Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Τα φαντάσματα της όπερας







Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 21 Ιανουαρίου 2001


Το 1911 ο Γκαστόν Λερού έγραψε μια ιστορία για τους μικρούς και μεγάλους φόβους του ανθρώπου προς το «διαφορετικό», για τον «άγνωστο» συγκάτοικο του «γνωστού» του εαυτού, για την αδυναμία του να επικοινωνεί. Ήταν η ιστορία ενός φαντάσματος με σάρκα, οστά και πολλή αγάπη, του οποίου η δυσμορφία το καταδίκασε να κατοικεί στη χώρα του φανταστικού.
Το «Φάντασμα της όπερας», ποτέ δε βγήκε απ’ το λαβύρινθο των υπογείων της μεγάλης μουσικής σκηνής του Παρισιού! Ακόμη κι όταν έγινε διάσημο και βρέθηκε στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες και στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, περιπλανιόταν πάντοτε στον υπόγειο λαβύρινθο της Παρισινής όπερας.
Το μεγάλο κοινό το αγκάλιασε χάρη στις μεγάλες του αλήθειες αλλά και στον τρόμο που εξαγνιστικά ο άνθρωπος θέλει να βιώνει, ανακουφισμένος που δεν είναι ο δικός του. Αυτός ο τρόμος, αλλά και η δυσμορφία του ήρωα, και ο έρωτας του για το εκ διαμέτρου αντίθετο, μια όμορφη τραγουδίστρια της όπερας, έκαναν το 1925 τους ανθρώπους της Γιουνιβέρσαλ να σκύψουν πάνω στο βιβλίο και να φτιάξουν την ταινία μύθο το «Φάντασμα της όπερας», εμπορικό εφαλτήριο για να αποπειραθούν έξι χρόνια μετά να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τον μεγάλο ομογάλακτο αδερφό, τον ¨Φρανκενστάιν¨.
*Το «Φάντασμα της όπερας» του 1925 μένει πιστό στο μύθο του βιβλίου, ο πρωταγωνιστής του όμως, Λον Τσάνεϊ μάλλον απιστεί στη σκηνοθετική μπαγκέτα του Ρούπερτ Τζούλιαν και δίνει μια ερμηνεία – πρότυπο για όλους τους μεγάλους που θα ερμηνεύσουν…τέρατα στη συνέχεια. Εμφανέστατοι είναι οι επηρεασμοί του Κλοντ Ρέινς στον «Αόρατο άνθρωπο» του 1933.
Το φιλμ πατάει αναγκαστικά, λόγω του βιβλίου, στο γαλλικό μέλόδραμα, και αν δεν ήταν η ερμηνεία του Τσάνεϊ, ο τρόμος θα έπαιζε στο δεύτερο πλάνο. Η ταινία άρεσε στο κοινό, έκοψε πολλά εισιτήρια και ανακούφισε την κινηματογραφική παραγωγή που αυτή την εποχή ζει το φόβο του ραδιοφώνου , το αντίπαλο της δέος, το οποίο προσφέρει ήχο και διασκέδαση στους Αμερικανούς, δωρεάν.
*Η επιτυχία έφερε τον πειρασμό της επανάληψης –ο μύθος ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται-και στα 1931 ο Τζον Ρόμπερτσον κάνει την ταινία μυστηρίου «Το φάντασμα του Παρισιού», με τον πρωταγωνιστή να μην είναι πια δάσκαλος της φωνητικής αλλά ταχυδακτυλουργός-μάγος. Ο Ρόμπερτσον πατάει πάνω στη στέρεα δομή του βιβλίου του Λερού, η ταινία έχει ήχο αλλά το αποτέλεσμα είναι μέτριο.
*Πολύ καλύτερα τα πήγε ο Άρθουρ Λούμπιν το 1943. Το δικό του φάντασμα είχε περισσότερη όπερα παρά τρόμο, ο Κλοντ Ρέινς δεν έδωσε την ερμηνεία της ζωής του, αλλά ο δύσμορφος συνθέτης του που ερωτεύτηκε τη σοπράνο της όπερας του Παρισιού άρεσε στο κοινό. Η ταινία κέρδισε δύο Όσκαρ, φωτογραφίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
*Το 1962 ο Τέρενς Φίσερ κάνει τη βρετανική εκδοχή του φαντάσματος με πρωταγωνιστή τον Χέρμπερτ Λομ. Η ταινία είναι αργή και κουραστική, έχει όμως τις καλές της στιγμές στις σκηνές τρόμου…
*Το «Φάντασμα» μετακομίζει το 1983 στην Όπερα της Βουδαπέστης. Εκεί τοποθετεί την ιστορία ο Ρόμπερτ Μάρκοβιτς με τον Μαξιμίλιαν Σελ να υποδύεται τον μαέστρο που χάνει τη γυναίκα του,(τραγουδίστρια της όπερας), σκοτώνει τον κριτικό που την αδίκησε και παραμορφωμένος από οξύ καταφεύγει στα δαιδαλώδη υπόγεια.
*Έως εδώ η ιστορία του Φαντάσματος γραφόταν στο χαρτί ή σε φιλμ. Ένας χαρισματικός, εξαιρετικά ταλαντούχος συνθέτης-και όχι μόνο-ο Άρθουρ Λόιντ Βέμπερ, αλλάζει το ρου του μύθου κάνοντας το «Φάντασμα της όπερας» ένα αξεπέραστο ροκ μιούζικαλ. Στις 9 Οκτωβρίου του 1986 το «Φάντασμα της όπερας» κάνει πρεμιέρα στο Βασιλικό θέατρο του Λονδίνου. 18 μήνες μετά ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ και…παίζεται ακόμα.
Αυτή ήταν η αρχή μιας πολύχρονης πορείας προς την επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μεταφορά του Βέμπερ στο θέατρο αναγεννά το «φάντασμα» και το σινεμά παίρνει πίσω τον παραμορφωμένο ήρωα του, ρισκάροντας δυστυχώς την τύχη του στα χέρια του Ντουάιτ Λιτλ.
*Στο «Φάντασμα της όπερας» του 1989 ο Ρόμπερτ Ένκλουντ(ο γνωστός μας Φρέντι Κρούγκερ, από τον «Εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες») κατοικεί στο Λονδίνο, αντί για μάσκα έχει στο πρόσωπο κολλημένες σάρκες νεκρών και …ένα συμβόλαιο με το διάβολο.
*Το 1990 η τηλεόραση διεκδικεί το δικό της μερίδιο. Ο Τόνι Ρίτσαρντσον καλείται να κάνει το «Φάντασμα της όπερας» τηλεταινία. Ο Τσαρλς Ντανς είναι ένα πολύ ρομαντικό φάντασμα και ο Μπαρτ Λάνγκαστερ ο υπερπροστατευτικός πατέρας του. Όλα κυλούν τόσο τηλεοπτικώς ορθά για τη μέση αμερικανική οικογένεια , που δε βλέπουμε ποτέ ακάλυπτο το πρόσωπό του φαντάσματος.
*Αντιθέτως , στα χέρια του Ντάριο Αρζέντο, του βασιλιά του σπλάτερ, το «Φάντασμα της όπερας» έγινε –πριν από τρία χρόνια-μια ιστορία στην οποία περισσεύουν ο τρόμος και το αίμα! Πολλοί δεν το άντεξαν και κάποιοι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν.
*Όταν ο Βέμπερ μετέφερε στο θέατρο την ιστορία του Γκαστόν Λερού, μάλλον δε φανταζόταν ότι χιλιάδες άνθρωποι θα συνασπίζονταν υποστηρίζοντας τη δική του εκδοχή ως την πιο κοντινή στο πνεύμα του συγγραφέα, αλλά και ότι θα τον κατηγορούσαν πως ξεπούλησε τη δημιουργία του στο Χόλιγουντ.
Στο Ίντερνετ υπάρχει ιστοσελίδα με τον τίτλο “Save Phantom from Hollywood”. Για όλους αυτούς που την επισκέπτονται ή την ενημερώνουν δύο είναι οι μεγάλοι εχθροί του φαντάσματος, ο Τζον Τραβόλτα και ο Αντόνιο Μπαντέρας. Απεγνωσμένα προσπαθούν να πείσουν τη Γουόρνερ που έχει στα σκαριά το σενάριο ότι ο χορευταράς Τζον και ο σούπερ ωραίος Αντόνιο δεν μπορούν να κατοικήσουν στα υγρά υπόγεια με τις τεράστιες τροχαλίες…

Και τώρα στην Αθήνα

Η Αθήνα αποκτά το δικό της «Φάντασμα της όπερας». Πρόκειται για το «Φάντασμα Νο 2», αυτός είναι ο τίτλος της διασκευής του Πέτρου Ζούλια, που από την αρχή δείχνει τις προθέσεις του, να παρουσιάσει δηλαδή το έργο από μια άλλη οπτική , κρατώντας μεν το μυστήριο αλλά ανακατεύοντας το με την κωμωδία. Το δικό μας Φάντασμα από τις 31 Ιανουαρίου θα κατοικήσει στη σκηνή του θεάτρου «Χώρα» στην Κυψέλη. Η απόδοση, διασκευή και σκηνοθεσία είναι του Πέτρου Ζούλια και τους ρόλους ερμηνεύουν οι Γιάννης Μποσταντζόγλου, Φώτης Σπύρος, Χριστίνα Παπαμίχου, Φαίδων Καστρής, Χάρης Γρηγορόπουλος, Ηλίας Γιαννάκης και Γεωργία Μαυρογεώργη.


Για το "Φάντασμα της όπερας" του 1925 βλ. www.youtube.com/watch?v=sa3bHKWZoJg

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Άλλο βραβεία , άλλο εισιτήρια


(Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 19 Νοεμβρίου 2000)


Πόσο συχνά αγαπάμε μια ταινία…επειδή πήρε Όσκαρ;
Τα βραβεία σπανίως μιλούν για τις αλήθειες των ταινιών και τις πιο πολλές φορές ούτε τα εισιτήρια είναι ένας καλός οδηγός για κάποιον που ψάχνει ένα αριστούργημα.
Εισιτήρια και βραβεία δεν πάνε μαζί συχνά και τα δυο κατά καιρούς κακολογήθηκαν από τους σκηνοθέτες ή έγιναν άλλοθι τους. Ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης είχε πει ότι τα βραβεία δεν προσθέτουν ποιότητα σε ένα έργο τέχνης, ωστόσο του προσφέρουν πολλά από άποψη οικονομική. Του προσφέρουν δηλαδή, στην περίπτωση του σινεμά, εισιτήρια! Άλλωστε η ταινία είναι και εμπορικό προϊόν: τα περισσότερα φεστιβάλ γεννήθηκαν μέσα σε εμπορικές εκθέσεις , μηδέ του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εξαιρουμένου. Ο Χρυσός Αλέξανδρος και τα κρατικά βραβεία ποιότητας που με πολύ ενδιαφέρον αναμένουμε αύριο, δεν είναι λοιπόν μια υπόθεση αμιγώς ποιοτική όπως δεν είναι και πουθενά αλλού. Μάλλον έχουμε να κάνουμε με τη…διαπλοκή ποιότητας και εμπορικότητας σε δόσεις που κάθε χρονιά εναλλάσσονται , επιτυχώς ή ατυχώς! Θυμάστε;
*Το Φεστιβάλ δικαιώθηκε βραβεύοντας το 1975 το «Θίασο» του Θ. Αγγελόπουλου, που δεν είχε μόνο καλλιτεχνική επιτυχία αλλά και εμπορική(ήταν η δεύτερη σε εισπράξεις ελληνική ταινία της χρονιάς με 189.620 εισιτήρια), αλλά το 1996 δε βράβευσε το «Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται» του Ντραγκόγιεβιτς , που πήρε μόνο το βραβείο κοινού και τη δικαίωση …από την Ευρώπη.
*Έως το 1966 οι ταινίες που βράβευε η Θεσσαλονίκη έβρισκαν πάντα το κοινό τους, ενίοτε έβρισκαν και άλλα βραβεία (ευρωπαϊκά και αμερικανικά) σαν τις «Μικρές Αφροδίτες» του Κούνδουρου (1963) που έκοψε 114.047 εισιτήρια ή παλιότερα σαν την «Ηλέκτρα» και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη που έκοψαν 76.846 και 134.142 εισιτήρια και έκανα και διεθνή καριέρα.
*Το 1965 βραβείο δεν υπήρξε αλλά και το 1966 που…υπήρξε, το κοινό διαφώνησε. Γιουχάισε και τους «Ξεχασμένους ήρωες» του Γαρδέλη και την κριτική επιτροπή, μέλη της οποίας ήταν μεταξύ άλλων οι Χατζιδάκις, Τσαρούχης και Λαμπέτη.
* Το μεγάλο κοινό όμως είδε την ταινία (224.806 εισιτήρια), κάτι που δεν έπραξε το 1967. Τη βραβευθείσα ταινία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τις «Σιλουέτες» του Κώστα Ζώη παρακολούθησαν μόνο 9.938 θεατές και γι αυτό δεν έφταιξε η χούντα, γεμάτες ήταν οι αίθουσες στις εμπορικές ταινίες.
*Εισπρακτικά ατύχησε και η «Παρένθεση» του Τ. Κανελλόπουλου την οποία βράβευσε την επόμενη χρονιά η Θεσσαλονίκη μαζί με το «Κορίτσια στον Ήλιο» του Γεωργιάδη.
Στις αίθουσες είδαν την πρώτη ταινία 2.849 θεατές και τη δεύτερη …186.109.
*Τρία χρόνια μετά ο Αγγελόπουλος πήρε με την «Αναπαράσταση» το βραβείο καλύτερης ταινίας αλλά έκανε μόνο 12.869 εισιτήρια όταν η «Υπολοχαγός Νατάσα» έκοψε 751.117.
*Όλα αυτά τα ανέτρεψε ο Ντίνος Κατσουρίδης που το 1971 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ με το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» κάνοντας στις αίθουσες την πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία της χρονιάς:640.471 εισιτήρια.
*Η κριτική επιτροπή επιτέλους δικαιώνεται; Μάλλον όχι, διότι ακριβώς αυτή τη χρονιά δε βραβεύεται η ¨Ευδοκία¨. Ωστόσο 70.852 Έλληνες θέλουν να δουν τους ήρωες του Δαμιανού να περιγελούν τα όνειρα των μικροαστών και να συντρίβονται από αυτά.
*Με τη μεταπολίτευση έκλεισε οριστικά και η υπόθεση εμπορικό σινεμά, διότι την Ελλάδα που μετακομίζει στην πρωτεύουσα, υπηρετεί πια ευρέως η τηλεόραση που κόβει τα δικά της εισιτήρια στα σπίτια.
*Το 1974 η Θεσσαλονίκη βραβεύει αντιχουντικές, αντικαπιταλιστικές ταινίες σαν το «Κιέριον» του Θέου που κάνει μόνο 6.887 εισιτήρια και το «Μοντέλο» του Σφήκα που οι σκοτεινές αίθουσες δεν το φιλοξένησαν ποτέ.
*Η εποχή είναι πολύ πολιτική, τόσο που το 1977 γίνονται δυο Φεστιβάλ. Το κανονικό και το συνδικαλιστικό. Το πρώτο βραβεύει την «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη και το δεύτερο το «Βαρύ πεπόνι» του Τάσιου. Ωστόσο και τις δύο τις κατατροπώνουν στο σινεμά οι «Κυνηγοί» του Αγγελόπουλου που κόβουν 105.645 εισιτήρια. Μόλις 17 ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες ενώ το 1978 βγαίνουν μόλις 15.
* Τον κατήφορο αυτό σταματούν για λίγο, το 1980, τρεις πολιτικές ταινίες:ο «Μεγαλέξανδρος» του Αγγελόπουλου, η ¨Παραγγελιά» του Τάσιου και ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Τζήμα.
Βραβεύονται και οι τρεις, όμως ο Μπελογιάννης και ο μύθος του κατατροπώνουν τα πάντα. Κόβει 618.533 εισιτήρια και γίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία του λεγόμενου νέου ελληνικού κινηματογράφου.
Μόνο το «Safe sex» που συμμετέχει στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ κατάφερε να ξεπεράσει αυτό το ρεκόρ.
*Το 1982 χειροκροτήματα και εισιτήρια πάνε στο «Άρπα κόλλα»του Περράκη(136.471), αλλά τα βραβεία στον «Άγγελο» του Καντακουζηνού και στη «Ρόζα» του Χριστοφή. Ο Περράκης παίρνει το αίμα του πίσω, σαρώνοντας το 1984 βραβεία και εισιτήρια με τη «Λούφα και παραλλαγή».
*Το 1 988 είναι για τα βραβεία η χρονιά της «Σκιάς του φόβου» του Καρυπίδη, αλλά για το κοινό η χρονιά της «Φανέλας με το 9» του Βούλγαρη.
*Το 1992 όπως γίνεται συχνά στα Όσκαρ , άλλη ταινία το ¨Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» παίρνει τα βραβεία σκηνοθεσίας και σεναρίου και άλλη , ο «Μπάιρον» ανακηρύσσεται καλύτερη.
Εισπρακτικά πάντως και τις δυο τις ξεπερνά κατά πολύ το «Άνω κάτω και πλαγίως» του Κακογιάννη, που κόβει 55.000 εισιτήρια. Είναι η πρώτη χρονιά που το φεστιβάλ γίνεται διεθνές και στο διεθνές διαγωνιστικό βραβεύεται μια ταινία που ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη για να φτάσει στα Όσκαρ. Ο Χρυσός Αλέξανδρος δίνεται στο ¨Ορλάντο» της Πόρτερ.
*Για να κλείσουμε με τα περσινά, το 1999 είχε τη γεύση του «Peppermint» του Καπάκα, αλλά η ευχάριστη έκπληξη δεν ήταν στο διαγωνιστικό. Χωρίς βραβείο, που δεν το διεκδίκησε, τράβηξε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικής, η «Πορνογραφική σχέση» της Φρεντερίκ Φοντέν.



Για το "Τί έκανες στον πόλεμο Θανάση" του Ν. Κατσουρίδη βλ. www.youtube.com/watch?v=4gKaxPWxOIo

Για τον "Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο" του Ν. Τζήμα βλ. http://www.youtube.com/watch?v=MHBYB4Aw6vA

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

ΠΟΙΟΝ ΨΗΦΙΣΕ ΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ







(Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 12.11.2000)

Οι εικόνες ποτέ δεν ήταν αθώες. Και στις ΗΠΑ, τώρα που ο πρόεδρος πακετάρει για τη μετακόμιση στο Λευκό Οίκο, τα επιτελεία νικητών και ηττημένων αναλύουν ποιες από τις χολιγουντιανές εικόνες ήταν αυτές που έφεραν ή δεν έφεραν τις ψήφους.
Το Χόλιγουντ πάντα έδινε ιδέες στην αμερικανική πολιτική, μια φορά έδωσε κι έναν πρόεδρο-ένας κακός ηθοποιός μπορεί να γίνει ένας καλός πλανητάρχης: «Φτιάξτε μου ωραίες εικόνες» έλεγε ο Ρίγκαν στους επιτελείς του.
«Φτιάξτε μου έναν Πρόεδρο», λέει ο πρόεδρος της Παραμάουντ όταν το Χόλιγουντ ξεμένει από ήρωες.

ΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ

Απόψε, όπως και πάντα στο αμερικανικό σινεμά, σώζει τον κόσμο ένας Πρόεδρος, κυρίως από το Δημοκρατικό κόμμα, γιατί το Χόλιγουντ ψηφίζει Δημοκρατικούς.
*Σαν τον Πρόεδρο Τόμας Τζέι Γουίτμορ, της ταινίας «Μέρα Ανεξαρτησίας» που τον υποδύεται ο Μπιλ Πούλμαν. Δημοκρατικός μεν, αλλά και τις μαγκιές του τις κάνει και «καθαρίζει» τον κόσμο από τους εξωγήινους και παραδίδει μαθήματα αμερικανικής ιστορίας.
*Γενναίος φυσικά και ο Πρόεδρος Τζέιμς Μάρσαλ κατά κόσμον Χάρισον Φορντ στο «Air Force one»! Και πώς όχι αφού στο οβάλ γραφείο κατοικεί ο Ιντιάνα Τζόουνς!
*Όπως και ο Άντριου Σέπαρντ στον «Έρωτα του Προέδρου» με τον Μάικλ Ντάλας. Ο πρόεδρος είναι γλυκός, είναι χήρος, ένας ιδανικός πατέρας που κερδίζει την καρδιά του κοριτσιού που αγαπά. Όμως διατάζει και μια επίθεση στη Λιβύη!
*Ο πιο αληθινός Πρόεδρος του σελιλόιντ είναι ο Γουίλ Στάντον, τον υποδύεται ο Τζον Τραβόλτα στο «Όλες οι γυναίκες του Προέδρου».
Είναι καλός πολιτικός, αλλά πέφτει πάνω του βαριά η σκιά ερωτικών σκανδάλων. Η ιστορία θυμίζει Κλίντον, όπως και στο «Ο Πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο κι ένας πόλεμος», όπου και στήνεται ένας χολιγουντιανός πόλεμος στην Αλβανία για να στραφεί το ενδιαφέρον μακριά από τη σχέση του Προέδρου.
*Τελευταίος και χειρότερος Δημοκρατικός, είναι ο πρόεδρος Τζέιμς Ντέιλ, δηλαδή ο Τζακ Νίκολσον στο «Mars Attacks». Πρόκειται για έναν πρόεδρο …κότα! Θέλει να κρατήσει τη θεσούλα του, οι Αρειανοί τον πιάνουν στον ύπνο και αντί να σώσει τον κόσμο, λέει την αξέχαστη ατάκα: «Δε γίνεται να τα βρούμε»;

ΟΙ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΟΙ

Όσον αφορά τώρα τους Ρεπουμπλικάνους, κέρδισαν την προεδρία μόνο σε δυο μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές και είναι άθλιοι:ο Κέβιν Κλάιν ως Μπιλ Μίτσελ στο «Ντέιβ, Πρόεδρος για μια μέρα» είναι κυνικός και βλαξ.
*Απίστευτο κάθαρμα είναι και ο Τζιν Χάκμαν ως ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Τζον Ρίσμοντ στην «Απόλυτη δύναμη». Γίνεται συνεργός σε φόνο και προσπαθεί να ξεφορτωθεί τον μοναδικό μάρτυρα.
*Υπάρχει βεβαίως και το ανεξάρτητο σύμπαν του Κρόνεμπεργκ. Στη «Νεκρή ζώνη», ο Μάρτιν Σιν ως ο ρεπουμπλικάνος Γκρεγκ Στίλσον εκλέγεται πρόεδρος για να οδηγήσει τον κόσμο στον πυρηνικό όλεθρο.


Β MOVIES

Ένας αμερικανός πρόεδρος ταιριάζει σε μια αμερικανική ταινία, χολιγουντιανή ή ανεξάρτητη. Στη σύγχρονη κινηματογραφία, ελέω Βιετνάμ, χωρούν και οι κακοί πρόεδροι. Καλές ταινίες σαν το «Primary colors» ή το «Wag the dog” δεν διστάζουν να τσαλακώσουν τον Πλανητάρχη.
Στο ¨κακό¨ σινεμά, στα λεγόμενα b movies και στα λουσάτα χολιγουντιανά σκουπίδια σαν το «Ημέρες ανεξαρτησίας», ο πρόεδρος από την εποχή του Ψυχρού πολέμου είναι το πρότυπο της βίας.Πριν, ήταν το πρότυπο της απλής αμερικανικής ζωής , όπου μερικές φορές το όνειρο μιας οικογένειας ήταν να τον ανταμώσει!
*Αυτό συνέβαινε εκεί γύρω στο ’40, στο «Joe and Ethel Turp call on the President». Ο πρόεδρος είναι εξίσου βουκολικός τύπος , όσο και οι επισκέπτες του, κι όλα είναι ωραία και αγνά διότι ο Δεύτερος παγκόσμιος Πόλεμος είναι ακόμη ευρωπαϊκή υπόθεση.
* Την ίδια εποχή ο πρόεδρος γίνεται και δευτεροκλασάτο μιούζικαλ στο «The Phantom President».
*Λίγο πριν αλλάξουν όλα, μια κωμωδία θέτει και το ζήτημα αν ο mr president πρέπει να γίνει mrs. Η Πόλι Μπέργκεν γίνεται το 1964 πρόεδρος των ΗΠΑ στο «Kisses to my president».
* Ο Ψυχρός πόλεμος άλλαξε το προφίλ του αμερικανού προέδρου, του …πραγματικού εν αρχή, του κινηματογραφικού αμέσως μετά. Στον Λευκό Οίκο μετακόμισε ο Τζον Γουέιν, τον οποίο όταν πιάνουν οι κακοί ξυπνά μέσα του ο Terminator: “The president’s plane is missing” , “The president analyst”, “The Kidnapping of the president”, «Οι άνθρωποι του Νοέμβρη», «Ατσαλένιος αετός», «Ο απαγωγέας του Προέδρου». Σε όλες αυτές τις ταινίες είτε είναι πρωταγωνιστής είτε όχι, ο πρόεδρος δεν δειλιάζει, δεν κλαίει, είναι αυστηρός με τους εχθρούς και συγχαίρει τους σούπερ ήρωες οι οποίοι είναι πάντα λαϊκά παιδιά από το Οχάιο ή τη Τζιόρτζια.
*Λαμπρές εξαιρέσεις η ¨Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» του Τζον Κάρπεντερ-αξίζει να σκοτώσεις τον πρόεδρο- καθώς και η γνωστή τοις πάσι «Προφητεία» με τον Πρόεδρο να πιάνεται χέρι χέρι με τον γιο του διαβόλου.
Αν εξαιρέσεις τις…εξαιρέσεις, τα αμερικανικά σκουπίδια λένε το καθένα με τον τρόπο του στον θεατή ότι ο πρώτος άνδρας των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο τελευταίος μεγάλος ήρωας του κόσμου.
Κι εκείνος το πιστεύει διότι στην Αμερική πιστεύουν τέτοια πράγματα.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Η Ελλάδα ταξιδεύει στον κινηματογράφο




Πριν από τις ταινίες του Π. Βούλγαρη και του Φ. Τσίτου, πολλοί άλλοι σκηνοθέτες είχαν παρουσιάσει, άλλοτε ειδυλλιακά, άλλοτε κριτικά, την ελληνική πραγματικότητα στο πέρασμα του χρόνου


Το ελληνικό σινεμά μας συστήθηκε το 1914 με τη «Γκόλφω». Το πασίγνωστο αυτό βουκολικό δράμα που έγραψε το 1893 ο Σπύρος Περεσιάδης για μια θεατρική βεγγέρα στην Ακράτα, ήταν η ιδανική αρχή για να γίνει η παγκόσμια τέχνη και εθνική. Απόδειξη; Η Γκόλφω και ο Τάσος παρέμειναν εμβληματικές φιγούρες μιας ελληνικότητας που επιδίωκε να εδραιωθεί. Εξήντα ένα χρόνια μετά οι ίδιοι ήρωες με τις φουστανέλες , ήταν πάλι στο πανί, στο «Θίασο» του Αγγελόπουλου! Το περιπλανώμενο μπουλούκι του , αριστουργηματικός συμβολισμός των Ελλήνων, έπαιζε μόνο ένα έργο, τη «Γκόλφω τη βοσκοπούλα» βουκολικό ειδύλλιο σε πέντε πράξεις. Η ιστορία του ελληνικού σινεμά είναι η διαδρομή από τη μια ¨Γκόλφω» στην άλλη, συν τριανταπέντε χρόνια που συμπληρώνονται με άλλη μια «εθνική» ταινία, την «Ψυχή βαθιά», του Παντελή Βούλγαρη που προβάλλεται τις τελευταίες εβδομάδες στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η Γκόλφω ,ήταν η προπολεμική μας απόπειρα να αποκτήσουμε εθνικές εικόνες. Εξάλλου, ένα χρόνο πριν γίνει ταινία, το 1913, είχε ήδη ταυτιστεί πλήρως με το «εθνικόν» όταν ο Εθνικός Δραματικός θίασος υποδέχτηκε ερμηνεύοντας την, τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στην ελληνική πια Θεσσαλονίκη.
Το εγχώριο σινεμά δεν ταύτισε την ελληνικότητα μόνο με τις φουστανέλες, συντήρησε τον ελληνοκεντρικό του χαρακτήρα με ένα άλλο ειδύλλιο , της αρχαίας φιλολογίας, το «Δάφνις και Χλόη» του Λόγγου. Το 1931 ένας φέρελπις σεναριογράφος και ηθοποιός, ο Ορέστης Λάσκος, το μετέτρεψε στη γνωστή ταινία των 68 λεπτών που περιέχει το πρώτο γυναικείο γυμνό στο ευρωπαϊκό σινεμά. Η ελληνοαμερικανίδα Λούσι Ματλί ως Χλόη, προηγήθηκε της Τσέχας Χέντι Λαμάρ, η οποία έκανε μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ χάρη στο δικό της γυμνό, στην ταινία «Έκσταση».
Ήταν η εποχή που το ελληνικό σινεμά διέκοπτε την ούτως ή άλλως φτωχή ως τότε παραγωγή του εξαιτίας του Β Παγκόσμιου πολέμου. (Μπορεί η Φίνος Φιλμ να ιδρύθηκε το 1942 αλλά ταινίες άρχισε να γυρίζει μετά το ’50). Δίπλα στο αμιγώς εμπορικό σινεμά του Φίνου που διαιώνισε και βελτίωσε το προπολεμικό φοκλόρ χωρίς να αγγίξει την πραγματική Ελλάδα, λίγοι αλλά εξαιρετικοί κινηματογραφιστές υπηρέτησαν το παράλληλο σύμπαν του εθνικού κινηματογράφου, κοιτώντας με την ιδιαίτερη ματιά τους , τους έλληνες και την Ελλάδα. Στη «Στέλλα» και στο «Κορίτσι με τα μαύρα», ο Μιχάλης Κακογιάννης καθώς και ο Κούνδουρος στο «Δράκο» άλλαξαν την προπολεμική ηρωική οπτική. Οι δικοί τους έλληνες είναι οι αντιήρωες και το «εθνικό» μετατοπίζεται στον κατά τις συμβάσεις υπόκοσμο. Η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) , ένα κορίτσι φαινομενικά «ελαφρό», γίνεται το όχημα για μια επανάσταση:απέναντι στην πατριαρχία, τον μικροαστισμό και τις παραδοσιακές αξίες. Στο «Δράκο» του Κούνδουρου , απατεώνες, διανοούμενοι και ιμιτασιόν κακοποιοί σχεδιάζουν την κλοπή ενός από τους στύλους του Ολυμπίου Διός! Οι Έλληνες κοιτάζουν την κληρονομιά τους ως είδος προς πώληση και η απομυθοποίηση της είναι η καινούργια ελληνικότητα. Η εθνική περηφάνια αναλύεται με πιο καθημερινούς κώδικες και το σινεμά κινηματογραφεί Έλληνες που δε μοιάζουν με πρωταγωνιστές του Αισχύλου αλλά με αδαείς ή απατεώνες που περιστρέφονται γύρω από μια «Κάλπικη λίρα», σαν αυτή της ομώνυμης ταινίας του Γιώργου Τζαβέλα. Οι πρωταγωνιστές του, στις τέσσερις σπονδυλωτές ιστορίες διαπιστώνουν ότι «όταν έχεις λεφτά μπορείς να αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη της κι εσύ να κοιμάσαι με την καλύτερη ερωμένη»! Μόνο την ώρα της μεγάλης πτώσης ξανανταμώνουν με το αρχαίο δράμα! Οι Έλληνες θεατές είδαν αυτές τις ταινίες. 211.700 εισιτήρια έκοψε η «Κάλπικη λίρα» και 134.000 η «Στέλλα».
Η Μελίνα Μερκούρη , ήδη από τη «Στέλλα», τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, ταυτίζεται με την ελληνικότητα ! Την εξάγει όμως σε όλη τη γη, πέντε χρόνια αργότερα, το 1960 χάρη στον Ζιλ Ντασέν και το «Ποτέ την Κυριακή». Τότε που ο Όμηρος (τον υποδύεται ο Ντασέν), ένας διανοούμενος Αμερικανός γνωρίζει στον Πειραιά, μια πεταλούδα της νύχτας , την Ίλια! Ήδη από την αρχή υπάρχει ο συμβολισμός: Όμηρος - Ιλιάδα. Προσπαθώντας να αναμορφώσει το ατίθασο πλάσμα πλάθει τον πιο αναγνωρίσιμο διεθνώς, γυναικείο ρόλο του ελληνικού κινηματογράφου.
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1964, ο Κακογιάννης έκανε μια αμερικανική ταινία για τους έλληνες, τον «Αλέξη Ζορμπά» , καθιερώνοντας διεθνώς ένα στερεότυπο που δεν έχει ξεπεραστεί ούτε σήμερα. Ο Ζορμπάς είναι το πρότυπο του «φυσικού ανθρώπου» που ζει απελευθερωμένος από κοινωνικές συμβάσεις, εν πλήρη γνώσει της θνητότητας του. Ένας άλλος κινηματογραφικός έλληνας, μια light εκδοχή του Τάσου, του αγαπητικού της Γκόλφως , είναι ο επίσης βοσκός Γιάννης Βόγλης στο «Κορίτσια στον ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη. Το φολκλόρ επανήλθε και η ιστορία του αφελούς βοσκού που ερωτεύεται την τουρίστρια ,αφού προηγουμένως οδηγηθεί από παρεξήγηση στη φυλακή , κάνει θραύση. Οι έλληνες και τη βλέπουν και τη βραβεύουν! Η εικόνα του βοσκού που φωνάζει στην Αν Λόμπεργκ «έλα μύγδαλα», συγκινεί ακόμη!
Όμως τίποτα δεν είναι πιο συγκινητικό και πιο κινηματογραφικά αληθές στο ελληνικό σινεμά, από την ιστορία μιας μικρής πόρνης και ενός λοχία στην Ελλάδα του ‘70. Η πόρνη που λεγόταν Ευδοκία έδωσε τ’ όνομά της στην ταινία του Αλέξη Δαμιανού, (μια πραγματεία πάνω στην ελληνικότητα) και σ΄ ένα ζεϊμπέκικο που το χόρεψε ένας λοχίας με τα χέρια σε έκταση. Οι ήρωες αλληλεπιδρούν με το χώρο, τον ορίζουν και ορίζονται από αυτόν. Είναι ακόμη τέκνα της μεταπολεμικής Ελλάδας που παλεύουν να συμβιβαστούν με την Ιστορία. Βρισκόμαστε στα 1971, μόλις τέσσερα χρόνια πριν την προσπάθεια του Αγγελόπουλου, με τον προαναφερθέντα «Θίασο» , να σταθεί απέναντι στην Ιστορία και στη χώρα. Η βαθιά κριτική ελληνικότητα του Αγγελόπουλου, μετουσιώθηκε με τα χρόνια σε αναζήτηση της πραγματικής ελληνικής ταυτότητας, από το αρχαιοπρεπές χθες έως το ευρωπαϊκό σήμερα («Το βλέμμα του Οδυσσέα», «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»).Ο πρωταγωνιστής- συγγραφέας της «Αιωνιότητας» (Μπρούνο Γκαντζ) που έψαχνε λέξεις από τους ανολοκλήρωτους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού, περνά την τελευταία μέρα της ζωής του παρέα με ένα παιδί των φαναριών από την Αλβανία και στοχάζεται γύρω από το θέμα των συνόρων!
Η ελληνικότητα, εν προκειμένω στο σινεμά αλλά όχι μόνο εκεί, έχει αλλάξει όρους. Ορίζεται από τα σύνορα; Το αίμα; Την κουλτούρα; Ο Σωτήρης Γκορίτσας το 1993, με την ταινία του «Απ’ το Χιόνι» έθεσε τη νέα οπτική. Οι Βορειοηπειρώτες ήρωες του έρχονται «από το χιόνι» στον ελληνικό παράδεισο, για να διαπιστώσουν ότι η πλατεία Ομονοίας ήταν το ίδιο παγωμένη και σκληρή. Με τα μάτια των προσφύγων είδαν τους σύγχρονους Έλληνες οι Βούπουρας και Κόρας στο «Μιρουπάφσιμ» και ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στο «Από την άκρη της πόλης» έκανε ήρωες του μια παρέα παιδιών από το Καζακστάν. Τελευταία άλλα όχι έσχατη στη σειρά η φετινή «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου. Με τον Αντώνη Καφετζόπουλο να υποδύεται τον Σταύρο, έναν ξενοφοβικό ψιλικατζή ο οποίος θα διαπιστώσει ότι στις φλέβες του ρέει αλβανικό αίμα. Ένας φανατικός 'Ελληνας πρέπει να βάλει τον εαυτό του στην απέναντι όχθη και το κοινό να ξανασκεφτεί εκείνο το «Έλλην ει ο εις την Ελληνικήν Παιδείαν μετέχων...» του Ισοκράτη!
Το 2003 ο σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης γυρίζοντας την «Πολίτικη κουζίνα» , έβαλε τους έλληνες απέναντι στους άλλους εχθρούς, τους… προαιώνιους! Πολύ συγκίνηση, χιλιάδες τα εισιτήρια, αλλά η πολιτική της ιδεολογία και το μήνυμα «οι πολιτικοί παίζουν παιχνίδια εις βάρος των λαών οι οποίοι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα» δίχασε και συζητήθηκε.
Συζητήσεις πολλές προκαλεί και η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» για τον ελληνικό εμφύλιο και τις περιπέτειες δύο νεαρών αδερφών που βρέθηκαν στα αντίπαλα στρατόπεδα. «Οι έλληνες στο Γράμμο του 1949 «, λέει μεγάλη μερίδα κοινού και κριτικής, «δεν ήταν αυτοί που μας έδειξε ο Βούλγαρης» !
Οι σκηνοθέτες φυσικά δεν γράφουν Ιστορία! Ακόμη κι αν την επικαλούνται.

Για την Ευδοκία του Δαμιανού βλ.
www.youtube.com/watch?v=XCQXArp4Snk

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Ζιγκολό:ένας παρακμιακός μύθος



Οι “Blondie” τραγουδούν το “Call me” και ο Τζούλιαν (Ρίτσαρντ Γκιρ), στην πρώτη σκηνή του «American Gigolo», οδηγεί το σπορ αυτοκίνητο του- φορώντας φυσικά Αρμάνι-κατευθείαν στο πεπρωμένο του: μια πλούσια κυρία που τον χρηματοδοτεί με αντάλλαγμα το κορμί του.
Η ταινία «Επάγγελμα ζιγκολό» ,ήταν μια προσπάθεια του σκηνοθέτη Πολ Σρέιντερ να βγάλει το 1980 στο φως τα άπλυτα των αστών της Αμερικής! Απέτυχε παταγωδώς στο σκοπό της κι απλώς έκανε διάσημους τον Γκιρ, τους Blondie και τον Αρμάνι.
Προηγήθηκε ο ζιγκολό Πολ , στο “Πρόγευμα στο Τίφανις», κι ακολούθησαν ο Μάικι στο «Δικό μου Αϊντάχο» κι
ο Τζο στην « Α.Ι. Τεχνητή νοημοσύνη»!

Το…επάγγελμα όμως επανήλθε φέτος δυναμικά στο προσκήνιο χάρη στην παγκόσμια οικονομική κρίση και στον Άστον –με θέλουν όλες-Κάτσερ! Ο νεαρός σύζυγος της Ντέμι Μουρ υποδύεται τον Νίκι, έναν πανέμορφο απατεώνα τον οποίο τρέφουν πλουσιοπάροχα ώριμες κυρίες της καλής κοινωνίας του Λος Άντζελες. Η ταινία «Ζιγκολό» (“Spread”) του σκοτσέζου σκηνοθέτη Ντέιβιντ Μακένζι που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance τον περασμένο Ιανουάριο προβλήθηκε και στους ελληνικούς κινηματογράφους! Παράλληλα στην Αμερική αλλά και σε κανάλι της ελληνικής συνδρομητικής τηλεόρασης προβάλλεται με τρομερή επιτυχία το «Hunk», ένα σίριαλ με πρωταγωνιστή άλλον ζιγκολό, τον Ρέι (Τόμας Τζέιν), ενώ το αρχαιότερο επάγγελμα ασκείται από άντρες και στις πασίγνωστες σειρές «Nip/Tuck”, “Dollhouse” και “Gossip girl”.

* Στο “Spread” ο Νίκι γνωρίζει ένα από τα θύματα του, τη Σαμάνθα (Αν Χεκ), σε κάποιο κλαμπ του Λος Άντζελες! Σύντομα θα εγκατασταθεί στην πολυτελή βίλα της στο Χόλιγουντ αλλά όλα θα ανατραπούν όταν μετά από λίγο καιρό θα ερωτευτεί μια γκαρσόνα, την Χέδερ (Μαργκαρίτα Λίβιεβα).
*O Ρέι του “Hunk”από την άλλη, είναι τελείως διαφορετικός! Προπονητής του μπάσκετ σε ένα Λύκειο, ευνοημένο από τη φύση αρσενικό, γίνεται ζιγκολό εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Η γυναίκα του τον έχει χωρίσει, το σπίτι του έχει πάρει φωτιά, τα παιδιά του αδιαφορούν για την ύπαρξη του και το μόνο που του απομένει είναι μια φίλη που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας αλλά προς το παρόν εκτελεί χρέη …τσατσάς. Ο Ρέι δένεται συναισθηματικά με τις πελάτισσες του!
Ο Νίκι κι ο Ρέι έχουν διαφορετική στάση απέναντι στο επάγγελμα αλλά και πολλά κοινά. Για παράδειγμα , η Αν Χεκ, η κινηματογραφική ώριμη πελάτισσα του πρώτου είναι η τηλεοπτική πρώην σύζυγος του δεύτερου.
*Με τον Ρέι μοιάζει και ο Μάρκο, ο ήρωας της ταινίας ¨Η πελάτισσα¨ της Ζοσιάν Μπαλασκό, που βγήκε στις αίθουσες την ‘Άνοιξη επιχειρώντας αναφορές σε δύο κρίσεις, και στην οικονομική που οδήγησε και τον δικό της ήρωα στην πορνεία αλλά και στην κρίση της μέσης ηλικίας.

Η κριτική την αποδοκίμασε αλλά η κοινωνιολογία την δικαίωσε!
«Η κυρία Μπαλασκό και οι υπόλοιποι σκηνοθέτες επανέφεραν στο προσκήνιο ένα αντρικό πρότυπο που συνδέεται με την οικονομική ύφεση» δήλωσαν σοβαρότατοι πανεπιστημιακοί στον Αμερικανικό τύπο και ερμήνευσαν το φαινόμενο ως προϊόν της χειμαζόμενης οικονομίας, από την οποία πλήττονται κατά πρώτον οι χειρώνακτες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι άντρες. Ιστορικοί του κινηματογράφου υποστήριξαν ότι σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας το σινεμά εστιάζει στους ανθρώπους που δέχονται την πίεση. Στο Κραχ, οι κινηματογραφικοί ήρωες έπαιρναν τα Τόμιγκαν και λήστευαν τράπεζες και μαγαζιά. Τώρα η οικονομική δυσπραγία βγάζει τους άντρες του σινεμά στο πεζοδρόμιο!

Το χειρότερο πεζοδρόμιο και η καλύτερη ταινία με πρωταγωνιστή ζιγκολό πάντως, έγιναν την εποχή της αμφισβήτησης και για λόγους όχι οικονομικούς! Ο Τζό Μπακ (Γιον Βόιτ) βγήκε στους δρόμους της Νέας Υόρκης, γιατί ο σκηνοθέτης Τζον Σλέσιντσερ, ήθελε εν έτει 1969,να κλείσει με το «Midnight cowboy» τους λογαριασμούς του με το Αμερικανικό όνειρο, επιθυμία την οποία πολλοί συνάδελφοι του έκαναν ταινία εκείνη την εποχή. «Ο καουμπόι του μεσονυχτίου» σόκαρε τους Αμερικανούς, κυρίως λόγω θέματος και όχι σκηνών. Ο Τζόι εξάλλου απεδείχθη ο χειρότερος ζιγκολό του κόσμου. Έφτασε από το χωριό του στο Τέξας στη μεγαλύτερη πόλη της Αμερικής για να βγάλει λεφτά και να γνωρίσει την καλή κοινωνία, και αντ’ αυτού εξαπατήθηκε και από τους πελάτες και από την πόλη! Έμεινε όμως στους σινεφίλ όλου του κόσμου η εικόνα του, ψηλός και ηττημένος να περπατά δίπλα στον κοντό και κουτσό Ντάστιν Χόφμαν , ο οποίος εκνευρισμένος που τον στριμώχνει ένα ταξί στο δρόμο, το χτυπάει φωνάζοντας την ιστορική και επαναλαμβανόμενη στο σινεμά ατάκα «Hey… I’m walking here! I ‘m walking”!


Για το "American gigolo" βλ http://www.youtube.com/watch?v=VRSvVc48-Rk

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Οι αναλώσιμοι της Αμερικής






Όταν ο Στίβεν Σόντεμπεργκ, ο διάσημος σκηνοθέτης της “Έριν Μπρόκοβιτς” , της “Συμμορίας των 11” και του “Τσε” , ανακοίνωσε πέρυσι οτι θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας “Girlfriend experience”, όλο το ενδιαφέρον εστιάστηκε στην πρωταγωνίστρια του, την Σάσα Γκρέι. Mια ελληνικής καταγωγής σταρ της βιομηχανίας του πορνό, (της οποίας η αμέσως προηγούμενη ταινία είχε τον αποκαλυπτικό τίτλο “Blow me sandwich 11”), θα υποδύονταν περίπου τον εαυτό της. Μιας συνοδού πολυτελείας στελεχών της Γουόλ Στριτ που αναζητούν επί πληρωμή κάτι παραπάνω από σεξ και κάτι λιγότερο από οικογένεια.
Το φιλμ έπρεπε να βγει στο Φεστιβάλ της Τριμπέκα , στο Μανχάταν, για να επισημάνουν τα αμερικανικά μέσα οτι στο φόντο της ταινίας είναι παρών ο οικονομικός κατήφορος της Γουόλ Στριτ και η Αμερική της οικονομικής κρίσης. “Είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ” είπε ο δημιουργός του και εξέφρασε την ικανοποίηση του που είδε στο Φεστιβάλ ταινίες για την οικονομία και τις συνέπειες της κρίσης στη ζωή των ανθρώπων, όπως το ντοκιμαντέρ “American Casino” των Λέσλι και Άντριου Κόκμπερν, η το “The Good guy” του Τζούλιο Ντε Πιέτρο, μια εκ των έσω ματιά στην κουλτούρα της Γουόλ Στριτ και στο τι σημαίνει καλοσύνη στον κόσμο των μπρόκερς.
Την παράσταση όμως έκλεψε , σε εντυπώσεις και προβολή, η ταινία του ζεύγους Κόκμπερν, το οποίο παρουσίασε μια ενδελεχή έρευνα στον κόσμο των στεγαστικών δανείων, δηλαδή στο σημείο μηδέν της κρίσης: όταν η αγορά έπαιξε ρουλέτα στην αγορά κατοικίας το σύστημα έπεσε.
Η Λέσλι Κόκμπερν , δημοσιογράφος του CBS με μεγάλη πείρα στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, προείδε το μέγεθος αυτού που ερχόταν και ξεκίνησε με τον παραγωγό σύζυγο της να ετοιμάζει το “American casino” από τον Ιανουάριο του 2008, τότε που απλώς είχε διαπιστωθεί πόσο μακριά βρισκόταν η Γουόλ Στριτ από τους υπόλοιπους εμπορικούς δρόμους της Αμερικής, όπου καθημερινοί άνθρωποι και όχι χρηματιστές έβγαζαν λίγα ή πολλά χρήματα.
Συνηθισμένη σε δημοσιογραφικές αποστολές στο Αφγανιστάν ή τη Βοσνία, η δημοσιογράφος αδυνατούσε να πιστέψει αυτά που κατέγραφαν οι κάμερες. Ολόκληρες κομητείες στην Καλιφόρνια μισοερειπωμένες , με άδεια σπίτια, γεμάτα τεράστια ποντίκια, ακριβώς όπως στο Μογκαντίσου. Με τις πισίνες να έχουν μετατραπεί σε βρώμικα βαλτόνερα γεμάτα μολυσματικά κουνούπια ,φίδια και βατράχια.
Το ρεπορτάζ στην ταινία ξεκινάει από τους πρώην ιδιοκτήτες αυτών των σπιτιών και κλιμακώνεται προς τα άνω. Μιλούν για την κρίση αυτοί που έχασαν το σπίτι τους, στη συνέχεια αυτοί που έχασαν τις δουλειές τους, αυτοί που ήταν χρηματιστές και δεν είναι πια, οι τραπεζίτες που προώθησαν τα τοξικά ομόλογα και τέλος οι ανέγγιχτοι της κορυφής , αυτοί που έχουν ετήσιο εισόδημα πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια. Οι φτωχοί κοιτούν το φακό, οι πλούσιοι μιλούν “πλάτη” , διότι για πρώτη φορά στις ΗΠΑ μετά το Μεγάλο Κραχ, ο πλούτος έγινε πρόκληση. Οι συζητήσεις που άνοιξαν για το “American casino”, αφορούν κυρίως μια υποψία που κατέστη βεβαιότητα στα ρεπορτάζ της Βαλτιμόρης. Στο μεγάλο λιμάνι του Ατλαντικού, στην πολιτεία του Μέριλαντ, που ζούσε κάποτε από τις κατασκευές αλλά τώρα πια της έχει μείνει μόνο η φήμη για τις μεγάλες της χαλυβουργίες και τους μεθυσμένους ναύτες, η κρίση είναι «μαύρη». Στατιστικά καταγεγραμμένο, και με κυβερνητική επιβεβαίωση, η ταινία διαπιστώνει οτι οι μαύροι της μεσαίας τάξης που έχασαν τα σπίτια τους χάρη στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου είναι τέσσερις φορές περισσότεροι από τους λευκούς, γιατί στοχοποιήθηκαν από την αρχή ως αναλώσιμα θύματα. Όλα τα μέσα ενημέρωσης έφεραν στο προσκήνιο το ντοκιμαντέρ των Κόκμπερν εξαιτίας αυτής της αποκάλυψης που θορύβησε το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον, το οποίο νόμισε οτι οι Ομπάμα έλυσαν το φυλετικό ζήτημα της Αμερικής, απλώς και μόνο επειδή είναι εδώ. Φυσικά οι αλήθειες ήταν πάντοτε πιο σκληρές από τους μύθους, ακόμη και στην Αμερική, όπου από την εποχή του τυφώνα Κατρίνα οι φυσικές καταστροφές επέλεγαν τάξεις και φυλές.
Το “American casino” χάρη στην ιστορία της Βαλτιμόρης, βρήκε διανομέα και θα παίξει στις αίθουσες της Αμερικής. Πιθανόν να βρει το δρόμο του και προς την Ευρώπη, όπως οι ταινίες του Μάικλ Μουρ. Θα σοκαριστούμε κι εμείς, όχι από τον κυνισμό του χρηματιστή που χαρακτηρίζει ηλίθιους όλους αυτούς που ο ίδιος δανειοδότησε γνωρίζοντας οτι είναι χαμένοι, αλλά , όπως λέει η δημιουργός του, από τη βεβαιότητα του οτι αυτό που έκανε ήταν και το σωστό. Η αγορά οφείλει μια παραδεκτή ηθική, το είχε πει και ο Άνταμ Σμιθ, αλλά πάντοτε οι μπρόκερ μάθαιναν μόνο τη βασική του θεωρία, ότι έπρεπε δηλαδή να είναι ελεύθερη!

Το Αιγαίο είχε και ζόμπι!








Η Νία Βαρντάλος ήταν φυσικό να καταλήξει το καλοκαίρι που μας πέρασε στο “Έρωτας αλά Ελληνικά”, ξεναγός στην Ακρόπολη! Το επώνυμο της αλλά , κυρίως, τα εκατομμύρια δολάρια που κέρδισε με την πρώτη της ταινία, το «Γάμος αλά ελληνικά», μας είχαν προϊδεάσει ότι θα ερχόταν στην Ελλάδα για να κάνει το «νταμπλ». Στο πλευρό του Πούπι, κατά κόσμο Αλέξη Γεωργούλη, ήλπιζε ότι ο κόσμος δεν βαρέθηκε ούτε τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, ούτε τις ελληνικές αρχαιότητες, τις οποίες ο σκηνοθέτης της ταινίας Ντόναλντ Πέτρι κινηματογράφησε υπουργική αδεία. Πολύς και καλός κόσμος εξάλλου έχει περάσει από δω κάνοντας γκραν σουξέ, ήδη από το 1957, τότε που η Σοφία Λόρεν γινόταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της εποχής για τα γυρίσματα στην Ύδρα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι»! Ή όταν ο «Ναύτης του Γιβραλτάρ» με τη Ζαν Μορό στον Πειραιά γινόταν θέμα, το 1967, στα Κινηματογραφικά Επίκαιρα, κι ο Άντονι Κουίν έφτανε με τρένο στην Αθήνα λίγο πριν πάει στη Ρόδο για τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» ή στην Κρήτη για το «Ζορμπά»! Η Μύκονος ήταν το νησί της «Σίρλεϊ Βαλεντάιν», η Κεφαλονιά έγινε τουριστικός προορισμός χάρη στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» και η Αμοργός αγαπήθηκε διεθνώς χάρη στο «Απέραντο γαλάζιο»! Πέρυσι έγιναν διάσημες η Σκιάθος και η Σκόπελος με το «|Mama mia».
Αλλά... αν από το Παναθηναϊκό στάδιο πέρασε η Τζέιν Μάνσφιλντ (“Συνέβη στην Αθήνα”) στη Σέριφο έζησε ένας εκ των διασημοτέρων ανθρωποφάγων του λεγόμενου «καλτ» κινηματογράφου! Και στη Μύκονο, εκτός από τα πάθη της μεσήλικης Βρετανίδας με το όνομα Σίρλεϊ, άνθισε και ο μεγάλος έρωτας ενός από τα πιο καυτά κινηματογραφικά ζευγάρια του Μπόλιγουντ! Στη Ρόδο του Κουίν κατέληξε για να βρει τον ψαρά πατέρα του , και νεαρός Σουηδός με το ορεκτικό- όνομα Τσατσίκι!
Και αυτό το σινεμά φιλοξενήθηκε στο Αιγαίο! Λιγότερο γνωστό, λιγότερο εκλεκτό;
Στο Μπόλιγουντ θα διαφωνούσαν! Το “Chalte Chalte” μια ταινία από την Ινδία γυρισμένη σχεδόν ολόκληρη στην Ελλάδα , απέφερε στην παραγωγό εταιρία το 2003 εκατομμύρια δολάρια και στους πρωταγωνιστές της, Shahrukh Khan και Rani Mukerji, λεφτά και δόξα. Οι κριτικές για τις ερμηνείες ήταν μέτριες, αλλά αν κατοικείς δυτικά της Βομβάης δεν νοιάζεσαι καθόλου! Η υπόθεση ήταν το κλασικό ινδικό θέμα των παρεξηγήσεων που εμποδίζουν έναν έρωτα να έχει αίσια έκβαση, υπήρχε πολύ μουσική , ινδικός χορός με φόντο τη Μύκονο, την Πάρο και τους Δελφούς ! Ακούγεται κιτς;
Υπήρξε και χειρότερη εκδοχή, από συμπαραγωγή τω Σκανδιναβικών χωρών, με το όνομα “Tsatsiki”. Αν το μυαλό ενός Έλληνα πηγαίνει κατευθείαν στο γνωστό έδεσμα, το μυαλό μιας Σουηδέζας κάνει το τζατζίκι όνομα και το δίνει στο γιό της, παιδί του καλοκαιρινού της έρωτα με έναν ψαρά χταποδιών από τη Ρόδο. Πολλές Σουηδέζες το έπαθαν αυτό τη δεκαετία του '80, είκοσι χρόνια αργότερα η σκηνοθέτης Ella Lemhagen το έκανε ταινία με τεράστια επιτυχία στη χώρα της και πολλά διεθνή βραβεία. Ο “Tsatsiki” ήρθε στη Ρόδο να βρει το μπαμπά και το ταξίδι αυτό έγινε τόσο δημοφιλές στη Σκανδιναβία που γυρίστηκε και δεύτερη ταινία με τον χαριτωμένο μπόμπιρα να αναζητεί με χιούμορ τις ρίζες του την ώρα που η μαμά του προσπαθούσε να κάνει καριέρα στο σουηδικό ελαφρό τραγούδι.


Οι χαριτωμένες περιπέτειες του μικρού Τσατσίκι Γιόχανσον στη Ρόδο είναι παντελώς άγνωστες σ' εμάς όπως και οι τρομακτικές περιπέτειες στη Σέριφο, της Τζούλι, του Άντι και της Μάγκι, των πρωταγωνιστών της ταινίας “Antropophagus” του Τζο Ντ' Αματο, του “πιο κακού σκηνοθέτη του κόσμου”. Μια παρέα, κατά το σενάριο, επισκέπτεται ένα νησί του Αιγαίου το οποίο κατοικείται μόνο από μια τυφλή γυναίκα, που υποστηρίζει οτι όλοι οι κάτοικοι έγιναν γεύμα ενός ανθρωποφάγου. Οι υπέροχες ακρογιαλιές πράγματι αποτελούν το ιδανικό κοντράστ με τον τρόμο που γεννά το θέμα της ταινίας, η οποία όμως δικαιώνει απολύτως όσους έχουν χαρακτηρίσει τον Ιταλό σκηνοθέτη τελείως άτεχνο, “καλό μόνο για να γυρίζει τσόντες”. Όλο αυτό το χάλι του “Ανθρωποφάγου¨όμως, αποτελεί διεθνώς σημείο αναφοράς για τους λάτρεις του λεγόμενου πατριάρχη του Ιταλικού trash φιλμ. Το Ίντερνετ είναι γεμάτο με αγγελίες θαυμαστών που αναζητούν ακόμη την πρωτότυπη , χωρίς κοψίματα , εκδοχή της ταινίας , η οποία περιέχει εκτός των άλλων και ανθρωποφαγία εμβρύου.
Όλοι αυτοί , έχουν δει στην αρχή της ταινίας, πριν το πρώτο αίμα και χωρίς άδεια, σε μακρινό πλάνο την Ακρόπολη. Όπως το 1989 το mainstream κοινό, την είδε «νομίμως» στο “New York Stories”, υπό την καλλιτεχνική ματιά του Κόπολα, και όπως το καλοκαίρι που μας πέρασε την είδαμε όλοι έξοχα και νόμιμα κινηματογραφημένη, αλλά εντός μιας αδιάφορης ταινίας!

PS. Για τον "Ανθρωποφάγο" βλ. http://www.youtube.com/watch?v=JFUgqt9yrAw

«Singin’ in the rain» στο Μπάντμιντον



Το 1952 ο Τζιν Κέλι, δημιούργησε και ερμήνευσε το πιο διάσημο νούμερο στην παγκόσμια ιστορία του μιούζικαλ: το χορευτικό του “Singin’ in the rain”! Η πασίγνωστη μελωδία που χόρεψε υπό βροχή, στην ομότιτλη ταινία που συνσκηνοθέτησε με τον Στάνλεϊ Ντόνεν, συνόδεψε τα θεσπέσια βήματα του προς την αθανασία!

Ο Κέλι ήταν σαράντα ετών, είχε σαράντα πυρετό στο γύρισμα και δεν κατάλαβε ότι η εικόνα του σ’ εκείνη τη σκηνή θα γινόταν σημαίνον κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας της τέχνης. Πάντα έλεγε εξάλλου ότι ήταν καλύτερος όχι στο «Ένας αμερικανός στο Παρίσι» όπως θα μπορούσε να εικάσει κάποιος, αλλά στο «Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες» («On the town»), την πρώτη κοινή σκηνοθετική του δουλειά με τον Ντόνεν και συμπρωταγωνιστές το Φρανκ Σινάτρα και τη Μέριλιν Μονρό. Η αλήθεια είναι ότι το “Τραγουδώντας στη βροχή” άρεσε αλλά δεν ενθουσίασε το κοινό ( 8o στο box office εκείνη τη χρονιά) και δεν πήρε κανένα Όσκαρ. Η ιστορία όμως αποκατέστησε τα πράγματα. Θεωρείται πλέον το καλύτερο μιούζικαλ όλων των εποχών, και η καλλιτεχνική του αξία αναγνωρίστηκε με την ύψιστη για τους Αμερικανούς διάκριση, την ένταξη του στον κατάλογο της Βιβλιοθήκης του Αμερικανικού κογκρέσου με τους εθνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς.





57 χρόνια μετά την πρώτη του προβολή στις κινηματογραφικές αίθουσες, το «Τραγουδώντας στη Βροχή» στη θεατρική του εκδοχή, έρχεται στην Ελλάδα. Στις 21 Οκτωβρίου ανεβαίνει για οκτώ παραστάσεις στο θέατρο «Μπάντμιντον» με πρωταγωνιστή τον αμερικανό Τιμ Φλέιβιν , ο οποίος μένει πιστός στις χορογραφίες του Τζιν Κέλι και στο άρωμα της ταινίας του ’52. Η συγκεκριμένη παράσταση είναι σε σκηνοθεσία της Άλισον Πόλαρντ. Η σκηνοθέτης πάτησε πάνω στην αλυσίδα των θεατρικών μεταφορών του μιούζικαλ που έχει την αρχή της στη δεκαετία του ’80, τότε που ένας δικηγόρος από το Σικάγο, ο Μορίς Ρόζενφιλντ έπεισε την Metro-Goldwyn-Mayer να του παραχωρήσει τα δικαιώματα της ταινίας προκειμένου να ανεβάσει μια θεατρική της εκδοχή στο Μπρόντγουεϊ. Τελικά το μιούζικαλ ανέβηκε στο Λονδίνο υπό την εποπτεία του συγγραφικού διδύμου της ταινίας, των Betty Comden και Adolph Greene. Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης του 1983, Τόμι Στιλ, είχε παρακολουθήσει την ταινία 130 φορές, οι συγγραφείς έκαναν μόνο τις απαραίτητες μετατροπές και κάπως έτσι το θεατρικό “Singin’ in the rain” έμεινε γνήσιο τέκνο του κινηματογραφικού αριστουργήματος.

Η υπόθεση φυσικά είναι η ίδια: Πρωταγωνιστικό ζευγάρι του βωβού κινηματογράφου καλείται να περάσει με επιτυχία στον ομιλούντα. Πρώτος και καλύτερος ο μεγάλος σταρ Ντον Λόκγουντ ( στην ταινία ο Τζιν Κέλι, στη θεατρική εκδοχή ο Τιμ Φλέιβιν), ο οποίος μετατρέπει την τελευταία του βουβή ταινία σε ομιλούσα με μεγάλη επιτυχία εν αντιθέσει με τη συμπρωταγωνίστρια του Λίνα Λαμόντ (Τζιν Χάγκεν στο σινεμά, στην παράσταση η Έιμι Γκρίφιθς) η οποία έχει απαίσια φωνή και χρειάζεται ντουμπλάρισμα. Αυτό το ρόλο αναλαμβάνει η καλλίφωνη Κάθι Σέλντεν, την οποία ερμήνευσε στο πλευρό του Τζιν Κέλι η Ντέμπι Ρέινολντς, δεκαεννιά ετών τότε και πρωτοεμφανιζόμενη. Στο θέατρο θα δούμε την ανερχόμενη βρετανίδα Τζέσικα Παντς! Η Κάθι και στο σινεμά και στη σκηνή ανατρέπει τη συναισθηματική ισορροπία των πρωταγωνιστών, κοινώς κάνει τη Λίνα να καταλάβει ότι δεν είναι ερωτευμένη με τον Ντον και τον Ντον να καταλάβει ότι είναι ερωτευμένος με την Κάθι.

Η κινηματογραφική εκδοχή είχε και μια δεύτερη ανάγνωση, όπως άλλωστε πολλά αριστουργήματα που στο πίσω πλάνο διηγούνται τις μεγάλες ιστορίες των ανθρώπων. Το «Τραγουδώντας στη βροχή» αποτελεί μια εξαιρετική σπουδή πάνω στην αλλαγή που φέρνει η τεχνολογία στη ζωή, όχι μόνο στην ανάγκη προσαρμογής του ανθρώπου σε αυτήν για βιοποριστικούς λόγους, αλλά και στην αλλαγή του έσω κόσμου του. Όλη αυτή η προβληματική ξετυλίγεται μέσα από μια υπέροχη ιστορία, που υμνεί τη χαρά, την παιδικότητα που έχει χιούμορ, αυτοσαρκασμό και ένα δυνατό μύθο. Που έχει επίσης χαριτωμένες εκτός σκηνής ιστορίες, όπως ότι ο Τζιν Κέλι βρεχόταν την ώρα που χόρευε και τραγουδούσε το Singin’ in the rain όχι μόνο με νερό αλλά και με γάλα για να γράφει καλύτερα η βροχή στην κάμερα και να κολλάει το κοστούμι του.

Η βροχή έγραψε και θεατρική ιστορία. Σε μία από τις παραστάσεις του Singin’ in the Rain στο θέατρο London Palladium χάλασε ο μηχανισμός και οι τεχνικοί εμφανίστηκαν στη σκηνή με μάνικες, κάνοντας αναγκαστικά ..παπί τον Τόμι Στιλ, την ώρα που τραγουδούσε το «Singin’ in the rain», το οποίο , για την ιστορία , δε γράφτηκε για την ταινία! Αντιθέτως η ταινία γυρίστηκε γι αυτό και γι άλλα τραγούδια που ο παραγωγός της Άρθουρ Φριντ είχε γράψει μαζί με τον συνθέτη Νάτσιο Χερμπ Μπράουν , είκοσι χρόνια πριν. Ακούστηκε δε, πρώτη φορά, στην ταινία «Hollywood revue” το 1929, ενώ το τραγούδησε και η Τζούντι Γκάρλαντ το 1940 στην ταινία «Little Nellie Kelly”. O Τζιν Κέλι , το έκανε το ‘52 συνώνυμο της χαράς και του έρωτα. Και το ’71 ο ιδιοφυής Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» ( ένα δοκίμιο για τη βία) του έδωσε κόντρα ρόλο. Το “Singin’ in the rain” το τραγούδησε- και το χόρεψε- ο πρωταγωνιστής του , Άλεξ, στην περίφημη σκηνή του βιασμού!

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Ενας έρωτας σαν άρωμα...








Τον Μάιο του 1913 στο Παρίσι, χάρη στη στριγκλιά φωνή ενός φαγκότο στο ξεκίνημα του μπαλέτου υπό τον τίτλο «Ιεροτελεστία της Ανοιξης», η μουσική πέρασε από τον 19ο στον 20ό αιώνα.

Εκείνο τον εξαιρετικά υψηλό τόνο του φαγκότο ακολούθησε μια παράξενη μουσική πανδαισία, την οποία ο δημιουργός της Ιγκόρ Στραβίνσκι εμπνεύστηκε από τους παγανιστικούς μύθους της πατρίδας του, της Ρωσίας.

Οταν τα ρωσικά μπαλέτα βγήκαν στη σκηνή του θεάτρου Des Champs-Elysses να ερμηνεύσουν την εξίσου πρωτοποριακή χορογραφία του Βάσλαβ Νιζίνσκι, άρχιζε αυτό που σήμερα είναι καταγεγραμμένο ως το πιο διάσημο μουσικό σκάνδαλο του περασμένου αιώνα. Θαυμαστές της παράστασης και επικριτές της πιάστηκαν στα χέρια, με αποτέλεσμα στη δεύτερη πράξη να παρέμβει η αστυνομία για να σταματήσει τη σύρραξη και να φυγαδεύσει τον Στραβίνσκι, τους χορευτές και τον ιμπρεσάριό τους, τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ.

Το καλοκαίρι του 1920

Με την αναπαράσταση αυτού του γεγονότος ξεκινά η πολυαναμενόμενη ταινία «Κοκό Σανέλ και Ιγκόρ Στραβίνσκι» του Γιαν Κούνεν που θα προβληθεί σε λίγες ημέρες στις σκοτεινές αίθουσες.

Βασισμένη στη μυθιστορηματική βιογραφία του Κρις Γκρίνχαλτζ «Coco and Igor» (εκδόσεις «Εμπειρία εκδοτική»), η ταινία με τους Μαντς Μίκελσεν και Αννα Μουγκλαλίς έφερε ξαφνικά στο προσκήνιο τον θυελλώδη έρωτα της Κοκό Σανέλ και του Ιγκόρ Στραβίνσκι.

Η ταινία εστιάζει στο πώς αυτό το πάθος της σχεδιάστριας για τον πατέρα του μουσικού μοντερνισμού συνέπεσε και συνταίριαξε με τη δημιουργία του περίφημου αρώματός της, του «Channel Νο 5». Κι από την άλλη, πραγματεύεται το πώς το φιλελεύθερο δυναμικό πνεύμα αυτής της γυναίκας επηρέασε τον μεγάλο μουσουργό.

Κατά το σενάριο, που έγραψε ο συγγραφέας του βιβλίου, η Σανέλ, που παρακολούθησε το 1913 την αποτυχημένη παράσταση της «Ιεροτελεστίας της Ανοιξης», ξανασυναντά τον Στραβίνσκι στο Παρίσι το 1920, σε ένα τραπέζι που διοργάνωσε ο Ντιαγκίλεφ. Είναι πετυχημένη και πλούσια, ενώ εκείνος άσημος και πένης. Επιστρέφει στη γαλλική πρωτεύουσα διεκδικώντας μια δεύτερη ευκαιρία για τη μουσική του και την «Ιεροτελεστία», αλλά ζώντας σε ένα άθλιο δωμάτιο μαζί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους χάνει γρήγορα την έμπνευσή του.

Η Σανέλ αναλαμβάνει να τον χρηματοδοτήσει και προτείνει στην οικογένεια να μετακομίσει στην εξοχική της κατοικία Μπελ Ρεσπίρο. Εκεί το καλοκαίρι του 1920, η Σανέλ και ο Στραβίνσκι, πάντα κατά την ταινία, βιώνουν υπό τη σιωπηλή αποδοκιμασία της Καταρίνα Στραβίνσκι και των υπηρετών ένα πάθος που άλλαξε τη ζωή τους.

Η μετακόμιση της οικογένειας Στραβίνσκι στη βίλα Μπελ Ρεσπίρο και η οικονομική ενίσχυση του συνθέτη από τη Σανέλ αποτελούν γεγονότα που επιβεβαιώνονται από γραπτές πηγές και μαρτυρίες. Τα ενδιάμεσα, όμως, τα μετά την πρεμιέρα του 1913 έως την ταραχώδη σχέση τους, είναι αναπόδεικτα.

Ο ίδιος ο Γκρίνχαλτζ, ερωτηθείς πέρυσι στις Κάνες, μετά την προβολή της ταινίας για τα αληθινά περιστατικά, είπε: «Είναι επιβεβαιωμένο ότι η Σανέλ ήταν στην πρεμιέρα του 1913 και ότι φιλοξένησε τον Στραβίνσκι στο σπίτι της. Για όλα τα υπόλοιπα οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ελάχιστες. Κράτησα ως σκελετό τα γεγονότα και λειτούργησα ελεύθερα όσον αφορά αυτά που διαδραματίστηκαν στη βίλα».

Αλήθειες και φήμες

Ο οίκος Σανέλ, επίσης, χαρακτήρισε ανυπόστατη φημολογία το ειδύλλιο.

Μελετητές του Στραβίνσκι επιμένουν ότι ο κινηματογραφικός Ιγκόρ λίγη σχέση έχει με τον πραγματικό συνθέτη. Κι αναφέρουν ως παράδειγμα ότι ο συνθέτης λανθασμένα παρουσιάζεται εξαρτημένος από τη γυναίκα του, η οποία επιμελείται τα μουσικά του κείμενα, αλλά και από την ερωμένη του, η οποία φέρεται να τον εμπνέει.

Και για τους δύο πάντως, λένε, ακόμη κι αν υπήρξε ερωτική συνάφεια, μάλλον θα ήταν εντός του πλαισίου της καλλιτεχνικής ελευθεριότητας της εποχής. Διότι για τη Σανέλ οι μεγάλοι έρωτες τελείωσαν το 1918, όταν ο βρετανός εραστής της Αρθουρ «Μπόι» Σαπέλ την παράτησε για να παντρευτεί μια αριστοκράτισσα. Σκοτώθηκε μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα σε τροχαίο, προκαλώντας της ανείπωτη θλίψη.

Αντίθετα, ο Στραβίνσκι το 1921 ξεκινούσε την εκ παραλλήλου με το συζυγικό βίο σχέση του με την Βέρα ντε Μποσέ. Επί δεκαοκτώ χρόνια μοίραζε τη ζωή του στα δύο, έως το 1939,οπότε και πέθανε η Κατερίνα. Κι όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Στραβίνσκι πήρε τη Βέρα και έφυγαν για την Αμερική. Η Σανέλ, από την άλλη, παρέμεινε στο διάσημο ξενοδοχείο «Ριτζ». Και οι δύο είχαν τελειώσει με τις επαναστάσεις τους... *

Οδύσσειες του διαστήματος




Ενα ταξίδι στο διάστημα, στο χώρο και το χρόνο, υπόσχεται το «Space story», η ειδική προβολή που οργανώνουν οι «Νύχτες πρεμιέρας» του περιοδικού «Σινεμά» για τους θεατές που θα βρεθούν το ερχόμενο Σάββατο στο σινέ «Δαναός».

Οι ταινίες θα είναι μόνο το μισό αυτού του ταξιδιού. Live μουσικές του 21ου αιώνα, διαχρονικές φράσεις και αποφθέγματα διασήμων, ρήσεις ανώνυμες για το χρόνο και το Διάστημα θα ταιριάξουν μαζί με πρωτοποριακά φιλμάκια των αρχών του περασμένου αιώνα.

* Από τα ογδόντα κινηματογραφικά λεπτά της βραδιάς , εύκολα ξεχωρίζουν τα δεκατρία του «Le Voyage dans la Lune», της ταινίας που σκηνοθέτησε το 1902 ο Ζορζ Μελιές, μια ελεύθερη μεταφορά του βιβλίου του Βερν «Από τη Γη στη Σελήνη». Η εικόνα της δακρυσμένης Σελήνης που πληγώνεται όταν δέχεται μια ρουκέτα αποτελεί μέχρι και σήμερα παγκόσμιο σύμβολο της κινηματογραφικής τέχνης.

Τέσσερα χρόνια πριν, το 1898, ο Μελιές είχε γυρίσει και μία κωμωδία για τη Σελήνη.

Η τριλογία του κλείνει το 1907, καθώς ο σκηνοθέτης βάζει τον αστρονόμο και τους φοιτητές του να παρακολουθούν μια έκλειψη Ηλίου η οποία από το τηλεσκόπιο μοιάζει με ερωτική συνεύρεση της νεαρής Σελήνης με τον γέροντα - σάτυρο Ηλιο!

* Το μεσοδιάστημα Φεγγαριού-Γης, πάντως, είναι σίγουρα του Αμερικανού Εντγουιν Πόρτερ, ο οποίος το 1906 γυρίζει το «Dream of a rarebit fiend», μια δεκάλεπτη ταινία βασισμένη σε δημοφιλές κόμικ.

* Το ίδιο βράδυ θα δούμε στο «Δαναό» και την πρώτη ταινία του διάσημου αμερικανού Τσαρλς Βίντορ «The bridge», ένα δεκάλεπτο φιλμάκι που γύρισε το 1929, προϊδεάζοντας ήδη για το λαμπρό του μέλλον (είναι ο σκηνοθέτης της Τζίλντα).

* Ο Μελιές, οι Αμερικανοί και άλλοι δύο Γάλλοι, ο Μαρσέλ Ντισάν με το σουρεαλιστικό εξάλεπτο Anemic Cinema και ο Ζαν Πανλεβέ με το Le Vampire (όπου αντιπαραθέτει τις νυχτερίδες του με τον «Νοσφεράτου» του Μουρνάου), θα εκπροσωπήσουν την κινηματογραφία των πιονέρων που θα δεθεί με τη μουσική του Διαδικτύου.

Εκπρόσωπός της, επί σκηνής, ο Αγγελος Β', ο καλλιτέχνης του οποίου project είναι οι «Φανταστικοί ήχοι», ψυχεδελική ροκ μουσική με πρωτογενές υλικό από την ελληνική ποπ και ροκ σκηνή, από τους Olympians μέχρι τον Κώστα Χατζή! Διαθέτει τη μουσική του δωρεάν από το Ιντερνετ, όπως και ο Αγγελος Κυρίου, έτερη μουσική διασημότητα του Διαδικτύου, ο οποίος αξιοποιεί μουσικά κρυφές ηχογραφήσεις της μάνας του και των λοιπών συγγενών.

Οι δύο Αγγελοι θα συνομιλήσουν μουσικά με τις ταινίες, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό τους να διαπιστώσει πόσο μικρή είναι η απόσταση από το κινηματογραφικό χθες έως το μουσικό αύριο.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Χαμένοι στο Διαδίκτυο




Οι «Νύχτες Πρεμιέρας» αφιερώνουν μια ειδική ενότητά τους σε ταινίες που εξερευνούν και καταγράφουν ένα παράλληλο σύμπαν τόσο μακρινό και τόσο κοντινό

Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ (oimouses.blogspot.com)

Σε ένα από τα ωραιότερα επεισόδια της αστυνομικής σειράς «CSI: Νέα Υόρκη», ο ντετέκτιβ Μάικ Τέιλορ (Γκάρι Σινίζ) ερευνά το φόνο μιας άσημης επαρχιώτισσας που σκοτώθηκε στο «Μεγάλο Μήλο».

Ο θάνατός της δεν συγκίνησε κανέναν στην πόλη! Συγκλόνισε, όμως, τους κατοίκους του Second Life, του εικονικού διαδικτυακού σύμπαντος που δημιουργήθηκε το 2003 και στο οποίο εκατομμύρια άνθρωποι από τον «πραγματικό» κόσμο «μετακομίζουν» για να στήσουν μια δεύτερη ζωή! Εκεί ζούσε με το άβαταρ της (το διαδικτυακό alter ego της) η πρωταγωνίστρια Venus, εκεί βρέθηκε και ο δολοφόνος της.

Ολο αυτό ήταν απλώς επεισόδιο ενός σίριαλ κι η Venus ένα κορίτσι που δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά το Second Life είναι εκεί, στο Διαδίκτυο, και ένα πολύ καλό ντοκιμαντέρ, το «Ideal World» του Γκλεν Τόμας, είναι εδώ, στις φετινές «Νύχτες Πρεμιέρας» (16-27/9, «Αττικόν», «Απόλλων», «Δαναός») για να μας μυήσει σε έναν κόσμο όχι και τόσο παράλληλο, αλλά αντιθέτως συνεχώς διασταυρούμενο με τον δικό μας.

Διπλή ζωή

Μαζί με το «We live in Public» της Οντι Τίμονερ, το «Talhotblond» της Μπάρμπαρα Σρόντερ και το «Sexual Graphic Horror» των Μπάρμπαρα Μπελ και Αννας Λόρεντσον, το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας φέρνει στο προσκήνιο τη διαδικτυακή ζωή, συνθέτοντας την ειδική ενότητα με τίτλο «Internet Space».

* Στο «We live in public» πρωταγωνιστής είναι ο Τζος Χάρις, ο δημιουργός της πρώτης ομάδας ανθρώπων που μοιράζονταν on line τις προσωπικές τους στιγμές στο Ιντερνετ. Ηταν τόσο δεμένη η ζωή του με το Ιντερνετ, που ανακοίνωσε στην ετοιμοθάνατη μητέρα του ότι δεν θα πάει στην κηδεία της με ένα βιντεάκι στο You Tube!

* Το «Talhotblond» ξεκινά με το ερωτικό τρίγωνο ενός chat room και καταλήγει με μία τραγωδία. Η διαδικτυακή ζωή, λέει, επηρεάζει με τραγικό μερικές φορές τρόπο την πραγματική, διότι οι ανώνυμοι μέσα είναι επώνυμοι έξω.

* Αν η ανωνυμία θεωρείται το μεγάλο πλεονέκτημα του υπόλοιπου Διαδικτύου, σίγουρα είναι ο παράδεισος των επισκεπτών ερωτικών σαδομαζοχιστικών ιστοσελίδων σαν αυτές που αποτελούν το κύριο θέμα του ντοκιμαντέρ «Sexual Graphic Horror». Εικόνες και συνεντεύξεις που σοκάρουν, για ένα θέμα ταμπού, αλλά και για τη διπλή ζωή των ανθρώπων εντός και εκτός...

* Γι' αυτό το δισυπόστατο της ζωής της μιλάει στην ταινία «Ideal World» έξω από το εικονικό ατελιέ της μία διάσημη κάτοικος του Second Life, η σχεδιάστρια εικονικών ρούχων Nephilaine.

Η κατά κόσμον Κέισι Λιούις δημιούργησε την εικονική φίρμα Pixel Dolls και το ανάλογο κατάστημα, φτάνοντας μετά την τεράστια επιτυχία της να την κατοχυρώσει στον πραγματικό αμερικανικό οργανισμό εμπορίου.

Η Κέισι έγινε και πλούσια και διάσημη, τουλάχιστον μεταξύ των κατοίκων μιας χώρας που έχει περιοχές και πόλεις με ονόματα πιο περίεργα και από αυτά του Τόλκιν στον γνωστό «Αρχοντα των δαχτυλιδιών».

Η ταινία του Τόμας δείχνει το «ταξίδι» των ανθρώπων που με το προσωπικό τους άβαταρ εποίκησαν έναν άγνωστο τόπο, άλλαξαν τα εθνικά τους νομίσματα με το τοπικό λίντεν, αγόρασαν σπίτια, έστησαν επιχειρήσεις. Δεν αναφέρεται στο φιλμ, αλλά η οικονομία του SL υμνήθηκε από τους ισχυρούς στο Νταβός το 2007, ενώ έγκυρες οικονομικές εφημερίδες καλωσόρισαν τον πραγματικό «νέο κόσμο».

Στην ταινία του, ο Γκλεν Τόμας, υπηρετώντας την τεκμηρίωση παρουσιάζει και την αντίθετη άποψη. Οτι, δηλαδή, είναι μεν εκατομμύρια οι κάτοικοι του SL, αλλά πόσοι από αυτούς καταναλώνουν τόσο ώστε να αποτελέσουν μετρήσιμο μοντέλο της ζωής έξω από τον υπολογιστή; Η Κέισι Λιούις έχει πολυπληθή πελατεία, αλλά η πλειονότητα των κατοίκων του SL ξοδεύουν μόνο τα 10 δολάρια της συνδρομής.

Το 2006 οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραφαν «Εικονικός κόσμος αλλά πραγματικό χρήμα» και παρουσίαζαν οργανισμούς όπως η Nissan, η Toyota, η Sony BMG και η NASA με δικά τους νησιά στο SL όπου έκαναν μπίζνες ή έρευνα, την ώρα που η Philips δοκίμαζε εκεί νέα προϊόντα ή έπαιρνε ιδέες, όπως η ΝΙΚΕ, με το Reuters να στέλνει ανταποκριτές.

Στον κόσμο του Second Life, βέβαια, δεν κάνεις μόνο μπίζνες. Κάνεις πολύ σεξ, πηγαίνεις σε πάρτι, βλέπεις ταινίες και απατάς τη γυναίκα σου μέχρι διαζυγίου. Αν πάλι είσαι θρησκευόμενος, το «Ideal world» παρουσιάζει και την εκκλησία του SL: Γεμάτη κεριά, αλλά κενή από δόγματα.

Αν, τέλος, είσαι... χώρα, κάνεις πολιτική: Οι Μαλδίβες και η Σουηδία είναι τα πρώτα κράτη που ίδρυσαν εικονικές πρεσβείες. Δεν το λέει η ταινία, αλλά η Wikipedia, η εγκυκλοπαίδεια του Διαδικτύου που επιμένει ότι πρεσβεία στο Second Life έχουν και τα Σκόπια, φυσικά με το όνομα «Μακεδονία»! *

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Ο ράφτης του σινεμά





Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ (oimouses.blogspot.com)

«Ενα ρούχο δεν είναι τραγωδία, ούτε πίνακας ζωγραφικής», συνήθιζε να λέει η Κοκό Σανέλ, αποκαθηλώνοντας τη μόδα την ίδια ώρα που, ως πρωθιέρειά της, την απογείωνε ως τέχνη με τα τουίντ ταγέρ.

Η Σανέλ είχε το θάρρος να τάσσεται υπέρ του εμπορίου και να ταυτίζεται με τη σημειολογία της δουλειάς της: άλλο να σε θαυμάζουν, άλλο να σε αγαπούν. Κάτι που δυσκολεύονται να αντιληφθούν πολλοί «φασιονίστας» που την είδαν, φέτος, στο σινεμά ως απλή «Κοκό πριν τη Σανέλ».

Αυτή δεν είναι η μοναδική νέα ταινία ούτε για τη Σανέλ, ούτε για τη μόδα. Η Κοκό θα έχει γίνει πια Σανέλ όταν θα ερωτευτεί τον Στραβίνσκι στο «Κοκό Σανέλ και Ιγκόρ Στραβίνσκι» μια άλλη ταινία την οποία θα δούμε προσεχώς.

Στην άλλη άκρη υπάρχει και ο «Μπρούνο», πρώην Μπόρατ, που ήδη προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες, τονίζοντας, έστω κραυγαλέα, ότι δεν πρέπει να παίρνεις τη μόδα στα σοβαρά.

Κάτι που αμφισβητούν, καθεμιά για άλλο λόγο, δύο ταινίες που τελούν εν αναμονή, το «Picture me», για την γκρίζα ζώνη στην οποία διαβιούν τα τοπ μόντελ όταν σβήνουν οι προβολείς της πασαρέλας και το «The September Issue», η ιστορία της διευθύντριας της αμερικανικής «Vogue»- της κυρίας, δηλαδή, που υποδύθηκε η Μέριλ Στριπ στο «Ο διάβολος φοράει Prada».

Οι ταινίες για τη μόδα, όπως το παλιότερο «Pret-Α-Porter» του Ρόμπερτ Αλτμαν, σπανίως κολακεύουν την υψηλή ραπτική και τα στελέχη της. Αντιθέτως υποστηρίζουν συχνά ότι κανένας νορμάλ άνθρωπος δεν μπορεί να φορέσει ρούχο παρισινού ντεφιλέ και εστιάζουν στα δισ. της βιομηχανίας.

Ζιγκολό με γούστο

Από την άλλη πλευρά, το σινεμά αλλά και η τηλεόραση -βλέπε «Sex and the city»- έχουν προωθήσει τάσεις και σχεδιαστές και μάλιστα μέσα από ταινίες που ουδεμία σχέση είχαν με βιογραφίες του Ντιόρ. Σαν το «American Gigolo» του Πολ Σρέιντερ, η οποία μέσα σε μια σεζόν έκανε το όνομα Αρμάνι συνώνυμο της νέας οπτικής της αντρικής ομορφιάς. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ, ο ζιγκολό Τζούλιαν του τίτλου, παρουσιάζεται πρώτη φορά εν έτει 1980, να «συνομιλεί» με τα ρούχα του και ο αντρικός ναρκισσισμός αποενοχοποιείται.

* Ο «American Gigolo» ήταν μια μέτρια ταινία που δίχασε την αμερικανική κοινωνία, την εποχή που αναδυόταν το συντηρητικό αστέρι του Ρίγκαν. Οι ενδυματολογικές της επιρροές όμως είναι ακόμη εδώ. Κι ας μεσολάβησαν -δέκα χρόνια μετά- τα υπέροχα αντρικά μαύρα κοστούμια των ηρώων του «Reservoir dogs» του Κουέντιν Ταραντίνο.

* Το 1992 κοστούμια φορούσαν μόνο οι διάφοροι «Γκέκο-γιάπηδες» της Γουόλ Στριτ. Εως τη στιγμή που εμφανίζονται αυτοί οι κύριοι (Καϊτέλ, Ροθ, Μπουσέμι) με τα ψευδώνυμα «κύριος Ασπρος», «κύριος Μπλε» έως και κύριος... «Ροζ», με τα λευκά πουκάμισα και τα μαύρα γυαλιά και ξανακάνουν τα κοστούμια συνώνυμα του cool. Τους θυμάστε;

Η τεστοστερόνη του φιλμ έπαιξε το ρόλο της, όπως και η κυρία Agnes Β, η σχεδιάστρια του μαύρου κοστουμιού του Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο οποίος απουσία χρημάτων ντύθηκε από το... σπίτι του!

* Το κοστούμι του έκανε πάταγο όπως και αυτό του Τζον Τραβόλτα, το 1977, στον «Πυρετό του Σαββατόβραδου», την ταινία σύμβολο των 70'ς. Το κατάλευκο κοστούμι του ήρωά του, του Τόνι Μανέρο, ακόμη υπάρχει σε διάφορες εκδοχές στις ντουλάπες πολλών σημερινών ώριμων κυρίων, που χόρευαν κάθε Σάββατο στην «Μπαρμπαρέλα» της Συγγρού στους ρυθμούς των Bee Gees.

* Ο πρώτος διδάξας στιλ στο σινεμά ήταν φυσικά ο Κάρι Γκραντ. Ολοι τον θυμόμαστε στη «Σκιά των τεσσάρων γιγάντων» του Χίτσκοκ να φορά το υπέροχο γκρι κοστούμι του οίκου Kilgour, στον οποίο ακόμη και σήμερα ράβονται πρίγκιπες και βασιλείς.

Ενα τέτοιο παντελόνι κοστίζει περίπου έξι χιλιάδες ευρώ. Εκείνη την εποχή, δηλαδή το 1959, ο Kilgour είχε πελάτες τους επίσης καλοντυμένους Φρεντ Αστέρ και Ρεξ Χάρισον. Δεκαετίες ολόκληρες οι τζέντλεμεν σε όλο τον κόσμο το αντέγραφαν με τη βοήθεια του ράφτη τους ή του πρετ-α-πορτέ σε φτηνές και ακριβές βερσιόν.

* Αν όλα αυτά δείχνουν μ' έναν τρόπο την επιρροή του κινηματογράφου στην αισθητική και τη μόδα , το «Πρόγευμα στο Τίφανις» του Μπλέικ Εντουαρντς είναι η μόδα αυτοπροσώπως.

Εκτός από το «Κοκό Σανέλ και Ιγκόρ Στραβίνσκι» που περιγράφει τη ζωή της μεγάλης σχεδιάστριας, ταινίες όπως το «American Gigolo», το «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» και το «Blow up» άλλαξαν τα δεδομένα στο καθημερινό ντύσιμο της εποχής, εισάγοντας νέες ιδέες. Εκτός από το «Κοκό Σανέλ και Ιγκόρ Στραβίνσκι» που περιγράφει τη ζωή της μεγάλης σχεδιάστριας, ταινίες όπως το «American Gigolo», το «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» και το «Blow up» άλλαξαν τα δεδομένα στο καθημερινό ντύσιμο της εποχής, εισάγοντας νέες ιδέες. Η Σανέλ εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα, αλλά η Χόλι Γκολάιτλι (Οντρεϊ Χέπμπορν) το φόρεσε κάνοντας την εκδοχή του Ζιβανσί το απόλυτο κομμάτι της γυναικείας γκαρνταρόμπας. Επίσης έκανε μόδα και το μακρύ μαύρο φόρεμα, και τις πέρλες (απορρίπτοντας τα διαμάντια πριν τα σαράντα), και τα μεγάλα μαύρα γυαλιά, και τα γάντια... και την μποέμ ζωή της Νέας Υόρκης.

* Οταν η Νέα Υόρκη της Χόλι άλλαξε, στο Μανχάταν εγκαταστάθηκε η Ανι Χολ. Πρωταγωνιστώντας στο «Νευρικό εραστή» του Γούντι Αλεν, η Νταϊάν Κίτον άφησε εποχή ως η ιδανική φιγούρα της μοντέρνας Αμερικανίδας που ζει στο νευρωτικό νεοϋορκέζικο down town.

* Με την Κέιτ Μος να φοράει τα ίδια γιλέκα και να κρατά την Oxford bag της, έχεις την αίσθηση ότι δεν πέρασε ούτε μια μέρα από το 1977, τότε που η Ανι Χολ φόρεσε την ανδρόγυνη Ραλφ Λόρεν γραβάτα της για το ραντεβού με τον αρραβωνιαστικό της Αλβι Σίνγκερ.

Ηταν τόσο επιτυχημένη η ενδυματολογική επιλογή της Κίτον, ώστε εκείνη τη χρονιά η εταιρεία παραγωγής United Artists κυκλοφόρησε σειρά ρούχων υπό τη φίρμα Annie Hall.

Ο Ραλφ Λόρεν χρωστάει μεγάλο μέρος της σημερινής του δόξας σ' εκείνες τις «αντρικά» γυναικείες εμφανίσεις της Ανι Χολ. Μια εικόνα που οι Αμερικανίδες είχαν ξαναδεί προπολεμικά από την Κάθριν Χέπμπορν, στο «Bringing up Baby»!

* Στο μεσοδιάστημα επηρεάστηκαν από μια άλλη βασίλισσα του στιλ. Ηταν ξανθιά, πλατινέ, και την έλεγαν Μέριλιν. Κι εκτός από το μαλλί έκανε μόδα τα ροζ, χάρη σ' ένα τραγούδι!

* Η ταινία ήταν το «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» και η Μονρόε ως η ξανθιά του τίτλου τραγουδούσε ντυμένη... κουφέτο το ομώνυμο τραγούδι.

Εκανε τέτοιο πάταγο που πέρα από το ροζ φουστάνι με τα γάντια έκανε μόδα και τις ροζ Κάντιλακ. Λέγεται ακόμη πως η Αμερική επηρεάστηκε τόσο πολύ ώστε οι κουζίνες της αστικής τάξης γέμισαν ροζ ψυγεία που παρήγαγε εξαιτίας της μόδας αυτής η Τζένεραλ Ελέκτρικ. Κορίτσια σαν τη Νικόλ Κίντμαν, την Κάιλι Μινόγκ, την Αν Νικόλ Σμιθ και τη Μαντόνα έχουν κοπιάρει αυτή την εμφάνιση.

* Η Μαντόνα άλλαξε με τη σειρά της την ιστορία της μόδας, γιατί έγινε και αυτή ισχυρό σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Χάρη στις ενδυματολογικές της προτιμήσεις, οι στηθόδεσμοι ξεπρόβαλαν από τα ρούχα και έγιναν βραδινό ένδυμα για το κλαμπ με τη ζώνη Boy Toy απόλυτο αξεσουάρ.

Η φυλή της Μαντόνα

Η ταινία αναφοράς ήταν το «Ψάχνοντας απεγνωσμένα τη Σούζαν», όπου εκτός απ' τα σουτιέν οι γυναίκες έμαθαν το 1985 να σπάνε το total black look με ένα χρυσό πανωφόρι.

Το μαλλί, το σουτιέν, τα λαστιχένια μαύρα βραχιολάκια, οι φιόγκοι, τα τούλια, οι καλτσοδέτες, το μαύρο δερμάτινο μπουφάν και τα υπόλοιπα υιοθετήθηκαν από εκατομμύρια κορίτσια σε ολόκληρο τον κόσμο, και ο τύπος έγραψε για τη λεγόμενη «φυλή» της Μαντόνα.

Ο διάσημος Πολ Γκοτιέ δεν θα ήταν τίποτα αν δεν είχε ντύσει τη Μαντόνα με τα μυτερά σουτιέν και τους κορσέδες του, στην παγκόσμια περιοδεία του '90.

* Η Ευρώπη πέρα από τα αμερικανικά δάνεια έχει και τη δική της ιστορία!

Πριν την παγκοσμιοποιημένη εποχή της Μαντόνα, οι μούσες των Αντονιόνι, Γκοντάρ και Μπουνιουέλ έφτιαχναν το περίφημο στιλ των Swinging Sixties με τις απίστευτες μίνι φούστες της Μέρι Κουάντ και το γυναικείο γυμνό στο «Blow Up» του Αντονιόνι, με το κοντοκουρεμένο μαλλί της Τζιν Σίμπεργκ στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ και την «Ωραία της ημέρας» Κατρίν Ντενέβ να φορά το αλά Ιβ Σεν Λοράν αστικό συντηρητικό ένδυμα που υπέκρυπτε τον ερωτισμό μιας πόρνης.

Κι όποιος σαραντάρης δεν θυμάται τη μαμά του με φόρεμα τύπου Α, κοντό αγορίστικο μαλλί και μεγάλα μαύρα γυαλιά, ας ανατρέξει στο οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ... *

Ζητείται νέος μάγος



Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ (Oimouses.blogspot.com)

Στα πανάκριβα εστιατόρια του Μπέβερλι Χιλς τα στελέχη της χολιγουντιανής βιομηχανίας δεν λένε πλέον ανέκδοτα μόνο για ξανθιές. Τα δημοφιλή αστεία της εποχής έχουν να κάνουν τώρα με την επικείμενη μάχη των εταιρειών στο πεδίο «οικογενειακές ταινίες».

Χρόνια τώρα, ο πόλεμος αυτός είχε νικητή: όχι την Ντίσνεϊ, που ακόμη δεν πιστεύει ότι ηττήθηκε στο βασίλειό της, αλλά την Warner Bros, που χάρη στον «Χάρι Πότερ» έβαλε στα ταμεία της (μέχρι τώρα) τεσσεράμισι δισεκατομμύρια δολάρια!

«Τι θα ήθελε να είναι η Sony αν δεν ήταν η Sony; Η Disney» είναι μια ατάκα στελεχών της Ντίσνεϊ που γελούν, θεωρώντας ότι ήρθε η ώρα να ξανακερδίσουν το έδαφος και τα δολάρια. Ή, μήπως, δεν είναι τόσο απλό; Σε τρεις μέρες η νέα ταινία του μικρού μάγου θα βγει στις αίθουσες. Εξω, στα στούντιο, οι κινηματογραφικοί κολοσσοί ολοκληρώνουν τις προετοιμασίες για τη διάδοχο κατάσταση. Να μερικοί τρόποι:

* Ο «Χάρι Πότερ» πριν γίνει ταινία ήταν ένα παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο. Ανάλογα προσόντα, μικρότερου βεβαίως βεληνεκούς, έχει η σειρά ταινιών που ετοιμάζει η 20th Century Fox με πρωταγωνιστή τον Πέρσι Τζάκσον, ήρωα των βιβλίων «Percy Jackson and the Olympians» του Rick Riordan. Οι περιπέτειές του παραμένουν για εκατό εβδομάδες στη λίστα με τα παιδικά μπεστ σέλερ των «Νιου Γιορκ Τάιμς».

* Ο Πέρσι, κατά τα βιβλία, ζει στο Μανχάταν με τη μητέρα του και είναι ένα κλασικό αμερικανόπουλο έως την ημέρα που διαπιστώνει ότι είναι και γιος του Ποσειδώνα. Το ελληνικό δωδεκάθεο, μαζί με μικρότερους θεούς, Νύμφες και Κύκλωπες έχει μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Οι περιπέτειές του σκηνοθετούνται από τον Κρις Κολόμπους, τον δημιουργό των δύο πρώτων ταινιών της σειράς του «Χάρι Πότερ» και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, εκτός από τον νεαρό Λόγκαν Λέρμαν, θα δούμε τους Πιρς Μπρόσναν, Ούμα Θέρμαν, Σον Μπιν και Μελίνα Κανακαρίδη.

* Ευρωπαϊκές ρίζες έχει και η αντεπίθεση της Sony, η οποία σε συνεργασία με την Paramount θα παρουσιάσει τα Χριστούγεννα του 2011 το πρώτο 3-D animation της τριλογίας «Οι περιπέτειες του Τεν Τεν». Ενας Αμερικανός κι ένας Αυστραλός θα συνεργαστούν για να σπάσουν τα ταμεία.

Ο Τεν Τεν θα έχει σκηνοθέτη τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και παραγωγό τον Πίτερ Τζάκσον, δημιουργό του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Τα γυρίσματα έχουν αρχίσει και τη φωνή τους δανείζουν στον νεαρό ρεπόρτερ Τεν Τεν ο Τζέιμι Μπελ και στον αντίπαλό του, τον διαβολικό πειρατή Ρεντ Ράκμαν, ο Ντάνιελ Κρεγκ. Προϋπολογισμός, 200 εκατ. δολ.

Η αντεπίθεση της Ντίσνεϊ

* Για σιγουριά, η Sony επιστρατεύει και έναν χόμπιτ.

Εχοντας εξαγοράσει την MGM, ετοιμάζει δυο ταινίες βασισμένες στο ομώνυμο βιβλίο του Τόλκιν, το οποίο αφηγείται, σε σενάριο Πίτερ Τζάκσον, τις περιπέτειες του πρώτου Δαχτυλιδοκουβαλητή του Μπίλμπο Μπάγκινς, θείου του Φρόντο από τον «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Ο Ιαν ΜακΚέλεν είναι πάλι ο μάγος Γκάνταλφ και ο Αντι Σέρκις το Γκόλουμ. Εγγύηση για το αποτέλεσμα αποτελεί ο σκηνοθέτης του «Λαβύρινθου του Πάνα» Γκιγέρμο Ντελ Τόρο, ο οποίος σκηνοθετεί εκ παραλλήλου τις δύο ταινίες για να βγουν στις αίθουσες το 2011 και το 2012.

* Η Ντίσνεϊ από την πλευρά της θα επιμείνει αμερικανικά. Μια σειρά ταινιών με ήρωα τον «Lone Ranger», τον μασκοφόρο τιμωρό της Αγριας Δύσης και τον σύντροφό του, τον Ινδιάνο Τόντο, είναι στα σκαριά, με το πρώτο σενάριο ήδη στα χέρια του παραγωγού Τζέρι Μπρουκχάιμερ.

Τον περασμένο μήνα ανακοινώθηκε ότι την πρώτη ταινία θα σκηνοθετήσει ο Μάικ Νιούελ. Μεγάλο ατού της, ότι τον Τόντο θα υποδυθεί ο Τζόνι Ντεπ.

Οσον αφορά τον ίδιο τον Lone Ranger, μυθική φιγούρα της λαϊκής κουλτούρας της Αμερικής από την εποχή των ραδιοφωνικών σίριαλ, ο Τζορτζ Κλούνεϊ λέγεται ότι είναι μια από τις ισχυρές υποψηφιότητες.

* Ο Lone Ranger έρχεται από το παρελθόν, ο Aang από το μέλλον. Η Paramount ανέθεσε στον Νάιτ Σιάλαμαν να γυρίσει την πρώτη ταινία μιας τριλογίας με πρωταγωνιστή τον ήρωα της πετυχημένης τηλεοπτικής σειράς κινουμένων σχεδίων «Avatar: The last Airbender». Το τρέιλερ σου κόβει την ανάσα, χωρίς να σου δίνει το στίγμα της, ούτε καν στοιχεία της υπόθεσης, που είναι η μάχη του ήρωα ενάντια στο Εθνος της Φωτιάς. Στον ρόλο του κακού ο Ντεβ Πάτελ, πρωταγωνιστής του «Slumdog Millionaire».

Ο Aang έχει πιθανότητες να είναι ο επόμενος μάγος του box office. Μπορεί, όμως, και να βουλιάξει εισπρακτικά, ακολουθώντας την ιστορία άλλων φιλόδοξων παραγωγών για όλη την οικογένεια που ήθελαν να γίνουν τριλογίες, αλλά κατετάγησαν απλώς στις μεγάλες απογοητεύσεις: «Lemony Snicket's», «Αστέρι του Βορρά» «Το χρονικό του Σπάιντεργουικ»... *

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Το σινεμά δεν το έκοψε


























Το 1914 ο Τσάρλι Τσάπλιν δημιούργησε τον Σαρλό. Η ταινία ήταν το «Kid auto races at Venice» και ο αλητάκος με το μπαστούνι κάπνιζε αρειμανίως επί επτά λεπτά, από την αρχή ώς το τέλος του φιλμ! Οι επιστήμονες ήταν ακόμα ανυποψίαστοι για τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, όσο και οι καπνοβιομήχανοι για τη δύναμη του κινηματογράφου. Ακριβώς πενήντα χρόνια μετά, η επιστημονική κοινότητα εξέπεμψε τα πρώτα SOS. Από τη δεκαετία του '90 που συστηματοποιήθηκε η αντικαπνιστική εκστρατεία, το Χόλιγουντ άρχισε να τηρεί τα προσχήματα. Αλλά αντικαπνιστικές οργανώσεις, ιατρικές έρευνες και πανεπιστημιακές μελέτες εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι αν και τα τσιγάρα στον πραγματικό κόσμο τελούν υπό διωγμό, όσον αφορά τη μεγάλη οθόνη, είναι πάντα εδώ- να 'ναι καλά η γκρίζα διαφήμιση. Στο «Γάμο του καλύτερού μου φίλου» η Τζούλια Ρόμπερτς στενοχωριέται τόσο πολύ που ένας πρώην της παντρεύεται, ώστε ντουμανιάζει μια ολόκληρη ταινία με Marlboro! Είναι γνωστή η παρέμβαση της Χίλαρι Κλίντον, τότε πρώτης κυρίας των ΗΠΑ, που μίλησε για την κακή επιρροή της ταινίας και της πρωταγωνίστριάς της στους νέους. Η νυν υπουργός Εξωτερικών τα είχε βάλει τότε και με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο που ήταν ο... καπνιστής Ρωμαίος Μοντέγος στην αλά Μπαζ Λούρμαν σύγχρονη μεταφορά του σεξπιρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Στις ταινίες του '60, αυτά ήταν απλώς πταίσματα. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, τότε εμφανιζόταν κάποιος να καπνίζει ή να κρατάει ένα πακέτο τσιγάρο κάθε πέντε λεπτά. Τις δεκαετίες του '70 και του '80 οι σταρ κάπνιζαν λιγότερο (κάθε δέκα με δεκαπέντε λεπτά), αλλά από τη δεκαετία του '90 -οπότε και συστηματοποιήθηκε η αντικαπνιστική εκστρατεία- κάθε τρία λεπτά κάποιος έκανε ένα τσιγάρο. Το 80% των αντρών πρωταγωνιστών στο σύγχρονο σινεμά καπνίζει! Ο κινηματογραφικός καπνιστής είναι λευκός, άντρας, από τη μεσαία τάξη, πετυχημένος , επιθυμητός και υγιής, ενώ μόνο στο 14% των ταινιών η καπνιστική συνήθεια είναι φορτισμένη αρνητικά. Βεβαίως στο σινεμά, οι σταρ άναβαν πάντοτε στα δύσκολα ένα τσιγάρο! Μόλις όμως οι καπνοβιομηχανίες κατάλαβαν τη δύναμη της εικόνας, το κάπνισμα επί της οθόνης έγινε σχεδόν απαραίτητο. Συχνά μια συμφωνία «έτρεχε» μεταξύ μιας μεγάλης καπνοβιομηχανίας και ενός μεγάλου στούντιο ή μιας μεγάλης ντίβας. Ετσι, το σινεμά κάπνισε επ' αμοιβή, πολύ νωρίς, αμέσως μόλις «μίλησε»: στον «Τραγουδιστή της τζαζ», την πρώτη ομιλούσα ταινία, ο πρωταγωνιστής Αλ Τζόλσον έβρισκε τον καπνό του Lucky Strike εξαιρετικό. Πέρασε ένας αιώνας, αλλά το σινεμά συνέχιζε να καπνίζει, η συνήθης αλλαγή ήταν απλώς ζήτημα μάρκας. Παλιά κυριαρχούσαν τα Lucky Strike, τα Camel, τα Chesterfield και τα Winston, μετά ήλθαν για να μείνουν τα Marlboro. Οι έρευνες έδειξαν ότι το να καπνίζει ο Τσάρλι Τσάπλιν κάνει το κάπνισμα συμπαθητικό, το να φυσά τον καπνό η Λορίν Μπακόλ, τον κάνει σέξι, το να κρατάει ένα τσιγάρο ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ το μετατρέπει σε σύμβολο ανδρισμού και ο Τζέιμς Ντιν το κάνει σύμβολο επαναστατικότητας. Οι καπνοβιομηχανίες χρησιμοποίησαν το Χόλιγουντ για να πετύχουν διείσδυση στα λαϊκά στρώματα, το μεγάλο τους κοινό, και η ιστορία του κινηματογράφου είναι γεμάτη ονόματα που διαφήμισαν αμέσως ή εμμέσως το κάπνισμα επί χρήμασι. Πόλεμος μεταξύ σταρ και βιομηχανιών Περίπου δέκα χιλιάδες δολάρια πήραν για να καπνίσουν στις ταινίες και στις δημόσιες εμφανίσεις τους Lucky Strike οι Γκάρι Κούπερ, Σπένσερ Τρέισι, Κλαρκ Γκέιμπλ, Μπάρμπαρα Στάνγουικ, Λορίν Μπακόλ, Κάρολ Λόμπαρντ. Και έχει βρεθεί το συμβόλαιο του πρώτου μεγάλου σταρ του Χόλιγουντ, του Ντάγκλας Φέρμπανκς, που τα διαφήμισε, όπως και του σκηνοθέτη Κινγκ Βίντορ. Η Μάρλεν Ντίτριχ πόζαρε για τη διαφήμιση των Lucky Strike, παγιώνοντας την εικόνα της μοιραίας γυναίκας με το τσιγάρο στο στόμα. Εκείνη την εποχή τα Lucky Strike γίνονταν σπόνσορες σε δημοφιλείς ραδιοφωνικές εκπομπές, στις οποίες σταρ σαν την Μπακόλ εξομολογούνταν ότι τις χαλαρώνουν ή ότι τα καπνίζουν γιατί έχουν υπέροχη γεύση. Μέχρι και ο Φρανκ Σινάτρα ενέδωσε το '50 σε διαφήμιση που έλεγε ότι «εγκρίνει» τα Lucky Strike, τα οποία απογειώθηκαν σε πωλήσεις και ανάγκασαν τους ανταγωνιστές τους να απαντήσουν δυναμικά. Η L&Μ Tobacco Company προσέλαβε τον Κερκ Ντάγκλας για να διαφημίσει τα Chesterfield. Οσο για τον Ρόναλντ Ρίγκαν, εμφανίστηκε σε χριστουγεννιάτικη διαφήμιση να τυλίγει τα Chesterfield σε χαριτωμένα δεματάκια. Το 1948, πρόσωπο των Chesterfield, εκ μετεγγραφής, έγινε ο Γκάρι Κούπερ. Η αντεπίθεση ανέβασε τις πωλήσεις: Μπομπ Χόουπ, Μπινγκ Κρόσμπι, Γκλεν Φορντ, Γκρέγκορι Πεκ, Τζέιμς Στιούαρτ, Τάιρον Πάουερ και η Λουσίλ Μπολ, που είχε σπόνσορα για το δικό της σόου την Phillip Morris , έκαναν εξαιρετικά δημοφιλή τα τσιγάρα από τη Βιρτζίνια. Λέγεται μάλιστα για τη Λούσι πως έβαζε μέσα στα πακέτα των τσιγάρων Phillip Morris τα αγαπημένα της Chesterfield και κάπνιζε από τηλεοράσεως ακόμη και έγκυος. Βλέπετε, το 1952 ο κόσμος είχε μπροστά του άλλα δεκαπέντε χρόνια αθωότητας. Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, την ίδια εποχή, η Μπριζίτ Μπαρντό έδινε πόντους στη σεξουαλική διάσταση του καπνίσματος δηλώνοντας ότι νιώθει «γυμνή χωρίς τσιγάρο» και ο Μπελμοντό έπαιζε σε ταινίες του Γκοντάρ καπνίζοντας επί της οθόνης το τσιγάρο σύμβολο της νουβέλ βαγκ, τα Gauloises. Στους ίδιους χώρους σύχναζε και ο Σερζ Γκενσμπούργκ, ο οποίος τραγουδούσε κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλα ένα μισοτελειωμένο Gitanes. Η κινηματογραφική Ευρώπη ενέταξε το τσιγάρο στην κουλτούρα της. Κανείς δεν πλήρωσε τον Γκοντάρ και την υπόλοιπη νουβέλ βαγκ , αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Χτίστηκε μια μοδάτη συνήθεια, γεμάτη απ' αυτό το δάνειο γοητείας που ο σύγχρονος κόσμος προσπαθεί να ξηλώσει, με αγαρμποσύνη νεοφώτιστου πολλές φορές. Θύμα έως και ο κύριος Ιλό, ο Ζακ Τατί δηλαδή, που κρατούσε πενήντα τόσα χρόνια ανέγγιχτη στο στόμα την κινηματογραφική του πίπα έως φέτος που του την αφαίρεσαν από τις αφίσες μιας ρετροσπεκτίβας , βάζοντας στη θέση της ένα παιδικό μύλο, χάριν της πολιτικής ορθότητας. Οι αντικαπνιστές αντεπιτίθενται Το '50 το τσιγάρο για το σινεμά ήταν απλώς διαφημιστικό κέρδος. Κανείς δεν μπορούσε να στηρίξει επιστημονικά τις τρομακτικές διαπιστώσεις που έκανε το '70 η ιατρική, σημαίνοντας την αρχή της ευθύνης για τη βιομηχανία του θεάματος, απέναντι στο κοινό της. Ουδείς ενοχλούνταν από το γεγονός ότι ο Ντικ Πάουελ, ο Φρεντ Αστέρ, ο Χένρι Φόντα και ο Τζον Γουέιν διαφήμιζαν τα τσιγάρα Camel. Το τσιγάρο ήταν σήμα κατατεθέν και για τον Τζέιμς Κάγκνεϊ, που είχε πάντα ένα κρεμασμένο στα χείλη σε όλες τις ταινίες του. Αυτός διαφήμισε τα Winston μαζί με τους τηλεοπτικούς Φλίνστοουνς και τα έκανε νούμερο ένα στην Αμερική από το 1966 έως το 1972. Στη δεκαετία του '80 τα πράγματα είχαν αλλάξει. Το Χόλιγουντ πιέστηκε από την αλλαγή στάσης του κόσμου απέναντι στο τσιγάρο κι άρχισε να το απαρνιέται. Η Ρίτα Χέιγουρθ με το πιπάκι της ήταν πια παρελθόν, η σεξουαλικότητα στο σινεμά έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί! Το «Βασικό Ενστικτο» απέδειξε ότι το ζήτημα δεν ήταν τόσο απλό. Η Σάρον Στόουν την ώρα που σταυρώνει τα πόδια αφήνοντας ακάλυπτα όσα δεν έπρεπε, καπνίζει ένα τσιγάρο. Κι ο Τζον Τραβόλτα καπνίζει σε κάθε ταινία του κι ας έχει γίνει μαύρο πανί. Σβαρτσενέγκερ, Σταλόνε και Γουίλις επιμένουν κινηματογραφικά ότι ο «μάτσο» άντρας ανάβει πού και πού ένα τσιγάρο. Οι αντικαπνιστικές οργανώσεις αποκάλυψαν συμβόλαιο μισού εκατομμυρίου δολαρίων του Σταλόνε με καπνοβιομηχανία, προκειμένου να καπνίζει τα προϊόντα της σε πέντε ταινίες. Καταγγέλλουν ακόμη ότι συνειδητά το Χόλιγουντ επιτρέπει την γκρίζα διαφήμιση σε ταινίες για παιδιά και εφήβους, όπως το «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ», «Μόνος στο σπίτι 2» ή το «Superman ΙΙ», στο οποίο η κοπέλα του υπερήρωα, η γνωστή Λόις καπνίζει Μάρλμπορο. Το αυτό συμβαίνει στους «Αντρες με τα μαύρα», όπου χαριτωμένοι εξωγήινοι καπνίζουν την ίδια μάρκα, κάνοντας σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες να φαίνεται το κάπνισμα κουλ! Το Χόλιγουντ απαντά ότι πλέον οι «καλοί» καπνίζουν είτε λόγω εποχής («Μαύρη Ντάλια» κ.λπ.) είτε όταν αυτό είναι σεναριακά απαραίτητο. Και ο οργανισμός Motion Pictures Association , που χαρακτηρίζει τις ταινίες κατάλληλες ή ακατάλληλες, αποφάσισε να συμπεριλάβει το κάπνισμα στα κριτήριά του. Η Ντίσνεϊ είναι το μοναδικό προς το παρόν μεγάλο στούντιο, που λόγω του οικογενειακού χαρακτήρα των ταινιών του, ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει καθολική απαγόρευση του καπνίσματος. Η τηλεόραση έχει τα δικά της άλλοθι. Στην πολύ πετυχημένη σειρά του '90 «Χ-Files», καπνιστής ήταν ο cancer-man, ένας μυστηριώδης, στα όρια της νομιμότητας τύπος , που βάζει τρικλοποδιές στον πράκτορα Μόλντερ. Και στο χιτ του 2000, το «Sex and the city», ένας εραστής τής Κάρι απειλεί ότι θα την εγκαταλείψει αν δεν κόψει το τσιγάρο. Είναι όλοι υποκριτές, απάντησε το λεγόμενο ανεξάρτητο σινεμά, με τον Τζιμ Τζάρμους να γυρίζει το «Καφές και Τσιγάρα», τον Γουέιν Γουάνγκ το «Καπνός», τον Πολ Οστερ το «Λίγος καπνός ακόμα», τον Τζον Τορτούρο το «Απιστίες και τσιγάρα», τον Τζέισον Ράιτμαν το «Thank you for smoking» και τον Τζόελ Κοέν τον «Ανθρωπο που δεν ήταν εκεί»! Πάντως, όταν κορυφαίος καθηγητής Ιατρικής από το Χάρβαρντ κλήθηκε να σχολιάσει τη σύγχρονη κινηματογραφική εικόνα του καπνιστή, δήλωσε ότι οι απόψεις μπορεί να συνεχίσουν να διίστανται, αλλά οι καπνιστές θα εξακολουθήσουν να πεθαίνουν.

Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Hollywood goes to Cannes



Οσο και αν το περίφημο ευρωπαϊκό φεστιβάλ σνομπάρει την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία, δεν παύει να προσβλέπει στη λάμψη των αστέρων και στην τεράστια αγορά της

Της ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ (oimouses.blogspot.com)

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ των Κανών, Τιερί Φρεμό, δεν ανησυχεί για το γεγονός ότι ο αμερικανικός κινηματογράφος αντιπροσωπεύεται στο διαγωνιστικό τμήμα της 62ης, διοργάνωσης από μόνο μία ταινία, το «Απόλυτοι μπάσταρδοι» του Κουέντιν Ταραντίνο. Στο κάτω κάτω, αυτός μαζί με τον πρόεδρο, τον παλαίμαχο Ζιλ Ζακόμπ, είναι πίσω από τις επιλογές των ταινιών.

Αντιθέτως, αν και δεν ακούγεται πολύ... καλλιτεχνικό, ο μεσιέ Φρεμό σχεδόν τα έχει βάψει μαύρα για την απουσία από το λόμπι και τις σουίτες του ξενοδοχείου «Κάρλτον», των στελεχών της JP Morgan, της Citigroup, της Atticus Capital και της Texas Pacific group. Οι μισές από αυτές τις εταιρείες-κολοσσούς δεν υπάρχουν πια και οι άλλες είναι υπό κρατική επιτήρηση!

Ως εκ τούτου η Αμερική, που αγόραζε και πούλαγε ταινίες στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό παζάρι του κόσμου, φέτος θα είναι πολύ προσεκτική με τα χρήματά της. Αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος για να ανησυχεί ο κ. Φρεμό, ο οποίος γνωρίζει ότι οι 53 ταινίες που θα λάβουν μέρος στο επίσημο κομμάτι του φεστιβάλ είναι απλώς το πρεστίζ και το καλλιτεχνικό προφίλ του. Ολα τα υπόλοιπα είναι οι 4.300 ταινίες που θα αναζητήσουν αγοραστές και διανομείς στις πίσω αίθουσες, στη λεγόμενη διεθνή αγορά ταινιών.

Αυτό είναι μόνο ένα μέρος της «αμερικανικής ιδιαιτερότητας» των Κανών, οι οποίες σνομπάρουν το χολιγουντιανό σινεμά, αλλά θέλουν το αμερικανικό χρήμα· οι οποίες, ακόμη, βραβεύουν με Χρυσό Φοίνικα τον Γκας Βαν Σαντ αλλά στην τελετή έναρξης προβάλλουν τον «Κώδικα Ντα Βίντσι»· οι οποίες εκτιμούν αφάνταστα τον Ντέιβιντ Λιντς αλλά περιμένουν με αγωνία και την παρουσία του Ζαν-Κλοντ βαν Νταμ, της Σάρον Στόουν, της Πάμελα Αντερσον και του Μπιλ Κλίντον.

Πώς γίνεται, κάθε χρόνο, η παντρειά όλου αυτού του γκλάμουρ και του life style με τους αδερφούς Νταρντέν, τον Νάνι Μορέτι και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο; «Μόνο οι Γάλλοι και το χρήμα μπορούν να το κάνουν» έγραφε ο «Independent», με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα, στο γαλλικό θέρετρο, της χολιγουντιανής «Συμμορίας των 13» του Στίβεν Σόντεμπεργκ, παλιού νικητή του φεστιβάλ, ο οποίος έχει γίνει πια και του... εμπορικού!

Η αλήθεια είναι ότι η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος ήταν πάντα ευπρόσδεκτη στις Κάνες, και τότε που το αρνιόταν μετ' επιτάσεως, και τώρα που απλώς δεν το λέει δυνατά. Οπως φάνηκε και από εκείνο το πρωινό του Μαΐου του 1954, που ο Ρόμπερτ Μίτσαμ κάλυψε, παρουσία φωτογράφων στην Κρουαζέτ, τα στήθη της στάρλετ Σιμόνε Σίλβα, της πρώτης ωραίας που ξεγυμνώθηκε για να γίνει σταρ.

Η διάσημη φωτογραφία του Ρόμπερτ Μίτσαμ με τη στάρλετ Σιμόνε Σίλβα στην Κρουαζέτ. Η διάσημη φωτογραφία του Ρόμπερτ Μίτσαμ με τη στάρλετ Σιμόνε Σίλβα στην Κρουαζέτ. Ο τότε ισχυρός άνδρας του φεστιβάλ Ρομπέρ Φαβρ λε Μπρε έδιωξε κακήν κακώς τη Σίλβα από τις Κάνες (μετά και την αποτυχία της στο Χόλιγουντ αυτοκτόνησε), διότι οι αμερικανοί παραγωγοί μαζί με την Γκρέις Κέλι αποφάσισαν να φύγουν και να μποϊκοτάρουν το «αίσχος» των Κανών, φοβούμενοι την επιστροφή στην πατρίδα και τον κραταιό τότε Κώδικα Χέιζ.

Αγωνιώντας κυρίως για τα υπέροχα δολάρια που θα έφευγαν μαζί τους, ο Λε Μπρε ξεκίνησε αμέσως διαπραγματεύσεις για να τους πείσει να μείνουν.

Την άλλη χρονιά, που ξεγυμνώθηκε στην Κρουαζέτ η Μπριζίτ Μπαρντό, ο πρόεδρος του Φεστιβάλ δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Δύο παραδόσεις είχαν γεννηθεί, ευνοώντας τη εδραίωση των Κανών: η παρουσία και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των φωτογράφων και οι γυμνές στάρλετ της Κρουαζέτ, τις οποίες ανταγωνίστηκαν μεγάλα ονόματα και εξ Αμερικής, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζέιν Μάσφιλντ, η Κιμ Νόβακ, ακόμη και η Ντόρις Ντέι.

Το Χόλιγουντ είχε φτάσει στις Κάνες ήδη πριν από τον πόλεμο. Το 1939 είχαν ήδη σταλεί οι κόπιες του «Μάγου του Οζ» και του «Μόνο οι άγγελοι έχουν φτερά», μαζί με τους Μέι Γουέστ, Γκάρι Κούπερ και Νόρμα Σίρερ.

Μετά τον πόλεμο, στα πρώτα χρόνια του φεστιβάλ, το γαλλικό κράτος, για να προσελκύσει παραγωγούς και αστέρες του Χόλιγουντ αλλά και για να ανταποδώσει την οικονομική βοήθεια που λάμβανε από την Αμερική, προσέφερε πολλές διευκολύνσεις και προνόμια στους Αμερικανούς.

Οι Αμερικανοί ξανάρχονται

Μέχρι που επέτρεπε να καταπλεύσει στην παραλία των Κανών σκάφος του αμερικανικού στόλου, το οποίο διοργάνωνε και πάρτι προσκαλώντας διασημότητες, Αμερικανούς και μη, σε μίνι κρουαζιέρες στην Κυανή Ακτή.

Ηδη από το 1949, εκλεκτοί του σινεμά και του χρήματος από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού επισκέπτονταν τον Μάιο την πόλη. Ο Ορσον Ουέλς, ο Τάιρον Πάουερ, ο Ερολ Φλιν, η Νόρμα Σίρερ ήταν μόνο μερικοί από τους αμερικανούς αστέρες που βρέθηκαν στο κοσμοπολίτικο θέρετρο και ήπιαν και μια σαμπάνια πάνω στο καταδρομικό υπογράφοντας αυτόγραφα στους ναύτες.

Κάτοικοι των Κανών και ιθύνοντες του φεστιβάλ, πάντως, σταμάτησαν με διαμαρτυρίες και διαβήματα την αμερικανική στρατιωτική παρουσία επικαλούμενοι την καλλιτεχνική φύση των εκδηλώσεων!

Στην ουσία οι αμερικανοί φαντάροι έφυγαν υπό την πίεση του διπολικού κόσμου που σχηματιζόταν, ενώ οι αμερικανοί τραπεζίτες και παραγωγοί έμειναν, γιατί έπρεπε να αναπτυχθεί ο εμπορικός χαρακτήρας μιας διοργάνωσης που είχε μεν καλλιτεχνική φύση αλλά και εμπορικό σκοπό.

Οι Κάνες πάτησαν πάνω στους Αμερικανούς και οι Αμερικανοί πάτησαν πάνω στις Κάνες. Και οι δυο έκαναν τη δουλειά τους. Γι' αυτό και το Μάη του '68, ο Φαβρ λε Μπρε, επενέβη πάλι υπέρ των Αμερικανών, αρνούμενος να διακόψει τις εργασίες του φεστιβάλ, παρά τα γεγονότα του Παρισιού.

Επικαλέστηκε τον διεθνή του χαρακτήρα, που δεν έπρεπε να επηρεαστεί από μια... εσωτερική γαλλική υπόθεση! Ολοι ήξεραν, όμως, ότι δεν ήθελε να διακόψει τις εργασίες της αγοράς ταινιών και να δυσαρεστήσει τους μεγαλοπαραγωγούς του Χόλιγουντ, που έκαναν μπίζνες στα παρασκήνια.

Το φεστιβάλ διεκόπη, αλλά οι Αμερικανοί ξανάρθαν του χρόνου, φροντίζοντας να στέλνουν πάντοτε τα μεγαλύτερα αστέρια τους, συντηρώντας σιωπηρά τη μυθολογία γύρω από το μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου.

Ποτέ τα μεγάλα στούντιο δεν επιχείρησαν συστηματική διείσδυση στο διαγωνιστικό τμήμα των Κανών, έστελναν μάλιστα τις ταινίες τους να προβληθούν εκτός συναγωνισμού μόνο εάν είχαν κάνει ήδη τον κύκλο τους στις αμερικανικές αίθουσες. Διότι, από τη δεκαετία του '50, φοβόντουσαν την απόρριψη του κοινού των Κανών και το γιουχάισμα την ώρα της προβολής. Για μια ταινία που κόστιζε πολλά εκατομμύρια δολάρια εξίσου επικίνδυνες ήταν και οι επευφημίες που θα συνόδευαν τον χαρακτηρισμό της ως καλλιτεχνικής! Διότι και τα δυο, στο Ντάλας, δεν θα έκοβαν εισιτήρια...

Το Χόλιγουντ επέλεξε τον δικό του τρόπο. Αν εξαιρέσεις συμμετοχές που δεν είχαν και καμιά τύχη, όπως το υπέροχο «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό» με την Κιμ Μπέισινγκερ το 1997, συνέχισε να σκέπτεται οικονομικά κι έκανε περίπου θεσμό τις παγκόσμιες πρεμιέρες. Μεγαλύτερη δωρεάν ή και πληρωμένη διαφημιστική καμπάνια δεν θα μπορούσε να γίνει πουθενά.

Χιλιάδες δημοσιογράφοι μεταδίδουν εικόνα, ήχο κι εντυπώσεις από την ταινία που προβάλλεται πρώτη φορά στο φεστιβάλ. Για όσους δεν θυμούνται, το «Μουλέν Ρουζ» του Μπαζ Λούρμαν, με τη Νικόλ Κίντμαν, έκανε πρεμιέρα στο 54ο Φεστιβάλ των Κανών, η «Τροία» του Βόλφγκανγκ Πίτερσεν, με τον Μπραντ Πιτ, στο 57ο, το σίκουελ του «Μάτριξ» στο 53ο, και πέρυσι έγινε χαμός με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι».

Και η Αντζελίνα παρούσα

Εχει τόσο μεγάλη διεθνή απήχηση αυτή η διαδικασία, που ο Πίτερ Τζάκσον πρόβαλε στις Κάνες ένα εικοσάλεπτο από τον «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» πριν καν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα της πρώτης ταινίας της τριλογίας του.

Σε παγκόσμια πρώτη προβλήθηκε στις Κάνες το τρέιλερ του «Καρχαριομάχου», της ταινίας κινούμενων σχεδίων της Dreamwork, το οποίο συνόδευαν οι Γουίλ Σμιθ και Αντζελίνα Τζολί, που δάνειζαν τις φωνές τους στην ταινία. Και φέτος, οι Κάνες ανοίγουν με το «UP», το νέο animation της Pixar.

Οπως έγραψαν παλιά οι «Los Angeles Times», είχαν πολλούς λόγους οι Κάνες και το Λος Αντζελες να γίνουν αδελφές πόλεις, και έγιναν. Η Αμερική εξάλλου μετράει 15 Χρυσούς Φοίνικες! Ναι, κυρίως από το ανεξάρτητο σινεμά. Αλλά από εκεί δεν αλιεύει νικητές πλέον και ο θείος Οσκαρ; *