Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Τα φαντάσματα της όπερας







Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 21 Ιανουαρίου 2001


Το 1911 ο Γκαστόν Λερού έγραψε μια ιστορία για τους μικρούς και μεγάλους φόβους του ανθρώπου προς το «διαφορετικό», για τον «άγνωστο» συγκάτοικο του «γνωστού» του εαυτού, για την αδυναμία του να επικοινωνεί. Ήταν η ιστορία ενός φαντάσματος με σάρκα, οστά και πολλή αγάπη, του οποίου η δυσμορφία το καταδίκασε να κατοικεί στη χώρα του φανταστικού.
Το «Φάντασμα της όπερας», ποτέ δε βγήκε απ’ το λαβύρινθο των υπογείων της μεγάλης μουσικής σκηνής του Παρισιού! Ακόμη κι όταν έγινε διάσημο και βρέθηκε στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες και στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, περιπλανιόταν πάντοτε στον υπόγειο λαβύρινθο της Παρισινής όπερας.
Το μεγάλο κοινό το αγκάλιασε χάρη στις μεγάλες του αλήθειες αλλά και στον τρόμο που εξαγνιστικά ο άνθρωπος θέλει να βιώνει, ανακουφισμένος που δεν είναι ο δικός του. Αυτός ο τρόμος, αλλά και η δυσμορφία του ήρωα, και ο έρωτας του για το εκ διαμέτρου αντίθετο, μια όμορφη τραγουδίστρια της όπερας, έκαναν το 1925 τους ανθρώπους της Γιουνιβέρσαλ να σκύψουν πάνω στο βιβλίο και να φτιάξουν την ταινία μύθο το «Φάντασμα της όπερας», εμπορικό εφαλτήριο για να αποπειραθούν έξι χρόνια μετά να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τον μεγάλο ομογάλακτο αδερφό, τον ¨Φρανκενστάιν¨.
*Το «Φάντασμα της όπερας» του 1925 μένει πιστό στο μύθο του βιβλίου, ο πρωταγωνιστής του όμως, Λον Τσάνεϊ μάλλον απιστεί στη σκηνοθετική μπαγκέτα του Ρούπερτ Τζούλιαν και δίνει μια ερμηνεία – πρότυπο για όλους τους μεγάλους που θα ερμηνεύσουν…τέρατα στη συνέχεια. Εμφανέστατοι είναι οι επηρεασμοί του Κλοντ Ρέινς στον «Αόρατο άνθρωπο» του 1933.
Το φιλμ πατάει αναγκαστικά, λόγω του βιβλίου, στο γαλλικό μέλόδραμα, και αν δεν ήταν η ερμηνεία του Τσάνεϊ, ο τρόμος θα έπαιζε στο δεύτερο πλάνο. Η ταινία άρεσε στο κοινό, έκοψε πολλά εισιτήρια και ανακούφισε την κινηματογραφική παραγωγή που αυτή την εποχή ζει το φόβο του ραδιοφώνου , το αντίπαλο της δέος, το οποίο προσφέρει ήχο και διασκέδαση στους Αμερικανούς, δωρεάν.
*Η επιτυχία έφερε τον πειρασμό της επανάληψης –ο μύθος ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται-και στα 1931 ο Τζον Ρόμπερτσον κάνει την ταινία μυστηρίου «Το φάντασμα του Παρισιού», με τον πρωταγωνιστή να μην είναι πια δάσκαλος της φωνητικής αλλά ταχυδακτυλουργός-μάγος. Ο Ρόμπερτσον πατάει πάνω στη στέρεα δομή του βιβλίου του Λερού, η ταινία έχει ήχο αλλά το αποτέλεσμα είναι μέτριο.
*Πολύ καλύτερα τα πήγε ο Άρθουρ Λούμπιν το 1943. Το δικό του φάντασμα είχε περισσότερη όπερα παρά τρόμο, ο Κλοντ Ρέινς δεν έδωσε την ερμηνεία της ζωής του, αλλά ο δύσμορφος συνθέτης του που ερωτεύτηκε τη σοπράνο της όπερας του Παρισιού άρεσε στο κοινό. Η ταινία κέρδισε δύο Όσκαρ, φωτογραφίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
*Το 1962 ο Τέρενς Φίσερ κάνει τη βρετανική εκδοχή του φαντάσματος με πρωταγωνιστή τον Χέρμπερτ Λομ. Η ταινία είναι αργή και κουραστική, έχει όμως τις καλές της στιγμές στις σκηνές τρόμου…
*Το «Φάντασμα» μετακομίζει το 1983 στην Όπερα της Βουδαπέστης. Εκεί τοποθετεί την ιστορία ο Ρόμπερτ Μάρκοβιτς με τον Μαξιμίλιαν Σελ να υποδύεται τον μαέστρο που χάνει τη γυναίκα του,(τραγουδίστρια της όπερας), σκοτώνει τον κριτικό που την αδίκησε και παραμορφωμένος από οξύ καταφεύγει στα δαιδαλώδη υπόγεια.
*Έως εδώ η ιστορία του Φαντάσματος γραφόταν στο χαρτί ή σε φιλμ. Ένας χαρισματικός, εξαιρετικά ταλαντούχος συνθέτης-και όχι μόνο-ο Άρθουρ Λόιντ Βέμπερ, αλλάζει το ρου του μύθου κάνοντας το «Φάντασμα της όπερας» ένα αξεπέραστο ροκ μιούζικαλ. Στις 9 Οκτωβρίου του 1986 το «Φάντασμα της όπερας» κάνει πρεμιέρα στο Βασιλικό θέατρο του Λονδίνου. 18 μήνες μετά ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ και…παίζεται ακόμα.
Αυτή ήταν η αρχή μιας πολύχρονης πορείας προς την επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μεταφορά του Βέμπερ στο θέατρο αναγεννά το «φάντασμα» και το σινεμά παίρνει πίσω τον παραμορφωμένο ήρωα του, ρισκάροντας δυστυχώς την τύχη του στα χέρια του Ντουάιτ Λιτλ.
*Στο «Φάντασμα της όπερας» του 1989 ο Ρόμπερτ Ένκλουντ(ο γνωστός μας Φρέντι Κρούγκερ, από τον «Εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες») κατοικεί στο Λονδίνο, αντί για μάσκα έχει στο πρόσωπο κολλημένες σάρκες νεκρών και …ένα συμβόλαιο με το διάβολο.
*Το 1990 η τηλεόραση διεκδικεί το δικό της μερίδιο. Ο Τόνι Ρίτσαρντσον καλείται να κάνει το «Φάντασμα της όπερας» τηλεταινία. Ο Τσαρλς Ντανς είναι ένα πολύ ρομαντικό φάντασμα και ο Μπαρτ Λάνγκαστερ ο υπερπροστατευτικός πατέρας του. Όλα κυλούν τόσο τηλεοπτικώς ορθά για τη μέση αμερικανική οικογένεια , που δε βλέπουμε ποτέ ακάλυπτο το πρόσωπό του φαντάσματος.
*Αντιθέτως , στα χέρια του Ντάριο Αρζέντο, του βασιλιά του σπλάτερ, το «Φάντασμα της όπερας» έγινε –πριν από τρία χρόνια-μια ιστορία στην οποία περισσεύουν ο τρόμος και το αίμα! Πολλοί δεν το άντεξαν και κάποιοι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν.
*Όταν ο Βέμπερ μετέφερε στο θέατρο την ιστορία του Γκαστόν Λερού, μάλλον δε φανταζόταν ότι χιλιάδες άνθρωποι θα συνασπίζονταν υποστηρίζοντας τη δική του εκδοχή ως την πιο κοντινή στο πνεύμα του συγγραφέα, αλλά και ότι θα τον κατηγορούσαν πως ξεπούλησε τη δημιουργία του στο Χόλιγουντ.
Στο Ίντερνετ υπάρχει ιστοσελίδα με τον τίτλο “Save Phantom from Hollywood”. Για όλους αυτούς που την επισκέπτονται ή την ενημερώνουν δύο είναι οι μεγάλοι εχθροί του φαντάσματος, ο Τζον Τραβόλτα και ο Αντόνιο Μπαντέρας. Απεγνωσμένα προσπαθούν να πείσουν τη Γουόρνερ που έχει στα σκαριά το σενάριο ότι ο χορευταράς Τζον και ο σούπερ ωραίος Αντόνιο δεν μπορούν να κατοικήσουν στα υγρά υπόγεια με τις τεράστιες τροχαλίες…

Και τώρα στην Αθήνα

Η Αθήνα αποκτά το δικό της «Φάντασμα της όπερας». Πρόκειται για το «Φάντασμα Νο 2», αυτός είναι ο τίτλος της διασκευής του Πέτρου Ζούλια, που από την αρχή δείχνει τις προθέσεις του, να παρουσιάσει δηλαδή το έργο από μια άλλη οπτική , κρατώντας μεν το μυστήριο αλλά ανακατεύοντας το με την κωμωδία. Το δικό μας Φάντασμα από τις 31 Ιανουαρίου θα κατοικήσει στη σκηνή του θεάτρου «Χώρα» στην Κυψέλη. Η απόδοση, διασκευή και σκηνοθεσία είναι του Πέτρου Ζούλια και τους ρόλους ερμηνεύουν οι Γιάννης Μποσταντζόγλου, Φώτης Σπύρος, Χριστίνα Παπαμίχου, Φαίδων Καστρής, Χάρης Γρηγορόπουλος, Ηλίας Γιαννάκης και Γεωργία Μαυρογεώργη.


Για το "Φάντασμα της όπερας" του 1925 βλ. www.youtube.com/watch?v=sa3bHKWZoJg

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Άλλο βραβεία , άλλο εισιτήρια


(Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 19 Νοεμβρίου 2000)


Πόσο συχνά αγαπάμε μια ταινία…επειδή πήρε Όσκαρ;
Τα βραβεία σπανίως μιλούν για τις αλήθειες των ταινιών και τις πιο πολλές φορές ούτε τα εισιτήρια είναι ένας καλός οδηγός για κάποιον που ψάχνει ένα αριστούργημα.
Εισιτήρια και βραβεία δεν πάνε μαζί συχνά και τα δυο κατά καιρούς κακολογήθηκαν από τους σκηνοθέτες ή έγιναν άλλοθι τους. Ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης είχε πει ότι τα βραβεία δεν προσθέτουν ποιότητα σε ένα έργο τέχνης, ωστόσο του προσφέρουν πολλά από άποψη οικονομική. Του προσφέρουν δηλαδή, στην περίπτωση του σινεμά, εισιτήρια! Άλλωστε η ταινία είναι και εμπορικό προϊόν: τα περισσότερα φεστιβάλ γεννήθηκαν μέσα σε εμπορικές εκθέσεις , μηδέ του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εξαιρουμένου. Ο Χρυσός Αλέξανδρος και τα κρατικά βραβεία ποιότητας που με πολύ ενδιαφέρον αναμένουμε αύριο, δεν είναι λοιπόν μια υπόθεση αμιγώς ποιοτική όπως δεν είναι και πουθενά αλλού. Μάλλον έχουμε να κάνουμε με τη…διαπλοκή ποιότητας και εμπορικότητας σε δόσεις που κάθε χρονιά εναλλάσσονται , επιτυχώς ή ατυχώς! Θυμάστε;
*Το Φεστιβάλ δικαιώθηκε βραβεύοντας το 1975 το «Θίασο» του Θ. Αγγελόπουλου, που δεν είχε μόνο καλλιτεχνική επιτυχία αλλά και εμπορική(ήταν η δεύτερη σε εισπράξεις ελληνική ταινία της χρονιάς με 189.620 εισιτήρια), αλλά το 1996 δε βράβευσε το «Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται» του Ντραγκόγιεβιτς , που πήρε μόνο το βραβείο κοινού και τη δικαίωση …από την Ευρώπη.
*Έως το 1966 οι ταινίες που βράβευε η Θεσσαλονίκη έβρισκαν πάντα το κοινό τους, ενίοτε έβρισκαν και άλλα βραβεία (ευρωπαϊκά και αμερικανικά) σαν τις «Μικρές Αφροδίτες» του Κούνδουρου (1963) που έκοψε 114.047 εισιτήρια ή παλιότερα σαν την «Ηλέκτρα» και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη που έκοψαν 76.846 και 134.142 εισιτήρια και έκανα και διεθνή καριέρα.
*Το 1965 βραβείο δεν υπήρξε αλλά και το 1966 που…υπήρξε, το κοινό διαφώνησε. Γιουχάισε και τους «Ξεχασμένους ήρωες» του Γαρδέλη και την κριτική επιτροπή, μέλη της οποίας ήταν μεταξύ άλλων οι Χατζιδάκις, Τσαρούχης και Λαμπέτη.
* Το μεγάλο κοινό όμως είδε την ταινία (224.806 εισιτήρια), κάτι που δεν έπραξε το 1967. Τη βραβευθείσα ταινία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τις «Σιλουέτες» του Κώστα Ζώη παρακολούθησαν μόνο 9.938 θεατές και γι αυτό δεν έφταιξε η χούντα, γεμάτες ήταν οι αίθουσες στις εμπορικές ταινίες.
*Εισπρακτικά ατύχησε και η «Παρένθεση» του Τ. Κανελλόπουλου την οποία βράβευσε την επόμενη χρονιά η Θεσσαλονίκη μαζί με το «Κορίτσια στον Ήλιο» του Γεωργιάδη.
Στις αίθουσες είδαν την πρώτη ταινία 2.849 θεατές και τη δεύτερη …186.109.
*Τρία χρόνια μετά ο Αγγελόπουλος πήρε με την «Αναπαράσταση» το βραβείο καλύτερης ταινίας αλλά έκανε μόνο 12.869 εισιτήρια όταν η «Υπολοχαγός Νατάσα» έκοψε 751.117.
*Όλα αυτά τα ανέτρεψε ο Ντίνος Κατσουρίδης που το 1971 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ με το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» κάνοντας στις αίθουσες την πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία της χρονιάς:640.471 εισιτήρια.
*Η κριτική επιτροπή επιτέλους δικαιώνεται; Μάλλον όχι, διότι ακριβώς αυτή τη χρονιά δε βραβεύεται η ¨Ευδοκία¨. Ωστόσο 70.852 Έλληνες θέλουν να δουν τους ήρωες του Δαμιανού να περιγελούν τα όνειρα των μικροαστών και να συντρίβονται από αυτά.
*Με τη μεταπολίτευση έκλεισε οριστικά και η υπόθεση εμπορικό σινεμά, διότι την Ελλάδα που μετακομίζει στην πρωτεύουσα, υπηρετεί πια ευρέως η τηλεόραση που κόβει τα δικά της εισιτήρια στα σπίτια.
*Το 1974 η Θεσσαλονίκη βραβεύει αντιχουντικές, αντικαπιταλιστικές ταινίες σαν το «Κιέριον» του Θέου που κάνει μόνο 6.887 εισιτήρια και το «Μοντέλο» του Σφήκα που οι σκοτεινές αίθουσες δεν το φιλοξένησαν ποτέ.
*Η εποχή είναι πολύ πολιτική, τόσο που το 1977 γίνονται δυο Φεστιβάλ. Το κανονικό και το συνδικαλιστικό. Το πρώτο βραβεύει την «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη και το δεύτερο το «Βαρύ πεπόνι» του Τάσιου. Ωστόσο και τις δύο τις κατατροπώνουν στο σινεμά οι «Κυνηγοί» του Αγγελόπουλου που κόβουν 105.645 εισιτήρια. Μόλις 17 ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες ενώ το 1978 βγαίνουν μόλις 15.
* Τον κατήφορο αυτό σταματούν για λίγο, το 1980, τρεις πολιτικές ταινίες:ο «Μεγαλέξανδρος» του Αγγελόπουλου, η ¨Παραγγελιά» του Τάσιου και ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Τζήμα.
Βραβεύονται και οι τρεις, όμως ο Μπελογιάννης και ο μύθος του κατατροπώνουν τα πάντα. Κόβει 618.533 εισιτήρια και γίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία του λεγόμενου νέου ελληνικού κινηματογράφου.
Μόνο το «Safe sex» που συμμετέχει στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ κατάφερε να ξεπεράσει αυτό το ρεκόρ.
*Το 1982 χειροκροτήματα και εισιτήρια πάνε στο «Άρπα κόλλα»του Περράκη(136.471), αλλά τα βραβεία στον «Άγγελο» του Καντακουζηνού και στη «Ρόζα» του Χριστοφή. Ο Περράκης παίρνει το αίμα του πίσω, σαρώνοντας το 1984 βραβεία και εισιτήρια με τη «Λούφα και παραλλαγή».
*Το 1 988 είναι για τα βραβεία η χρονιά της «Σκιάς του φόβου» του Καρυπίδη, αλλά για το κοινό η χρονιά της «Φανέλας με το 9» του Βούλγαρη.
*Το 1992 όπως γίνεται συχνά στα Όσκαρ , άλλη ταινία το ¨Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» παίρνει τα βραβεία σκηνοθεσίας και σεναρίου και άλλη , ο «Μπάιρον» ανακηρύσσεται καλύτερη.
Εισπρακτικά πάντως και τις δυο τις ξεπερνά κατά πολύ το «Άνω κάτω και πλαγίως» του Κακογιάννη, που κόβει 55.000 εισιτήρια. Είναι η πρώτη χρονιά που το φεστιβάλ γίνεται διεθνές και στο διεθνές διαγωνιστικό βραβεύεται μια ταινία που ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη για να φτάσει στα Όσκαρ. Ο Χρυσός Αλέξανδρος δίνεται στο ¨Ορλάντο» της Πόρτερ.
*Για να κλείσουμε με τα περσινά, το 1999 είχε τη γεύση του «Peppermint» του Καπάκα, αλλά η ευχάριστη έκπληξη δεν ήταν στο διαγωνιστικό. Χωρίς βραβείο, που δεν το διεκδίκησε, τράβηξε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικής, η «Πορνογραφική σχέση» της Φρεντερίκ Φοντέν.



Για το "Τί έκανες στον πόλεμο Θανάση" του Ν. Κατσουρίδη βλ. www.youtube.com/watch?v=4gKaxPWxOIo

Για τον "Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο" του Ν. Τζήμα βλ. http://www.youtube.com/watch?v=MHBYB4Aw6vA