Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Ρεσάλτο στο πανί

της Ελεωνόρας Ορφανίδου

Ο Ευριπίδης υποστηρίζει ότι οι πειρατές μπορούσαν να αρπάξουν και θεούς. Και στον «Κύκλωπά» του, αρπάζουν το Διόνυσο. Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ γράφει ότι οι πειρατές ζουν μια ελεύθερη ζωή. Και στις «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» εξυμνεί την αταξική τους κοινωνία.
Τέτοια δύναμη και τέτοια ελευθερία δεν γίνεται να ανήκει στους κακούς, τουλάχιστον όχι στο αμερικανικό σινεμά που προτίμησε να εμπνευστεί στα πρώτα του χρόνια αλλά και αργότερα από άλλες ιστορίες, σαν αυτές του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον, που λέει ότι οι πειρατές κρύβουν τα λάφυρά τους σε εξωτικά νησιά και εξολοθρεύουν τους διώκτες τους. Και στο «Νησί των θησαυρών» παρουσιάζει το χάρτη με τον κόκκινο σταυρό, για ν' αρχίσει η περιπέτεια. Κάπως έτσι, αυτή έγινε η κυρίαρχη κινηματογραφική εκδοχή για τις πιο θολές φιγούρες της ιστορίας. Ο μύθος διαιωνίζεται έως τις μέρες μας, χάρη και στον νέο κακό πειρατή της Καραϊβικής, τον Τζέφρι Ρας, κινηματογραφικό Μπαρμπόσα της ταινίας του Μπρουκχάιμερ «Οι πειρατές της Καραϊβικής: η κατάρα του μαύρου μαργαριταριού», η οποία θα προβληθεί σε λίγες μέρες στις ελληνικές αίθουσες. Στο ρόλο του τυχοδιώκτη Τζακ Σπάροου, ο Τζόνι Ντεπ (η πιο ροκοκό φιγούρα του σινεμά, έγραψαν οι αμερικανοί κριτικοί). Βοηθός του, ο Ορλάντο Μπλουμ (ο κινηματογραφικός Λίγκολας του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών»). Μέσα σε όλα αυτά τα... πειρατικά και μια κατάρα που μετατρέπει τη νύχτα τους πειρατές του Μπαρμπόσα σε σκελετούς. Η παραγωγή είναι «ρωμαϊκών διαστάσεων», όπως όλες του Τζέρι Μπρουκχάιμερ, ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι («Ο Μεξικάνος») δείχνει σκηνή-σκηνή τα εκατομμύρια δολάρια του προϋπολογισμού, ο Τζόνι Ντεπ δήλωσε ότι είχε ως πρότυπο για την ερμηνεία του τον κιθαρίστα των Ρόλινγκ Στόουνς, Κιθ Ρίτσαρντ και η Κίρα Νάιτλι είναι κούκλα. Η ιστορία, με ελαφρές παραλλαγές και με μπόλικη μαγεία, προσπαθεί να ξεφύγει από την «ορθή» οπτική γωνία που επέβαλαν τις δεκαετίες του '30 και '40 οι αυστηροί κώδικες ηθικής του Χόλιγουντ. Αν όμως θέλει κάποιος να αναζητήσει πραγματικά την «άλλη ματιά», θα συναντήσει τον Ρομάν Πολάνσκι. Με τους «Πειρατές» του έκανε μια παρωδία πάνω στα στερεότυπα, βάζοντας τον Γουόλτερ Ματάου να κουβαλάει, ως κάπτεν Ρεντ, το ξύλινο πόδι μαζί με τις αποτυχίες του, δείχνοντας από την άλλη το ποιόν των διωκτών του, του ισπανικού βασιλικού ναυτικού αλλά και των άγγλων συναδέλφων τους, που τη χρυσή εποχή της πειρατείας, στα τέλη του 17ου αιώνα, ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία στις θάλασσες. Οι πειρατές του Πολάνσκι δεν πεθαίνουν στο τέλος, μένουν με τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τις αναπηρίες τους, αλλά δεν τους αξίζει ο θάνατος. Πριν και μετά τους «Πειρατές», οι ταινίες συντηρούν διάφορες μυθιστορηματικές επινοήσεις, τον αιμοσταγή καπετάνιο, τον πειρατή με το ένα μάτι, το γάντζο και το ξύλινο πόδι, τον μανιακό δολοφόνο που έχει βάλει σκοπό να σκοτώνει. Κι ας αναγνωρίζει πλέον η ιστορία και την αντίδραση των απόκληρων πειρατών εναντίον της στεριανής τάξης πραγμάτων, και την απόλυτη κρατική βία της εποχής έναντι των αδυνάτων, και τους πειρατικούς κώδικες τιμής, και το ρόλο που διαδραμάτισαν σε εποχές όπου η κυριαρχία στη θάλασσα σήμαινε την κυριαρχία στον κόσμο. Ποιος γάντζος;Οταν ο Στίβενσον στο βιβλίο του και ο Βίκτορ Φλέμινγκ στο σινεμά («Το νησί των θησαυρών», 1934) είπαν για τον θαμμένο θησαυρό στο εξωτικό νησί, χάρτη του οποίου βρήκε ο νεαρός ήρωάς τους Τζιμ Χόκινς, διαιώνισαν ένα ψέμα. Οι πειρατές δεν έθαβαν τα λάφυρά τους, ούτε έφτιαχναν χάρτες για να μπορούν να τα εντοπίσουν. Ο λοστρόμος με το γάντζο είναι άλλη μια επινόηση. Ο γάντζος, ως επιθετικό όπλο των πειρατών δεν έχει αναφερθεί ιστορικά, ενώ το ξύλινο πόδι δικαιολογούνταν εκείνη την εποχή εντός και εκτός θαλάσσης από τα ατυχήματα που οδηγούσαν, τη απουσία αντιβιοτικών, σε ακρωτηριασμούς. Το ένα μάτι δεν ήταν ίδιον των πειρατών, οι οποίοι όμως έπιναν ρούμι, γιατί ήταν πολύ φθηνό και είχαν παπαγάλους, τους οποίους αποκτούσαν στα ταξίδια τους σε εξωτικά νησιά. Στις διάφορες κινηματογραφικές εκδοχές του «Νησιού των θησαυρών» όλα αυτά τα στερεότυπα πέρασαν στη συνείδηση του κοινού. Από τις πιο ενδιαφέρουσες -δεν μένει μάλιστα πιστή στο βιβλίο- είναι η ταινία του Μπάιρον Χάσκιν (1950) με τους Μπόμπι Ντρίσκολ και Ρόμπερτ Νιούτον. Τελευταία φορά που το «Νησί των θησαυρών» έγινε ταινία ήταν το 2002, με σκηνοθέτη τον Πίτερ Ρόου και πρωταγωνιστή τον Τζακ Πάλανς, ενώ σε άλλες δύο εκδοχές έχουν πρωταγωνιστήσει ο Ορσον Γουέλς και ο Τσάρλτον Ιστον. Ο διασημότερος κινηματογραφικός πειρατής ήταν ωστόσο ο Ερολ Φλιν, ο οποίος το 1935 και το 1940 πρωταγωνίστησε σε δύο ταινίες του Μάικλ Κέρτιζ, του δημιουργού της Καζαμπλάνκα. Πρόκειται για το «Captain Blood» και το «The Sea Hawk», όπου διακρίνεται στις σχεδόν χορογραφημένες σκηνές ξιφομαχίας. Οσον αφορά το περιεχόμενο, οι ταινίες προβάλλουν μεν μια ρομαντική πειρατική φιγούρα, όμως στο τέλος, όπως επιτάσσει η ηθική, ο καλός πειρατής ή δεν ήταν πειρατής ή πηγαίνει με το μέρος των καλών. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα και στον «Μαύρο Πειρατή» το 1926 με τον Ντάγκλας Φέρμπανκς, όπως και το 1938 στο «Buccaneer» του Σεσίλ Ντε Μιλ. (Buccaneer είναι ο πειρατής της Καραϊβικής). Την ίδια ταινία ξαναγύρισε το '58 ο Αντονι Κουίν με τον Γιουλ Μπρίνερ στο ρόλο του αδίστακτου αρχιπειρατή, που πεθαίνει γιατί οι πειρατές στο σινεμά σκοτώνονται, εν αντιθέσει με τη ζωή, όπου αποδεδειγμένα αρκετοί από αυτούς πέθαναν ειρηνικά στα κρεβάτια τους.Το Χόλιγουντ έκανε ταινίες και για ιστορικά πρόσωπα. Ο Ρόμπερτ Νιούτον υποδύθηκε το 1952 τον «Μαυρογένη» («Blackbeard the pirate»).Ενδιαφέρουσα εξαίρεση στην κλασική εικόνα, μια ματιά στον κόσμο των πειρατών από τα... αριστερά, είναι το μιούζικαλ «Οι Πειρατές του Πενζάνς» (1983), του Γουίλφορντ Λιτς. Ο Κέβιν Κλάιν και οι φίλοι του πειρατές είναι ορφανά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, και που έφυγαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν από τη σκλαβιά της στεριάς και τους άδικους νόμους των πλουσίων. Βεβαίως ο ήρωας επιστρέφει στην Αγγλία, μετανοεί, δεν θέλει να είναι πια πειρατής, αλλά οι σύντροφοί του είναι καλά παιδιά, με κώδικα ηθικής, αξίες και προφανώς... αριστερές πεποιθήσεις. Η ταινία ξεφεύγει και από τα στερεότυπα των δραματικών ταινιών αλλά και από τις φαιδρότητες των κωμωδιών.Ευγενικοί «κακοί»Κακός (;) όπως το παραμύθι επιτάσσει είναι ο κάπτεν Χουκ, στο «Hook» του Σπίλμπεργκ το 1991. Ο Ντάστιν Χόφμαν δεν κατάφερε να διασώσει ούτε το ρόλο του πειρατή που απαγάγει τα παιδιά του ενήλικα πια Πίτερ Παν, ούτε τον διάσημο σκηνοθέτη από την αποτυχία. Ο κάπτεν Χουκ πάντως και στο «Πίτερ Παν» του '53 και στη «Χώρα του Ποτέ Ποτέ» το 2002 δεν είχε την πρόθεση να γίνει κάτι άλλο από έναν χολιγουντιανό πειρατή για παιδιά.Το 1995 ο Ρένι Χάρλιν γυρίζει το «Νησί των κουρσάρων», με την Τζίνα Ντέιβις στο ρόλο της κόρης ενός αρχιπειρατή που βρίσκει το χάρτη με το θησαυρό του πατέρα της. Και όχι, σε τίποτα δεν θυμίζει με τα γυναικεία τερτίπια της, την Ιρλανδή Αν Μπόνι, μια από τις γυναίκες κουρσάρους, που φώναξε την ώρα που απαγχόνιζαν τον αγαπημένο της: «Αν πολεμούσες σαν άντρας, δεν θα σε κρέμαγαν σαν σκύλο».Στο Χόλιγουντ τα κορίτσια, ακόμη και αν έχουν ρίζα πειρατική, μιλούν καλύτερα!
7 - 07/09/2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: