονιά. Νομίζει ότι είναι η επόμενη Μαντόνα. Τι ηλίθια!».

*Και τι γίνεται με τη Μαντόνα; «Είναι γριά», «Δεν ξέρει να παίζει», «Εχει ηλίθιο άντρα», «Τα τραγούδια της δεν αξίζουν μία», «Εχει κάνει πλαστικές». Είναι μόνο μερικές από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει μέσω Ιντερνετ, συν τη δωρεάν διαφήμιση του βιβλίου «The Ι hate Madonna Handbook», που φαίνεται ότι τις κάνει τις πωλήσεις του στο εξωτερικό!

«Είναι γριά» γράφουν και για τη Μέλανι Γκρίφιθ. «Κάνει τα πάντα για να μην της φύγει ο Αντόνιο Μπαντέρας», υποστηρίζει επισκέπτης ενός μπλογκ. Ανταγωνιστής του προηγούμενου γράφει ότι η Μέλανι Γκρίφιθ θυμίζει σε όλους πόσα λάθη γίνονται στις υποψηφιότητες των Οσκαρ.

*Στη λίστα του www.ihate.com και ο Ρόμπι Γουίλιαμς, με φανατικούς μάλιστα εχθρούς. Ενας εξ αυτών θεωρεί ότι τον θαυμάζουν οι άνθρωποι που δεν ξέρουν από μουσική, που δεν έχουν παρακολουθήσει την πορεία της ποπ ή τα νέα ρεύματα. Ομοϊδεάτης του συναινεί: «Ναι, ο Ρόμπι είναι καλός για να τον ακούς μόνο σε ένα βαρετό οικογενειακό πικνίκ».

*Ο Μάικλ Τζάκσον είναι μισητός, κυρίως για την προσωπική του ζωή. Στο σάιτ, ένας εκ των δηλωμένων εχθρών του παραδέχεται ότι η μουσική του έγραψε ιστορία, αλλά «ένας παιδόφιλος αξίζει μόνο περιφρόνηση και φτύσιμο».

*Στο παγκόσμιο χωριό υπάρχει χώρος για να μισηθούν όλοι. Ακόμη και ο Εμινεμ για τους επισκέπτες του www.ihate.com «ετοιμάζει ένα CD κάθε δύο εβδομάδες και νομίζει ότι είναι ιδιοφυΐα». «Θα μπορούσα», σημειώνει ένας, «να γράφω ένα βιβλίο με την ποίησή του κάθε μέρα και να κολλάω από πίσω αυτά τα ηλίθια μπιτ καλύτερα από αυτόν. Αλλά τότε θα ήμουν μαλ... σαν αυτόν».

*Ο Στινγκ, κατά τους εχθρούς του στο Ιντερνετ, είναι «ένας ηλίθιος που έπρεπε να σταματήσει να τραγουδά μόλις διαλύθηκαν οι Πολίς». Τέτοια και χειρότερα κυκλοφορούν στο Ιντερνετ για τους Νιρβάνα και για τους Στάτους Κβο, για τους οποίους ωστόσο υπάρχει στην ίδια σελίδα και αντίλογος. «Αρχαιολογίες» τούς αποκαλούν οι εχθροί τους, «είναι μύθοι, μην τους αγγίζετε» λένε οι οπαδοί.

*Οι U2, τέλος, έχουν επίσης πολλούς εχθρούς. «Είναι κάτι μάπες από την Ιρλανδία» υποστηρίζει κάποιος. Και ο Μπόνο «είναι ένας μαλ... που νομίζει ότι είναι ο Σούπερμαν». Και κάποιος επαυξάνει: «Δεν είναι μύθοι, είναι απλώς γέροι»!

*Τα ίδια και χειρότερα βρίσκει κανείς στα ελληνικά σάιτ. Αρκούν δύο λέξεις-κλειδιά στη μηχανή αναζήτησης για να ανακαλύψει κανείς πόσο προσωπική υπόθεση χιλιάδων ανθρώπων είναι η κόντρα Βανδή-Βίσση. «Αννα ζούμε για να σε ακούμε» λέει ανώνυμος χρήστης και άλλοι απαντούν: «Βίσση πουτ...».

«Είναι ξοφλημένες και οι δύο. Κοκκίνου! Ολα τα λεφτά».

«Ρε μάζες είστε άρρωστοι; Παλιοαδερφές! Τι κολλήματα έχετε φάει; Η Βανδή και η Βίσση δεν θα ήταν τίποτα χωρίς Φοίβο και Καρβέλα».

*Η όλη υπόθεση δεν αφορά μόνο το εθνικό δίπολο Βανδή-Βίσση! Σε άλλο site με ειδίκευση στη μουσική οι χρήστες συμπληρώνουν μαύρη λίστα με τους τραγουδιστές που δεν θέλουν:

«Τραγουδιστές και δημιουργοί που μου τη σπάνε αυτό τον καιρό ή μου την έσπαγαν ανέκαθεν είναι οι Βανδή, Ρέμος, Πανταζής, Μαχαιρίτσας, Τσακνής, Κότσιρας, Χριστοφόρου και άλλοι.

Αλλος δεν θέλει να ξέρει τους Χατζηγιάννη, Πανταζή, Σφακιανάκη και όλους αυτούς που «δεν ξέρουν τι να κάνουν και ξεφτιλίζουν την ελληνική μουσική».

Ετερος εξειδικεύει: «Μισώ τον Χατζηγιάννη γιατί την έχει ψωνίσει όσο κανένας άλλος, πράγμα που φαίνεται από τις δηλώσεις και το υφάκι του». Αλλά και στο www.say.gr, κάποιος μισεί τον Χατζηγιάννη γιατί «είναι ψώνιο, κοντός και επιτυχημένος».

Σε άλλο site, στο φόρουμ υπό τον κατατοπιστικό τίτλο «Σκ... στα έντεχνα», ο χρήστης nosietronic φιλοδοξεί να ποτίσει καθαρτικό τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, να βάλει στη μηχανή του κιμά τα χέρια του Κότσιρα και να ρίξει την Τσαλιγοπούλου στο γκρεμό αφού πρώτα την φιμώσει μη τυχόν και τραγουδήσει πέφτοντας!

«Η αξία των ανθρώπων είναι ίση με την αξία των πραγμάτων με τα οποία ασχολούνται», είχε πει ο Μάρκος Αυρήλιος. Και δεν είχε σερφάρει σ' αυτά τα σάιτ...




7 - 08/04/2007

Ποιος ήταν ο Dr. Sex





της Ελεωνόρας Ορφανίδου


«Ενας στους δέκα Αμερικανούς είναι ομοφυλόφιλος, το 70% κάνει σεξ με πόρνες, το 35%-45% διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις και ένα 17% των κατοίκων αγροτικών περιοχών κάνει σεξ με ζώα». Αν σοκαριστήκατε, την ευθύνη φέρει ο δόκτωρ Κίνσεϊ.



Κι αν δεν σοκαριστήκατε, υπεύθυνος είναι πάλι αυτός. Διότι ο Αλφρεντ Κίνσεϊ, πολύ λιγότερο γνωστός σε μας από τον Θάνο Ασκητή, άλλαξε για πάντα το 1948 την εικόνα που είχε η Δύση για το σεξ, δημοσιεύοντας την πρώτη έρευνα για τη «Σεξουαλική συμπεριφορά του άντρα».

Η ώρα να γίνει γνωστός παγκοσμίως ο Κίνσεϊ, έξω από τους πανεπιστημιακούς κύκλους, φαίνεται πως ήρθε τώρα, με τη μεταφορά της ζωής του στη μεγάλη οθόνη από τον βραβευμένο με Οσκαρ (σεναρίου) σκηνοθέτη του «Χορού των Τεράτων» Μπιλ Κόντον. Στην ταινία, που θα δούμε τις επόμενες ημέρες και στη χώρα μας, τον ρόλο του διάσημου καθηγητή ζωολογίας που, πριν ασχοληθεί με το σεξ, ασχολούνταν με την... κοινωνική ζωή των μελισσών, υποδύεται ο Λίαμ Νίσον.

Προκάλεσε πριν καν προβληθεί

Πώς το παιδί μιας οικογένειας μεθοδιστών που θεωρούσε το σεξ μεγάλη αμαρτία, έγινε ο ηθικός αυτουργός της σεξουαλικής επανάστασης;

Πολλοί αποδίδουν την ενασχόλησή του με τη σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων στην ομοφυλοφιλία του. Αλλοι στη γυναίκα του, τη χημικό Κλάρα Μπράκεν Μακ Μίλεν (την υποδύεται η Λόρα Λίνεϊ). Αλλοι στην άσωτη ερωτική ζωή του.

Ο Κόντον στην ταινία του δεν προχωρά σε κρίσεις. Καταγράφει τα γεγονότα χωρίς να τοποθετηθεί ούτε στην πιο προφανή ένσταση εναντίον του ήρωά του: οι στατιστικές έρευνες φτάνουν για να μελετήσεις την ανθρώπινη σεξουαλικότητα;

«Για μένα», δήλωσε ο σκηνοθέτης, «αυτό που κάνει τη ζωή και την έρευνα του Κίνσεϊ τόσο μοναδική είναι η ικανότητα που είχε να κάνει τους ανθρώπους να ανοίγονται και να μιλούν. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν ενδιαφέρον να διηγηθώ την ιστορία του με βάση αυτή την πτυχή. Παράλληλα, μαθαίνουμε πολλά στοιχεία του χαρακτήρα του».

Ο Κίνσεϊ όντως έβαλε πολλούς ανθρώπους να μιλήσουν: 5.300 άνδρες άνοιξαν την ψυχή τους σε μια εποχή που σχετικά με το σεξ δεν συζητούσε κανείς. Η έρευνά του, που πούλησε διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα, σοκάρισε την αμερικανική κοινωνία.

Αλλά και στη σημερινή Αμερική το «Κίνσεϊ» προκάλεσε αντιδράσεις στους συντηρητικούς κύκλους πριν καν βγει στις αίθουσες. Ο Λίαμ Νίσον το περίμενε: «Ο Κίνσεϊ ήταν μια προσωπικότητα που διέκρινε ένα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη γνώση και αποφάσισε να το γεμίσει, ανεξαρτήτως από τις αμφισβητήσεις και τις επιθέσεις που θα δεχόταν. Αυτό που κατάφερε ήταν να δείξει στον κόσμο ότι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που υποθέτουμε ότι κάνουν».

Το 1953 ο δόκτωρ Σεξ δημοσιεύει την έρευνά του για τη γυναικεία σεξουαλική συμπεριφορά. Το προγαμιαίο σεξ και η ομοφυλοφιλία δεν αποτελούν πια άγνωστη χώρα για τους Αμερικανούς, αλλά αρνούνται να αποδεχθούν ότι οι γυναίκες , οι αδελφές και οι μανάδες τους είχαν σε ποσοστό 50% προγαμιαίες σχέσεις. Κάποιοι άλλοι αδιαφορούν. Η Αμερική είχε μπει για τα καλά στην ψυχροπολεμική περίοδο και είχε άλλου είδους ψυχώσεις και φοβίες! Η υγεία του Κίνσεϊ κλονίζεται και η καριέρα του παίρνει την κάτω βόλτα. Σήμερα, αυτή η δεύτερη έκθεσή του θεωρείται πληρέστερη επιστημονικά.

Η ταινία του Κόντον μιλά μέσα από τον Κίνσεϊ για το μακρύ ταξίδι του ανθρώπου εντός της σεξουαλικότητάς του. Είτε διαφωνείς είτε όχι, το συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει επίσημος ορισμός του φυσιολογικού όταν έχεις να κάνεις με την ανθρώπινη επαφή» είναι αυτό που ορίζει μέχρι σήμερα όλες τις συζητήσεις για το σεξ.




7 - 30/01/2005

Οι ωραίες και το τέρας




Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ



«Τον Κινγκ Κονγκ δεν τον σκότωσαν τα αεροπλάνα. Η Ωραία σκότωσε το τέρας». Με αυτές τις ατάκες του πρωταγωνιστή τελείωνε, το 1933, η πρώτη ταινία-μύθος για τον γορίλα Κινγκ Κονγκ που θα ξαναζωντανέψει σε λίγες ημέρες στη μεγάλη οθόνη διά χειρός Πίτερ Τζάκσον (του λεγόμενου και χρυσωρυχείου του Χόλιγουντ, μετά τη μεγάλη επιτυχία της τριλογίας «Ο Αρχοντας των δαχτυλιδιών»).

Η ταινία έβαζε με δύο γραμμές τα πράγματα στη θέση τους. Για το θάνατο του Τέρατος πάντα θα φταίει η Ωραία, αυτός είναι ο αρχέτυπος μύθος, και πάνω του θα πατήσουν όλες οι εκδοχές της ιστορίας που θα γυριστούν από τότε, μηδέ της αλά Τζάκσον εκδοχής εξαιρουμένης. Η ταινία που θα δούμε σε λίγες μέρες στις σκοτεινές αίθουσες μένει και στην ίδια εποχή, του Μεσοπολέμου , καθώς ο δημιουργός της δηλώνει ότι εξαιτίας της αποφάσισε να κάνει ταινίες, βλέποντάς την ένα βράδυ Παρασκευής στην τηλεόραση. Ηταν μόλις εννιά ετών.

* Το 1933, λοιπόν, ένα συνεργείο κινηματογραφιστών και μια ομάδα επιστημόνων μεταβαίνουν σε ένα μη χαρτογραφημένο νησί, κάπου κοντά στη Σουμάτρα, για να εξερευνήσουν τις αλήθειες πίσω από το θρύλο ενός τεράστιου πιθήκου. Προς μεγάλη τους έκπληξη διαπιστώνουν ότι ο πίθηκος υπάρχει, μαζί με ένα σωρό άλλα προϊστορικά τέρατα. Ο Κινγκ Κονγκ ερωτεύεται την ηθοποιό Αν Ντάροου (την υποδύεται η Ναόμι Γουότς) και για τα όμορφά της μάτια αιχμαλωτίζεται, μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη και δραπετεύει. Η ιστορία είναι γνωστή παγκοσμίως, η σκηνή στο Empire State Building από τις πιο κλασικές του κινηματογράφου και ο θάνατος του τέρατος κάτι παραπάνω από βέβαιος.

Τι ξανάφερε λοιπόν το γιγάντιο γορίλα πίσω; Σίγουρα η επιθυμία του Τζάκσον, η εμμονή του να γυρίσει την ταινία από το 1996, και σίγουρα η βεβαιότητα των παραγωγών ότι θα τους φέρει πολλά λεφτά, όπως το 1933 που έσωσε κυριολεκτικά την RKO, από τη χρεοκοπία, την εποχή του μεγάλου κραχ και της ύφεσης.

Και τι άλλο; Οι ειδικοί λένε, ο φόβος. Οπως τη δεκαετία του '30 η κρίση ευνόησε την άνθηση του φιλμ νουάρ και των ταινιών τρόμου και γέννησε ταινίες σαν τον «Κινγκ Κονγκ», το «Φράνκενσταϊν», τη «Μούμια», το «Νησί του δόκτορος Μορό», κι ένα σωρό άλλες, όπως τη δεκαετία του '70, της πετρελαϊκής κρίσης, του Βιετνάμ και του Γουότεργκεϊτ, ξαναγυρίζεται ο «Κινγκ Κονγκ» και δημιουργείται ο «Εξορκιστής», έτσι και σήμερα η τερατογένεση πατάει καλά πάνω στις ανθρώπινες ανασφάλειες και φοβίες. Οι βεβαιότητες, ελέω τρομοκρατίας και οικονομικής κρίσης, πάλι καταρρέουν, και όπως επισημαίνει ο Ιγνάσιο Ραμονέ, «τα τερατόμορφα δημιουργήματα και πλάσματα των ταινιών αυτών κάνουν την καθημερινότητα να φαίνεται κοινότοπη, σχεδόν φιλόξενη. Αποτελούν πραγματικές τελετές εξορκισμού, ενάντια στις περιβάλλουσες απειλές».

* Οι φόβοι της Ναόμι Γουότς, της νέας γυναίκας του Κινγκ Κονγκ, θα σβήσουν προς στιγμήν τους δικούς μας φόβους για το αύριο, όπως τα διάσημα ουρλιαχτά της Φέι Ρέι, το 1933. Ηταν η πρώτη και μοιραία γυναίκα του τέρατος, που τον νίκησε στο σινεμά αλλά στη ζωή έμεινε πάντα το κορίτσι του, χάνοντας έτσι μια καριέρα.

Οταν της πρότειναν να κάνει την παρτενέρ του πιο δυνατού, ψηλού, μελαχρινού αστέρα του Χόλιγουντ, η Φέι Ρέι είχε κατά νου τον Κάρι Γκραντ. Η ίδια το αφηγείται στην αυτοβιογραφία της, επιμένοντας ότι μόνο μετά την υπογραφή του συμβολαίου της έμαθε ότι ο πανύψηλος μαλλιαρός παρτενέρ της θα ήταν ένας τεράστιος γορίλας. Τα φιλμ τρόμου ήταν ένα είδος στο οποίο είχε ήδη διαπρέψει. Είχε παίξει σε έντεκα ταινίες, μεταξύ των οποίων «The mystery of the Wax Museum», «The Vampire Bat», «Doctor Χ», απ' όπου είχε πάρει και τον τίτλο της «Scream queen», της βασίλισσας των ουρλιαχτών. Οι πιο έγκυροι ιστορικοί και θεωρητικοί του σινεμά συμφωνούν ότι δεν έχει υπάρξει άλλη ηθοποιός από γενέσεως κινηματογράφου που να ουρλιάζει τόσο δραματικά, όσο η Φέι Ρέι, η οποία ειδικά στον «Κινγκ Κονγκ» έδωσε ρέστα. Εκτός οθόνης ούρλιαξε περισσότερο, όταν διαπίστωσε ότι παρά το ελπιδοφόρο ξεκίνημά της (σκηνοθετήθηκε και από τον Στροχάιμ), ο τεράστιος γορίλας την προσγείωσε σε ταινία δεύτερης διαλογής και έσβησε την καριέρα της, αφήνοντάς την να κάθεται επ' άπειρον στην παλάμη του. Οταν πέθανε το 2004 σε ηλικία 96 ετών, τα φώτα του Empire state έσβησαν για δεκαπέντε λεπτά. Οπως έγραψε η ίδια, συμβιβασμένη πλέον με το παρελθόν, κάθε φορά που περνούσε κάτω από τον πύργο ένιωθε ότι εκεί έχασε ένα φίλο και αρκετά πράγματα από τη ζωή της.

Μια κακή ιστορία

* Σαφώς πιο τυχερή στάθηκε το 1976 η Τζέσικα Λανγκ, η επόμενη γυναίκα του Κινγκ Κονγκ, η οποία έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο πάνω στο Κέντρο Εμπορίου, τους δίδυμους πύργους του σημερινού σημείου «μηδέν» της Νέας Υόρκης. Βρισκόμαστε εν μέσω της πετρελαϊκής κρίσης και η Τζέσικα Λανγκ, σε ηλικία 27 ετών και αφού «έζησε τη ζωή της» ως χίπις στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, αποφασίζει να περάσει στο χώρο του θεάματος. Ηταν τόσο κακή στο ρόλο, τόσο άτεχνη, που μόνο λόγω της ερωτικής σχέσης της με τον Μπομπ Φόσι βρήκε δουλειά τρία χρόνια μετά στο «All that Jazz» και χρειάστηκε να περιμένει έως το 1981 , το «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές», για να γίνει το αστέρι που ξέρουμε.

Πολλοί κριτικοί λένε ότι τη συμπαρέσυραν η κακή ταινία (σε παραγωγή Ντίνο Ντε Λαουρέντις, παρακαλώ), το απλοϊκό σενάριο, ο επίσης μετριότατος Τζεφ Μπρίτζες. Αλλοι ότι ήταν μια απλοϊκή «μπίμπο», ανώριμη να διαχειριστεί το ρόλο. Ο,τι κι αν ίσχυε η Ωραία κυρία Λανγκ νίκησε τελικώς το Τέρας, εντός και εκτός οθόνης. Η Αν της πρώτης ταινίας έγινε Ντουάν και ο παραγωγός της τηλεόρασης πετρελαιάς, διότι είπαμε, ο κόσμος ζούσε βυθισμένος στην πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας. Η Ντουάν λοιπόν, μια ηθοποιός που ναυαγεί με μια θαλαμηγό, βρίσκεται στο νησί του Κινγκ Κονγκ. Ο γορίλας κάνει το ίδιο λάθος με το '33, την ερωτεύεται, και τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η ταινία δεν έπειθε καν για τον έρωτα του τέρατος, καθώς με τις απίστευτα γελοίες ατάκες της Τζέσικα Λανγκ περί σοβινισμού και ζωδίων που του έλεγε, ακόμη κι αυτός θα έπρεπε να ξενερώσει. Τέλος πάντων, την ακολουθεί στη Νέα Υόρκη και όλο το δράμα παίζεται στους δίδυμους πύργους. Μετά η Τζέσικα Λανγκ το ξέχασε, το αυτό θα επιθυμεί και δι ημάς. Η καριέρα της πάντως εκτοξεύτηκε στα ύψη.

* Ο «Κινγκ Κονγκ» πρωταγωνίστησε και σε άλλες ιστορίες («King Kong Lives» του 1986, «King Kong vs. Godzilla» του 1963). Η Λίντα Χάμιλτον το '86, όμως, δεν συνέδεσε την κινηματογραφική της περσόνα με τον διάσημο γορίλα, διότι της έμελλε να γίνει αρραβωνιαστικιά άλλου... τέρατος. Του «Terminator» Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ.




7 - 11/12/2005

Ο άνθρωπος ως κτήνος





της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Θάρρος ή αλήθεια; Το δίλημμα του αθώου παιδικού παιχνιδιού θέτει, αλλά με όρους για μεγάλους, στο κοινό ένας Αργεντινός, εκ Παρισίων ορμώμενος 40ρης, ο Γκασπάρ Νοέ, σκηνοθέτης της ταινίας «Μη αναστρέψιμος», βάζοντάς το να δει -αν έχει θάρρος- τον εννιάλεπτο βιασμό της Μόνικα Μπελούτσι και να συμφωνήσει -αν αντέξει- με τη δική του αλήθεια, ότι ο άνθρωπος είναι ζώο.


Η Αλεξ (Μόνικα Μπελούτσι) τσακώνεται σε ένα πάρτι με τον φίλο της Μάρκους (Βενσάν Κασέλ) και φεύγει μόνη. Σε μια υπόγεια διάβαση βιάζεται από έναν άγνωστο. Ο Μάρκους, μαζί με έναν φίλο του, αποφασίζουν να εκδικηθούν. Η διήγηση ξεκινάει ανάποδα, από το τέλος της ιστορίας.


Ούτε θάρρος, ούτε αλήθεια, λέει ο θεατής βιαστικά, την ώρα που ο Μάρκους εκδικείται. Κι όταν έρχεται η σκηνή του βιασμού, με την κάμερα σε παραλυσία, ακίνητη όπως το παράλυτο από τον τρόμο κορμί της Μπελούτσι, αρνείται επίσης να παραδεχτεί ότι νιώθει συνενοχή, αυτή που του «φορτώνει» ο σκηνοθέτης, επειδή βρίσκεται στην αίθουσα και κοιτάει.

Το σοκ της ταινίας «Irreversible», που θα προβάλλεται από την Παρασκευή, δεν το γεννά μόνο η ωμότητα των εικόνων, η σκληρότητά της, που δίχασε το τελευταίο φεστιβάλ των Κανών. Μάλλον φταίει η υπενθύμιση πίσω από αυτά, ότι κατά βάθος είμαστε όλοι πρωτόγονοι, ότι το λούστρο του πολιτισμού υποχωρεί, όταν πρέπει να φάμε, να αναπαραχθούμε, να εκδικηθούμε.

Ο Γκασπάρ Νοέ άλλα είχε στο νου του όταν πρωτοσυνάντησε τον πρωταγωνιστή του και πραγματικό σύζυγο της Μπελούτσι. Του περιέγραψε ένα σχέδιο για ένα μικρό αισθηματικό πορνό, στο οποίο φανταζόταν ότι θα έπρεπε να παίξει ένα πραγματικό ζευγάρι, όπως αυτό των Κρουζ και Κίντμαν στο «Μάτια ερμητικά κλειστά».

Οταν οι Κασέλ και Μπελούτσι αρνήθηκαν, πρότεινε μια ιστορία βιασμού και εκδίκησης. «Για πολύ καιρό», δήλωσε αργότερα στον τύπο «ήθελα να κινηματογραφήσω έναν βιασμό, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί ή σαν κι αυτούς που μ' έχουν σημαδέψει στο σινεμά. Με μονοπλάνο, σε φυσικό χρόνο, για να προλάβει να γίνει αντιληπτή η αίσθηση, και σ' αυτό να προσθέσουμε μια εκδίκηση που θα είναι σκληρότερη από το έγκλημα».

Επί δύο μερόνυχτα, οι πρωταγωνιστές του γύρισαν έξι φορές τον εννιάλεπτο βιασμό, η δε «θεία» Μόνικα απεκδύθηκε το στέμμα της σταρ και βυθίστηκε στο κολαστήριο της βαμμένης με κόκκινο χρώμα διάβασης.

Οποιος αντέξει τις βίαιες σκηνές, θα δει στη συνέχεια ότι τα χρώματα και το τοπίο αλλάζουν. Το ζευγάρι Κασέλ-Μπελούτσι είχε μια όμορφη ζωή! Κι αν ο σκηνοθέτης βάζει στο σπίτι τους μια αφίσα της «Οδύσσειας του διαστήματος», είναι προφανές ότι θέλει να μας παραπέμψει στη σημειολογία των ταινιών του Κιούμπρικ.

Οπως στα «Μάτια ερμητικά κλειστά», με τους Κρουζ και Κίντμαν, έτσι κι εδώ, χωρίς τους Κασέλ-Μπελούτσι, η ταινία δεν θα είχε, τουλάχιστον εμπορικά, την πορεία που διαγράφει αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, οι σταρ της δεν κατάφεραν να την προφυλάξουν από τα ερωτήματα για το αν η βία της ήταν απλώς το μέσον προς τη δημοσιότητα ή και προς το... τίποτα. Ομως οι απαντήσεις στο «Μη αναστρέψιμος» είναι απλές, σχεδόν πρωτόγονες. Θάρρος ή αλήθεια, την παραδέχεσαι ή την απορρίπτεις.




7 - 22/09/2002

Ξεγελώντας το χρόνο


της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Το 1975, όταν οι Αμερικανοί τρόμαζαν στις σκοτεινές αίθουσες με τα «Σαγόνια του καρχαρία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, οι Ευρωπαίοι γελούσαν ξορκίζοντας τα γηρατειά και το θάνατο.



Επέμεναν να υμνούν το ρέμπελο βίο και τις ανδρικές φιλίες, τη ζωή χωρίς όρια. Υμνογράφος αυτής της αιώνιας επιθυμίας να μείνουμε εδώ, νέοι και αγέραστοι, να περνάμε καλά και να μην αφήσουμε το σαρκίο μας να μας καταβάλει ο Ιταλός Μάριο Μονιτσέλι, ο οποίος σκηνοθέτησε δύο κλασικές ταινίες για τη ζωή και τις απολαύσεις της, το «Εντιμότατοι φίλοι μου» και το «Εντιμότατοι φίλοι μου Νο 2» , οι οποίες προβάλλονται αυτή την περίοδο στις ελληνικές αίθουσες.

Μια παρέα πενηντάρηδων, ο δημοσιογράφος Τζόρτζιο Περότσι, ο αρχιτέκτονας Ραμπάλντο Μελάντρι, ο μπάρμαν Νέκι, ο κόμης Λέλο Μασέτι και ο χειρουργός Σασαρόλι, αρνείται να μεγαλώσει, κάνει πλάκα με τα πάντα, οργανώνει απίστευτες φάρσες και επιμένει σε μια νεότητα κόντρα σε ηλικιακά και φυσικά κριτήρια. Ο Ούγκο Τονιάτσι, ο Φιλίπ Νουαρέ, ο Γκαστόν Μοσκίν, η Ολγα Καρλάτου και η παρέα τους φτάνουν σε ακραία σημεία προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη ζωή με την ελαφρότητα που πιστεύουν ότι της αρμόζει, κάνοντας πλάκα ακόμη κι εκεί όπου η λογική δύσκολα το αποδέχεται, όπως στην κηδεία του κολλητού τους. Το ερώτημα αν οι περιπέτειές τους παραμένουν απολαυστικές και επίκαιρες, παίρνει απαντήσεις μέσα στις αίθουσες. Αλλά η ταινία στο «σοβαρό» σινεμά ήταν πάντα το μέσο. Στο μήνυμα, οι απαντήσεις έχουν δοθεί: η τραγική αγωνία του ανθρώπου που εκ των προτέρων ξέρει ότι δεν μπορεί να κατακτήσει την αιώνια νεότητα και την αθανασία παραμένει εδώ στην πρώτη γραμμή.

Ολα αυτά τα περισπούδαστα ο Μονιτσέλι τα κάνει ανάλαφρα, σαν την αβάσταχτη ελαφρότητα των ηρώων του, οι οποίοι είναι πολύ λιγότερο σοβαροί από τα ίδια τους τα τέκνα. Ο Φιλίπ Νουαρέ, ως δημοσιογράφος Τζόρτζιο Περότσι, έχει ένα γιο με κοινωνική συνείδηση και ανησυχίες, διότι η ταινία εξελίσσεται στα 1960, και οι νέοι αυτή την εποχή είναι στους δρόμους. Οι γονείς τους, μας λέει ο Μονιτσέλι, είναι στον κόσμο τους, μικροαστοί και μεγαλοαστοί που στην καλύτερη των περιπτώσεων σπάνε απλώς τις προσωπικές τους συμβάσεις, ας γίνει η επανάσταση χωρίς αυτούς. Οι ήρωες του Μονιτσέλι αφήνουν πίσω τους ό,τι τους καταπιέζει χωρίς κανέναν ενδοιασμό: τη σύζυγο για τα μάτια μιας μικρούλας, τη δουλειά χάριν της παρέας, την ερωμένη όταν αρχίζει να διεκδικεί ρόλο... όλα αυτά που ονειρευτήκαμε όλοι σε δύσκολες ώρες αλλά ποτέ δεν πραγματοποιήσαμε. Ισως γι' αυτό βρίσκουμε τόσο χαριτωμένους και αστείους τους πρωταγωνιστές.

Το αντρικό κοινό λάτρεψε αυτή την ταινία, τη μοιρασμένη σε δύο μέρη. Στην πρώτη, ο αρχιτέκτονας Μελάντρι καταλήγει στο νοσοκομείο που διευθύνει ο καθηγητής Σασαρόλι και ερωτεύεται τη γυναίκα του. Το γεγονός ότι συνάπτει ερωτική σχέση μαζί της δεν εμποδίζει τον καθηγητή να γίνει το πέμπτο μέλος της τρελοπαρέας.

Αυτή η ελευθεριότητα στον έρωτα, η απαγκίστρωση από τη γυναίκα που αυτή την εποχή διεκδικεί μέσα από το φεμινιστικό κίνημα μεγαλύτερο ζωτικό χώρο, η περιπλάνηση στην Τοσκάνη και όπου αλλού χωρίς συμβάσεις μίλησαν στην αντρική ψυχοσύνθεση κάνοντας την ταινία φετίχ, δημιουργώντας μάλιστα και ένα μύθο για τους πρωταγωνιστές της ανάλογο με αυτόν της αμερικανικής «Συμμορίας των 11». Μόνο που εκεί, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ και οι φίλοι τους, ήταν όντως θιασώτες της «γλυκιάς ζωής», εν αντιθέσει με τους Τονιάτσι και Νουαρέ, που την πραγματική ζωή τους δεν σημάδεψαν τα καζίνα του Μόντε Κάρλο και οι νεαρές στάρλετ.

Οι «Εντιμότατοι» ξανασυναντήθηκαν το 1982 για να γυρίσουν τη συνέχεια της πρώτης ταινίας. Δεν είναι πια πέντε αλλά τέσσερις, καθώς στην πρώτη ταινία ένας φίλος φεύγει (δίνοντας την αφορμή για την καλύτερη φάρσα).

Τίποτα δεν τους σταματά μπροστά στην πρόκληση ενός νέου χοντροκομμένου αστείου προκειμένου να ξορκίσουν όσα τους κυνηγούν, διότι, όπως λέει και ο Εμπειρίκος, «έκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».




7 - 10/07/2005

Κωμωδία που... σκοτώνει



της Ελεωνόρας Ορφανίδου


Τι μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία μια αξιοσέβαστη κυρία στα ογδόντα της; «Το θάνατό της» είναι η κυνική απάντηση του κτηματομεσίτη της κωμωδίας «Duplex», του Ντάνι Ντε Βίτο, που προβάλλεται σε λίγο και στη χώρα μας!



«Κι αν δεν μπορεί, να τη δολοφονήσουμε» προσθέτει το πρωταγωνιστικό του δίδυμο, ο Μπεν Στίλερ και η Ντρου Μπάριμορ.

Ποιος δεν θα αγανακτούσε από τη συμπεριφορά αυτού του ζευγαριού που σχεδιάζει τη δολοφονία μιας ανυπεράσπιστης γηραιάς κυρίας προκειμένου να αποκτήσει το σπίτι των ονείρων του; Μα φυσικά ο δημιουργός της, ο Ντε Βίτο, που το έχει ξανακάνει («Πέτα τη μαμά απ' το τρένο»), τόσο πειστικά μάλιστα, ώστε οι θεατές να συμφωνήσουν. Η φοβερή γριούλα εξάλλου, η μις Κόνελι, την οποία υποδύεται η ιρλανδή ηθοποιός Αϊλίν Εσελ, όχι μόνο αρνείται και να πεθάνει και να δολοφονηθεί, αλλά καταστρέφει τις ζωές του κινηματογραφικού Αλεξ και της γυναίκας του. Τι θέλει να μας πει εδώ ο κύριος Ντε Βίτο; Τίποτα λιγότερο απ' όσα μας είπε σε παλαιότερες σκηνοθετικές του προσεγγίσεις, για την αμερικανική κοινωνία και τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του.

Η σκηνοθετική πλευρά τού πρώην κομμωτή από το Νιου Τζέρσεϊ είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με την υποκριτική του παρουσία. Μπορεί να μας είναι οικείες οι εικόνες του από το «Μπάτμαν: Η επιστροφή», «Οι δίδυμοι», «Με τα λεφτά των άλλων», «Ανθρωπος στο φεγγάρι», «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό» κ.ά. (έπαιξε έως και στη «Φωλιά του κούκου»), αλλά ποιος θα ξεχάσει την εξαίσια μαύρη κωμωδία του «Ο πόλεμος των Ρόουζ»; Από τον τίτλο της ταινίας, που τον δανείζεται από τον γνωστή εμφύλια σύρραξη της μεσαιωνικής Αγγλίας, έως το τέλος της, τον θάνατο των πρωταγωνιστών, ο Ντε Βίτο κινηματογραφεί μια θαυμάσια πραγματεία για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Μπάρμπαρα (Κάθλιν Τέρνερ) και ο Ολιβερ Ρόουζ (Μάικλ Ντάγκλας) είναι το ζευγάρι που έχει την ιδανική ζωή, τα ιδανικά παιδιά και εξασφαλισμένο το ιδανικό μέλλον. Η ξαφνική απόφαση του ενός να ζητήσει διαζύγιο, ξεσκεπάζει το πέπλο και η ιδανική αυτή ζωή καταλήγει στο σκληρότερο πόλεμο.

Το αυτό γίνεται και στο «Πέτα τη μαμά απ' το τρένο». Εντάξει, γελάσαμε όλοι πολύ με την τρομακτική μαμά του Ντε Βίτο, αλλά πίσω από την κωμωδία ο σκηνοθέτης μας μίλησε για το οιδιπόδειο, μας είπε ότι τον άντρα τον καταστρέφει η μάνα του, φράση που προφανώς δεν αφορά μόνο τις ελληνίδες μάνες. Με σαφή τα δάνεια από τον «Αγνωστο του τρένου» του Χίτσκοκ, ο Ντε Βίτο βάζει τον πρωταγωνιστή του Οουεν (τον ερμηνεύει ο ίδιος) να σκοτώνει τη γυναίκα του καθηγητή του της λογοτεχνίας και να του ζητά ως αντάλλαγμα να σκοτώσει τη μαμά του. Ο καθηγητής Μπίλι Κρίσταλ, παγιδεύεται, όλοι γελάμε πολύ, από τις ανεπιτυχείς του προσπάθειες, κανείς δεν δολοφονείται, αλλά ο Ντε Βίτο μας κλείνει το μάτι, γιατί ο Οουεν τη σκότωσε τη μαμά του, μέσα του, κι επιτέλους είναι ελεύθερος.

Οι γηραιές κυρίες επιζούν μέσα στον χαοτικό κόσμο του σκηνοθέτη Ντε Βίτο, γιατί στο κάτω κάτω κωμωδίες γυρίζει ο άνθρωπος και οι ήρωές του με έναν τρόπο καταφέρνουν να βρουν γαλήνη και ισορροπίες. Και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, στον «Ροζ Ρινόκερο», τελικώς δεν θα σκοτώσει τον Εντουαρντ Νόρτον, μολονότι τον αντικατέστησε στο παιδικό του σόου με ζώα και του έφαγε και τη γυναίκα. Αλλά και οι μικρές του ηρωίδες, όπως η «Ματίλντα» (1996), το κοριτσάκι με τις ψυχοκινητικές ικανότητες και τους κακούς και επιπόλαιους γονείς, καταφέρνει να βρει το δρόμο του! Στον «Πόλεμο των Ρόουζ» υπάρχει δολοφονία. Διπλή! Το ζεύγος πεθαίνει πέφτοντας από έναν πολυέλαιο, αλλά τα χέρια σμίγουν...




7 - 25/07/2004

«Κάνω τις ανασφάλειες ταινίες»


Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μιλά για τη δική του εκδοχή της ιστορίας του Βίκτορ Ναβόρσκι


της Ελεωνόρας Ορφανίδου



Η ιστορία του Βίκτορ Ναβόρσκι είναι σαν το διαφημιστικό τρέιλερ γνωστής τηλεοπτικής εκπομπής: «Από τη ζωή βγαλμένη». Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ την πήρε και την έκανε ταινία, προσθέτοντας εκείνη την «εσάνς» που ακόμη κι όταν πρόκειται για μετριότητες. Ο πρωταγωνιστής του «Terminal» είναι ένας πρόσφυγας ανατολικής χώρας που παγιδεύεται στο αεροδρόμιο J.F.K. χωρίς χαρτιά, χωρίς ταυτότητα, χωρίς τη δυνατότητα να πάει μπρος ή πίσω. Παραμένει δε στον χώρο του αεροδρομίου επί εννέα μήνες! Πολύ; Οχι, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πραγματικός Βίκτορ, έμεινε 14 χρόνια στο «Σαρλ Ντε Γκολ» του Παρισιού, τα περισσότερα δε κατ' επιλογήν του, αφού μόλις λύθηκε το ζήτημα της παραμονής του προτίμησε να μείνει εκεί και να διηγείται την ιστορία του στους ταξιδιώτες. «Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του Βίκτορ», λέει ο Σπίλμπεργκ, «άλλαξαν κατά μαγικό τρόπο τη ζωή όλων όσοι βρέθηκαν μαζί του στο αεροδρόμιο, ενώ και ο ίδιος ο χώρος έγινε πιο χαρούμενος χάρη στην ύπαρξη αυτού του εκκεντρικού πρόσφυγα».

Τον ρόλο του Βίκτορ Ναβόρσκι ενσαρκώνει ο Τομ Χανκς, ο οποίος μιλάει μια ανύπαρκτη γλώσσα τόσο πειστικά υπαρκτή, ώστε πολλοί θεατές των πρώτων προβολών έβγαιναν με τη βεβαιότητα ότι ο Βίκτορ ήταν Λιθουανός ή Καυκάσιος. «Μόνο ο Τομ θα μπορούσε να το κάνει αυτό», τονίζει ο διάσημος σκηνοθέτης, «γιατί ξέρει να μιλάει όχι μόνο με το στόμα αλλά και με το σώμα του, το οποίο ακολουθεί με τις κινήσεις του ανύπαρκτες λέξεις. Ουσιαστικά το σώμα του, και όχι η γλώσσα του, είναι αυτό που μιλά πειστικά στο κοινό. Γι' αυτό και τον έχω σχεδόν... παντρευτεί».

Ο Σπίλμπεργκ το εννοεί. Εκτός από την περίπτωση του Χάρισον Φορντ στα «Ιντιάνα Τζόουνς», δεν έχει συνεργαστεί δύο φορές με τον ίδιο ηθοποιό. Με τον Σαμ Νιλ έκανε το «Τζουράσικ Παρκ» , με τον Αντονι Χόπκινς το «Αμισταντ», με τον Τομ Κρουζ το «Minority report». Ο Χανκς είναι για δεύτερη φορά πρωταγωνιστής του μετά το «Πιάσε με αν μπορείς», το οποίο κατατάσσει στην ίδια θεματική ενότητα με το «The terminal».

«Επαναλαμβάνομαι», λέει, «μόνο δύο φορές, κατ' επιλογήν. Εκανα τον "Ε.Τ." και το "Στενές επαφές τρίτου τύπου", τη "Λίστα του Σίντλερ" και τη "Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν", το "Α. Ι. τεχνητή Νοημοσύνη" και το "Minority report". Τώρα κλείνω τον κύκλο του "Πιάσε με αν μπορείς" με το "The terminal" και την ιστορία του Βίκτορ Ναβόρσκι». Ο οποίος υποτίθεται ότι γνωρίζει κατά την παραμονή του στο αεροδρόμιο μια από τις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, ντυμένη αεροσυνοδό. Ενα θηλυκό που ζει το δράμα του: εξαιρετικά ανασφαλής, πέφτει πάντα πάνω στους χειρότερους άντρες. Η σχέση τους την κάνει πιο δυνατή...

Ο Σπίλμπεργκ ήταν αυτός που τη σύστησε πριν από έξι χρόνια στο αμερικανικό κοινό. Την είχε δει σε ένα βρετανικό τηλεοπτικό σίριαλ και ως παραγωγός της «Μάσκας του Ζορό» της ζήτησε να συμμετάσχει στην ταινία. «Η Κάθριν», λέει, «ήταν η ιδανική μου πρωταγωνίστρια. Τόσο λαμπερή αλλά και με έμφυτη την ανασφάλεια μέσα της, κάπως σαν εμένα».

Ο Σπίλμπεργκ ανασφαλής; «Κι όμως», τονίζει, «έκανα τους φόβους και τις ανασφάλειές μου ταινίες. Πάρτε ως παράδειγμα τον Εξωγήινο. Τον έκανα για να ξεπεράσω την ανασφάλεια που μου προκάλεσε το διαζύγιο των γονιών μου. Ρώτησα με αυτή την ταινία τον πατέρα μου, γιατί μας εγκατέλειψε. Ο καρχαρίας στα "Σαγόνια του καρχαρία", τα ποντίκια, τα φίδια, οι κατολισθήσεις στον "Ιντιάνα Τζόουνς", όλα είναι δικοί μου εφιάλτες. Το χάος του αεροδρομίου και η παραμονή ενός ανθρώπου στο πουθενά είναι τρομακτικά».

Κάπου βαθιά στα γονίδιά του, ο Σπίλμπεργκ έχει γνωρίσει αυτή την αβεβαιότητα. Την έζησε άλλωστε και ολόκληρη, η οικογένειά του μεταναστεύοντας από τη Ρωσία τον 19ο αιώνα!




7 - 03/10/2004