Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Sex, drugs and Hollywood



Της ΕΛ. ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ

Ταιριάζουν στο περιβόητο entertainment του αμερικανικού σινεμά τα ναρκωτικά; Φυσικά και όχι.

«BLOW» ΤΖ. ΝΤΕΠ - Π. KPOYZ
Σε μια κινηματογραφία που θέτει σε προτεραιότητα τον εφησυχασμό του μεσαίου Αμερικανού ακόμη και το «ναι, κάπνισα μαριχουάνα» του Μπιλ Κλίντον δεν άλλαξε τη συντηρητική ματιά των μεγάλων στούντιο.

Εξω από την προβληματική των κοινωνικού χαρακτήρα ταινιών τους τοποθέτησαν τα ναρκωτικά εκεί που είναι κοινωνικά ανεκτά, σε φιλμ δηλαδή για sex, drugs and rock'n roll, διαβεβαιώνοντας την αγία αμερικανική οικογένεια ότι τέτοιου είδους προβλήματα αφορούν άλλους. Το Χόλιγουντ χρειαζόταν τους ναρκομανείς και τους εμπόρους ναρκωτικών μόνο για να τους συλλαμβάνουν ή να τους σκοτώνουν οι αστυνομικοί, για να κάνουν απίστευτα εγκλήματα και βεβαίως για να τους καταδικάζει η συλλογική συνείδηση τοποθετώντας τους στις παρυφές της κοινωνίας.

Φέτος όμως, αρχικά ο Σόντενμπεργκ με το «Traffic», μετά ο Αρονόφσκι με το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» και τώρα ο Ντέμι με το «Blow» -καθείς με τον τρόπο του- ενέταξαν σε αυτό το κύκλωμα δυστυχίας, θανάτου και χρήματος, το μέσο πολίτη αρνούμενοι να δώσουν χάρη σε μια μερίδα του κοινού.

Είναι παιδιά μας

Ολοι, είπαν, οι χρήστες, τα βαποράκια, οι έμποροι και οι διώκτες τους είναι σάρκα από τη σάρκα μας, δεν γεννήθηκαν σνιφάροντας ούτε ονειρεύτηκαν ότι θα γεμίσουν ηρωίνη και κρακ το Σαν Φρανσίσκο. Κι όσο κάνουν τους κριτές και τους διώκτες αφ' υψηλού, προσοχή, μπορεί να πάθουν το χειρότερο, να χρειαστεί να κρίνουν τα ίδια τους τα παιδιά και τον τρόπο που τα μεγάλωσαν.

Οι τρεις σκηνοθέτες, ανεξάρτητοι ή εργαζόμενοι ως ανεξάρτητοι, επανέφεραν στο κινηματογραφικό προσκήνιο μια διόλου δημοφιλή θεματολογία.

* Ηδη από τις δεκαετίες 1930-40 ο κώδικας Χέιζ αρνιόταν στους κινηματογραφιστές τη δυνατότητα να δείχνουν εμπόρους ναρκωτικών ή και χρήστες επί τω έργω. Κι ενώ το Χόλιγουντ στα παρασκήνια έπαιρνε ότι μπορούσε για να μαστουρώσει και να νιώσει ως αληθινή την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας του, γύρισε την πρώτη μεγάλη ταινία του με θέμα τα ναρκωτικά μόλις το 1955.

* Ο Φρανκ Σινάτρα γίνεται θύμα της ηρωίνης στον «Ανθρωπο με το χρυσό χέρι».

Ακόμη σοκάρει η σκηνή με τον πρωταγωνιστή να κάνει την ένεση και να ανακουφίζεται από τη στέρηση, αλλά και η προσπάθεια απεξάρτησής του. Είναι η εποχή που οι Αμερικανοί έχουν μανία με το σερφ, στο σινεμά βλέπουν γουέστερν και στον ελεύθερο χρόνο τους κουρεύουν το γρασίδι, προσπαθώντας να ξεχάσουν το φόβο για τον κόκκινο εχθρό, τον Μακάρθι, την Κορέα.

Το Χόλιγουντ κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει, πάντοτε εξάλλου επιστρατεύεται στις «δύσκολες» στιγμές του έθνους. Κι όσον αφορά τον Πρέμινγκερ ποτέ δεν τον συμπάθησε. Προτιμούσε ακόμη να κάνει ταινίες με την Ντόρις Ντέι που καμάρωνε το φυστικί της ψυγείο και μιλούσε από ένα ροζ παλ τηλέφωνο.

* Αυτή η εικονική πραγματικότητα φυσικά δεν θα κρατούσε για πάντα, η ίδια η ζωή ανέτρεψε τη θεματογραφία του σινεμά, στην Αμερική ο ρατσισμός και το Βιετνάμ, στην Ευρώπη η φτώχεια, η ανεργία και η ζωή στα εργοστάσια έκαναν ξαφνικά λίγο μετά το '60 τη μαριχουάνα σύμβολο αντίστασης και επαναστατικότητας...

Οι νέοι στα πανεπιστήμια καπνίζουν για να «διευρύνουν» τη σκέψη τους και οι φαντάροι στη Σαϊγκόν για να ξεχνούν την απίστευτη σκληρότητα του πολέμου και τα μίλια που τους χωρίζουν από το Κολοράντο, τη Νεμπράσκα και το Οχάιο.

* Το 1969 η Αμερική, όχι το Χόλιγουντ, χωρά τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη», οι νεαροί θεατές δεν σοκάρονται βλέποντας τους Χόπερ και Φόντα να «φτιάχνονται» με μαριχουάνα για να ξεχάσουν την Αμερική του μεγάλου ονείρου και να ξεφύγουν από την παράνοιά της.

Οι υπόλοιποι προτιμούν το «Funny Girl» με την Στρέιζαντ, αφού δεν αντέχουν ούτε το «Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν» του Πόλακ. Είναι η χρονιά που ο Τζον Γουέιν παίρνει Οσκαρ και η μισή Αμερική χειροκροτεί, ενώ η άλλη μισή τον φωνάζει «φασίστα».

Η ώρα του LSD

Η νέα γενιά τρίπαρε με LSD και έβλεπε τις δικές της ταινίες: μετά την εποχή της διαμαρτυρίας ερχόταν η εποχή του καταγγελτικού σινεμά που έλεγε πια αλήθειες πολύ πιο πικρές από το ότι η αμερικανική νεολαία καπνίζει χόρτο.

* Ο «Ταξιτζής» του Σκορσέζε το '76 και ο «Ελαφοκυνηγός» του Τσιμίνο το '78 απλώς εντάσσουν το πρόβλημα στο σενάριο, ενώ στο «Αποκάλυψη τώρα» το '79 ο Κόπολα - δανειζόμενος την ιστορία του Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους» - ενδύει την ταινία του με όλες τις μικρές και μεγάλες αντιθέσεις και ομοιότητες του καλού και του κακού, θολώνει την ατμόσφαιρα με τον καπνό της μαριχουάνας και μετακομίζει τη ζούγκλα του Κονγκό στο Βιετνάμ!

Οι πρωταγωνιστές μαστούρωσαν on και off κάμερα, και εναρμονίστηκαν πλήρως με το σκότος του πιο βρόμικου πολέμου. Κι εδώ όμως το θέμα ήταν ο πόλεμος...

* Το '80 τελείωσαν και οι διαμαρτυρίες και οι καταγγελίες, η ριζοσπαστική δεξιά του Ρέιγκαν φτιάχνει ήρωες σαν τον Ράμπο και τον Ρόκι και οι κινηματογραφιστές φτιάχνουν ταινίες με «σωστό» μήνυμα και όχι με το προσωπικό τους όραμα. Μαριχουάνα καπνίζουν πλέον οι αστοί - πάει η επανάσταση - κάθε φορά που θέλουν να θυμηθούν τα νιάτα τους του '60 (σαν τους πρωταγωνιστές της «Μεγάλης ανατριχίλας») ή μικροεγκληματίες στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων που πεθαίνουν από την ηρωίνη αν δεν τους σκοτώσουν τα μεγάλα αφεντικά, γιατί έδωσαν πληροφορίες στους αστυνομικούς.

* Μόλις το '83 τα ναρκωτικά περνούν ξανά στο επίκεντρο της μεγάλης οθόνης, χάρη σε έναν κουβανό μαφιόζο, τον «Scarface» του Μπράιαν ντε Πάλμα. Ο Τόνι Μοντάνα (Αλ Πατσίνο) πουλάει κοκαΐνη στο Μαϊάμι, νομίζει ότι έχει ό,τι θέλει αλλά δεν έχει τίποτα. Ο «Νονός του '80», όπως έχει χαρακτηρισθεί, βλέπουμε ότι σπέρνει το κακό αλλά ο Ντε Πάλμα δεν μας επιτρέπει να τον αντιπαθήσουμε, απλώς μας λέει πως υπάρχει, πως το απόλυτο κακό είναι εδώ.

* Λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία, το 1989 ο Γκας Βαν Σαντ γυρίζει το «Drugstore cowboy» με τον Ματ Ντίλον στο ρόλο ενός ναρκομανούς, που μαζί με την παρέα του κλέβουν φαρμακεία. Κι επιτέλους οι χρήστες των σκληρών ναρκωτικών δεν είναι κακοί άνθρωποι του περιθωρίου, αλλά άρρωστα παιδιά.

* Η δεκαετία τελειώνει, ο Ρέιγκαν τελειώνει, αλλά αυτό που αφήνει πίσω του είναι μια κοινωνία εξαιρετικά συντηρητική, που τρέμει το AIDS. Ιδανικός ήρωας είναι ο ανόητος «Φόρεστ Γκαμπ», ενώ η αγαπημένη του Τζένι, τιμωρείται για τις... ακολασίες του '70 και για τη χρήση ναρκωτικών, πεθαίνοντας από AIDS. Ο Σκορσέζε στο «Καζίνο» του έχει μια άλλη οπτική: Η Σάρον Στόουν πέφτει στα ναρκωτικά από απόγνωση για τη ζωή της, είναι ένας ξεπεσμένος άγγελος που δεν βρίσκει τη λύτρωση.

Κοντά στο 2000

* Το 1995 τα μάτια της Αμερικής τρομοκρατημένα παρακολουθούν στο σινεμά το «Kids» του Λάρι Κλαρκ. Γελαστά παιδιά του δρόμου κάνουν σεξ, παίρνουν ναρκωτικά, πηγαίνουν σε πάρτι, πίνουν, κάνουν πιάτσα και... δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν.

Η Ευρώπη έστειλε το δικό της μήνυμα με τους νεαρούς Βρετανούς του «Trainspotting». Ο Ντάνι Μπόιλ αρνείται να κατηγορήσει την πρέζα και παρουσιάζει τους ήρωές του σαν όλα τα παιδιά του κόσμου, που ναι μεν είναι ναρκομανείς αλλά ερωτεύονται, φιλιώνουν, μαλώνουν και ονειρεύονται.

Μετά το «Trainspotting» οι σχέσεις του σινεμά και των ναρκωτικών άλλαξαν βαθύτατα.

* Συνεχιστές αυτής της οπτικής οι Σόντεμπεργκ, Αρονόφσκι και Ντέμι υπερέβησαν τις κρατούσες αντιλήψεις, τις κοινωνικές προκαταλήψεις και το καταστροφικό για το εμπορικό σινεμά ενδεχόμενο να μην κόψουν εισιτήρια, προφανώς όχι για να σώσουν τον κόσμο αλλά για να τον αναγκάσουν να σταματήσει την γουστόζικη πλην καταστρεπτική συνήθεια να κλείνει τα μάτια όταν δεν αντέχει τη σκηνή. Ειδικά όταν το έργο παίζεται εκτός οθόνης!


ART & ΘΕΑΜΑΤΑ - 03/06/2001



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Να τονίσω οτι το σινεμά που αποστρέφει κατά πλειοψηφία το πρόσωπο από τα ναρκωτικά, κάνει ό,τι κάνουμε κι εμείς, οι θεατές. Και πάνω και κάτω από τη σκηνή,λοιπόν δεν κοιτάμε. Μόνο αν ο εφιάλτης χτυπήσει την πόρτα σταματάμε να προσποιούμαστε οτι δεν υπάρχει.