Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Η Ελλάδα ταξιδεύει στον κινηματογράφο




Πριν από τις ταινίες του Π. Βούλγαρη και του Φ. Τσίτου, πολλοί άλλοι σκηνοθέτες είχαν παρουσιάσει, άλλοτε ειδυλλιακά, άλλοτε κριτικά, την ελληνική πραγματικότητα στο πέρασμα του χρόνου


Το ελληνικό σινεμά μας συστήθηκε το 1914 με τη «Γκόλφω». Το πασίγνωστο αυτό βουκολικό δράμα που έγραψε το 1893 ο Σπύρος Περεσιάδης για μια θεατρική βεγγέρα στην Ακράτα, ήταν η ιδανική αρχή για να γίνει η παγκόσμια τέχνη και εθνική. Απόδειξη; Η Γκόλφω και ο Τάσος παρέμειναν εμβληματικές φιγούρες μιας ελληνικότητας που επιδίωκε να εδραιωθεί. Εξήντα ένα χρόνια μετά οι ίδιοι ήρωες με τις φουστανέλες , ήταν πάλι στο πανί, στο «Θίασο» του Αγγελόπουλου! Το περιπλανώμενο μπουλούκι του , αριστουργηματικός συμβολισμός των Ελλήνων, έπαιζε μόνο ένα έργο, τη «Γκόλφω τη βοσκοπούλα» βουκολικό ειδύλλιο σε πέντε πράξεις. Η ιστορία του ελληνικού σινεμά είναι η διαδρομή από τη μια ¨Γκόλφω» στην άλλη, συν τριανταπέντε χρόνια που συμπληρώνονται με άλλη μια «εθνική» ταινία, την «Ψυχή βαθιά», του Παντελή Βούλγαρη που προβάλλεται τις τελευταίες εβδομάδες στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η Γκόλφω ,ήταν η προπολεμική μας απόπειρα να αποκτήσουμε εθνικές εικόνες. Εξάλλου, ένα χρόνο πριν γίνει ταινία, το 1913, είχε ήδη ταυτιστεί πλήρως με το «εθνικόν» όταν ο Εθνικός Δραματικός θίασος υποδέχτηκε ερμηνεύοντας την, τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στην ελληνική πια Θεσσαλονίκη.
Το εγχώριο σινεμά δεν ταύτισε την ελληνικότητα μόνο με τις φουστανέλες, συντήρησε τον ελληνοκεντρικό του χαρακτήρα με ένα άλλο ειδύλλιο , της αρχαίας φιλολογίας, το «Δάφνις και Χλόη» του Λόγγου. Το 1931 ένας φέρελπις σεναριογράφος και ηθοποιός, ο Ορέστης Λάσκος, το μετέτρεψε στη γνωστή ταινία των 68 λεπτών που περιέχει το πρώτο γυναικείο γυμνό στο ευρωπαϊκό σινεμά. Η ελληνοαμερικανίδα Λούσι Ματλί ως Χλόη, προηγήθηκε της Τσέχας Χέντι Λαμάρ, η οποία έκανε μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ χάρη στο δικό της γυμνό, στην ταινία «Έκσταση».
Ήταν η εποχή που το ελληνικό σινεμά διέκοπτε την ούτως ή άλλως φτωχή ως τότε παραγωγή του εξαιτίας του Β Παγκόσμιου πολέμου. (Μπορεί η Φίνος Φιλμ να ιδρύθηκε το 1942 αλλά ταινίες άρχισε να γυρίζει μετά το ’50). Δίπλα στο αμιγώς εμπορικό σινεμά του Φίνου που διαιώνισε και βελτίωσε το προπολεμικό φοκλόρ χωρίς να αγγίξει την πραγματική Ελλάδα, λίγοι αλλά εξαιρετικοί κινηματογραφιστές υπηρέτησαν το παράλληλο σύμπαν του εθνικού κινηματογράφου, κοιτώντας με την ιδιαίτερη ματιά τους , τους έλληνες και την Ελλάδα. Στη «Στέλλα» και στο «Κορίτσι με τα μαύρα», ο Μιχάλης Κακογιάννης καθώς και ο Κούνδουρος στο «Δράκο» άλλαξαν την προπολεμική ηρωική οπτική. Οι δικοί τους έλληνες είναι οι αντιήρωες και το «εθνικό» μετατοπίζεται στον κατά τις συμβάσεις υπόκοσμο. Η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) , ένα κορίτσι φαινομενικά «ελαφρό», γίνεται το όχημα για μια επανάσταση:απέναντι στην πατριαρχία, τον μικροαστισμό και τις παραδοσιακές αξίες. Στο «Δράκο» του Κούνδουρου , απατεώνες, διανοούμενοι και ιμιτασιόν κακοποιοί σχεδιάζουν την κλοπή ενός από τους στύλους του Ολυμπίου Διός! Οι Έλληνες κοιτάζουν την κληρονομιά τους ως είδος προς πώληση και η απομυθοποίηση της είναι η καινούργια ελληνικότητα. Η εθνική περηφάνια αναλύεται με πιο καθημερινούς κώδικες και το σινεμά κινηματογραφεί Έλληνες που δε μοιάζουν με πρωταγωνιστές του Αισχύλου αλλά με αδαείς ή απατεώνες που περιστρέφονται γύρω από μια «Κάλπικη λίρα», σαν αυτή της ομώνυμης ταινίας του Γιώργου Τζαβέλα. Οι πρωταγωνιστές του, στις τέσσερις σπονδυλωτές ιστορίες διαπιστώνουν ότι «όταν έχεις λεφτά μπορείς να αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη της κι εσύ να κοιμάσαι με την καλύτερη ερωμένη»! Μόνο την ώρα της μεγάλης πτώσης ξανανταμώνουν με το αρχαίο δράμα! Οι Έλληνες θεατές είδαν αυτές τις ταινίες. 211.700 εισιτήρια έκοψε η «Κάλπικη λίρα» και 134.000 η «Στέλλα».
Η Μελίνα Μερκούρη , ήδη από τη «Στέλλα», τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, ταυτίζεται με την ελληνικότητα ! Την εξάγει όμως σε όλη τη γη, πέντε χρόνια αργότερα, το 1960 χάρη στον Ζιλ Ντασέν και το «Ποτέ την Κυριακή». Τότε που ο Όμηρος (τον υποδύεται ο Ντασέν), ένας διανοούμενος Αμερικανός γνωρίζει στον Πειραιά, μια πεταλούδα της νύχτας , την Ίλια! Ήδη από την αρχή υπάρχει ο συμβολισμός: Όμηρος - Ιλιάδα. Προσπαθώντας να αναμορφώσει το ατίθασο πλάσμα πλάθει τον πιο αναγνωρίσιμο διεθνώς, γυναικείο ρόλο του ελληνικού κινηματογράφου.
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1964, ο Κακογιάννης έκανε μια αμερικανική ταινία για τους έλληνες, τον «Αλέξη Ζορμπά» , καθιερώνοντας διεθνώς ένα στερεότυπο που δεν έχει ξεπεραστεί ούτε σήμερα. Ο Ζορμπάς είναι το πρότυπο του «φυσικού ανθρώπου» που ζει απελευθερωμένος από κοινωνικές συμβάσεις, εν πλήρη γνώσει της θνητότητας του. Ένας άλλος κινηματογραφικός έλληνας, μια light εκδοχή του Τάσου, του αγαπητικού της Γκόλφως , είναι ο επίσης βοσκός Γιάννης Βόγλης στο «Κορίτσια στον ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη. Το φολκλόρ επανήλθε και η ιστορία του αφελούς βοσκού που ερωτεύεται την τουρίστρια ,αφού προηγουμένως οδηγηθεί από παρεξήγηση στη φυλακή , κάνει θραύση. Οι έλληνες και τη βλέπουν και τη βραβεύουν! Η εικόνα του βοσκού που φωνάζει στην Αν Λόμπεργκ «έλα μύγδαλα», συγκινεί ακόμη!
Όμως τίποτα δεν είναι πιο συγκινητικό και πιο κινηματογραφικά αληθές στο ελληνικό σινεμά, από την ιστορία μιας μικρής πόρνης και ενός λοχία στην Ελλάδα του ‘70. Η πόρνη που λεγόταν Ευδοκία έδωσε τ’ όνομά της στην ταινία του Αλέξη Δαμιανού, (μια πραγματεία πάνω στην ελληνικότητα) και σ΄ ένα ζεϊμπέκικο που το χόρεψε ένας λοχίας με τα χέρια σε έκταση. Οι ήρωες αλληλεπιδρούν με το χώρο, τον ορίζουν και ορίζονται από αυτόν. Είναι ακόμη τέκνα της μεταπολεμικής Ελλάδας που παλεύουν να συμβιβαστούν με την Ιστορία. Βρισκόμαστε στα 1971, μόλις τέσσερα χρόνια πριν την προσπάθεια του Αγγελόπουλου, με τον προαναφερθέντα «Θίασο» , να σταθεί απέναντι στην Ιστορία και στη χώρα. Η βαθιά κριτική ελληνικότητα του Αγγελόπουλου, μετουσιώθηκε με τα χρόνια σε αναζήτηση της πραγματικής ελληνικής ταυτότητας, από το αρχαιοπρεπές χθες έως το ευρωπαϊκό σήμερα («Το βλέμμα του Οδυσσέα», «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»).Ο πρωταγωνιστής- συγγραφέας της «Αιωνιότητας» (Μπρούνο Γκαντζ) που έψαχνε λέξεις από τους ανολοκλήρωτους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού, περνά την τελευταία μέρα της ζωής του παρέα με ένα παιδί των φαναριών από την Αλβανία και στοχάζεται γύρω από το θέμα των συνόρων!
Η ελληνικότητα, εν προκειμένω στο σινεμά αλλά όχι μόνο εκεί, έχει αλλάξει όρους. Ορίζεται από τα σύνορα; Το αίμα; Την κουλτούρα; Ο Σωτήρης Γκορίτσας το 1993, με την ταινία του «Απ’ το Χιόνι» έθεσε τη νέα οπτική. Οι Βορειοηπειρώτες ήρωες του έρχονται «από το χιόνι» στον ελληνικό παράδεισο, για να διαπιστώσουν ότι η πλατεία Ομονοίας ήταν το ίδιο παγωμένη και σκληρή. Με τα μάτια των προσφύγων είδαν τους σύγχρονους Έλληνες οι Βούπουρας και Κόρας στο «Μιρουπάφσιμ» και ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στο «Από την άκρη της πόλης» έκανε ήρωες του μια παρέα παιδιών από το Καζακστάν. Τελευταία άλλα όχι έσχατη στη σειρά η φετινή «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου. Με τον Αντώνη Καφετζόπουλο να υποδύεται τον Σταύρο, έναν ξενοφοβικό ψιλικατζή ο οποίος θα διαπιστώσει ότι στις φλέβες του ρέει αλβανικό αίμα. Ένας φανατικός 'Ελληνας πρέπει να βάλει τον εαυτό του στην απέναντι όχθη και το κοινό να ξανασκεφτεί εκείνο το «Έλλην ει ο εις την Ελληνικήν Παιδείαν μετέχων...» του Ισοκράτη!
Το 2003 ο σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης γυρίζοντας την «Πολίτικη κουζίνα» , έβαλε τους έλληνες απέναντι στους άλλους εχθρούς, τους… προαιώνιους! Πολύ συγκίνηση, χιλιάδες τα εισιτήρια, αλλά η πολιτική της ιδεολογία και το μήνυμα «οι πολιτικοί παίζουν παιχνίδια εις βάρος των λαών οι οποίοι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα» δίχασε και συζητήθηκε.
Συζητήσεις πολλές προκαλεί και η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» για τον ελληνικό εμφύλιο και τις περιπέτειες δύο νεαρών αδερφών που βρέθηκαν στα αντίπαλα στρατόπεδα. «Οι έλληνες στο Γράμμο του 1949 «, λέει μεγάλη μερίδα κοινού και κριτικής, «δεν ήταν αυτοί που μας έδειξε ο Βούλγαρης» !
Οι σκηνοθέτες φυσικά δεν γράφουν Ιστορία! Ακόμη κι αν την επικαλούνται.

Για την Ευδοκία του Δαμιανού βλ.
www.youtube.com/watch?v=XCQXArp4Snk

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η ελληνικότητα είναι ένα πολύ περίεργο έργο, που οι ίδιοι σκηνοθέτες το γύρισαν διαφορετικά σε άλλες εποχής.